Τα τελευταία οκτώ χρόνια ήταν μια έντονα τραυματική εμπειρία για τη χώρα. Επιτέλους, η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει, έστω πολύ καθυστερημένα και με αργούς ρυθμούς. Ανακτούμε επίσης βαθμούς ελευθερίας βγαίνοντας από την καραντίνα των επίσημων μνημονίων, παρά τους πολλούς περιορισμούς και τη στενή επιτήρηση από τους δανειστές μας. Καιρός λοιπόν να αναλογιστούμε τι μάθαμε από τη μεγάλη κρίση και σε τι αλλάξαμε, κυρίως όμως τι χρειάζεται να γίνει από εδώ και πέρα.

Η Ελλάδα χρεοκόπησε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όταν έσπασε η μεγάλη διεθνής χρηματοπιστωτική φούσκα περίπου δέκα χρόνια πριν. Την κύρια ευθύνη για αυτή τη χρεοκοπία φέρουν αναμφισβήτητα αυτοί που κυβερνούσαν τα κρίσιμα χρόνια πριν και όταν ξέσπασε η μεγάλη κρίση, προσπαθώντας να αγοράσουν πολιτικό χρόνο με δανεικό χρήμα. Αλλά η ευθύνη δεν ήταν αποκλειστικά δική τους. Στην αντιπολίτευση πλειοδοτούσαν σε υποσχέσεις, ακόμη περισσότερο όσοι δεν είχαν καμία ελπίδα να κυβερνήσουν. Η μεγάλη απόσταση από την εξουσία τρέφει την ανευθυνότητα. Αυτόν τον άτυπο νόμο της πολιτικής θα έπρεπε να γνωρίζουν πολύ καλά οι σημερινοί κυβερνώντες. Είναι άραγε πολιτικό ή πολιτισμικό το πρόβλημα της Ελλάδας, που έχει τη διαχρονική τάση να παράγει μεγάλα ελλείμματα και να χρεοκοπεί;

Σε μια χώρα με τεράστιες ανισότητες σε πλούτο, ευκαιρίες και πρόσβαση στον κρατικό κορβανά, σε μια χώρα όπου οι κανόνες αλλάζουν συνεχώς, η συμπεριφορά του ό,τι αρπάξει ο καθένας σήμερα έχει μια λογική. Εχουμε σκεφτεί ποτέ ότι η συμπεριφορά μας ως κοινωνία είναι ακριβώς αντίθετη με τον τρόπο που λειτουργούμε μέσα στην οικογένεια; Η ελληνική οικογένεια στηρίζει τα παιδιά της για πολλά χρόνια, ενώ ως κοινωνία υποθηκεύουμε συστηματικά το μέλλον τους.

Αρνιόμασταν να αλλάξουμε ένα προφανώς μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Μέχρι που ήρθαν οι ξένοι δανειστές και μας ανάγκασαν να το κάνουμε. Τις συντάξεις μας δεν τις πληρώνουν οι «ανάλγητοι» Γερμανοί και το ΔΝΤ, αλλά όλοι εμείς οι φορολογούμενοι. Οσοι από τους πολιτικούς μας πιστεύουν ότι έπειτα από πολλές περικοπές το ασφαλιστικό σύστημα είναι πλέον βιώσιμο και δεν χρειάζεται άλλες, οφείλουν να εξηγήσουν πώς. Αλλιώς, η κομματική αντιπαράθεση για τις περαιτέρω μειώσεις το 2019 αποκτά σουρεαλιστικό χαρακτήρα.

Σίγουρα έχουν δίκιο οι σημερινοί κυβερνώντες όταν κατηγορούν το παλιό «σύστημα» για διαπλοκή και διαφθορά. Ο κόσμος το ’χει τούμπανο και τα κόμματα της μεταπολίτευσης κρυφό καμάρι. Σε συνθήκες ευρείας και έντονης απαξίωσης της πολιτικής, όπως συμβαίνει σήμερα, δεν μπορείς να πείσεις τον κόσμο αν δεν αναγνωρίσεις τα λάθη του παρελθόντος. Αλλά πόση αξιοπιστία έχουν οι πρώην «αντισυστημικοί» όταν χρησιμοποιούν μεθόδους που οι ίδιοι καταδίκαζαν όταν βρίσκονταν ακόμη μακριά από την εξουσία;

Οι εταίροι και δανειστές μάς έσωσαν από τα χειρότερα στη διάρκεια της κρίσης. Μια μονομερής χρεοκοπία, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ, θα είχε πιθανότατα καταστροφικές συνέπειες, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα με αδύναμους θεσμούς, έντονο εσωτερικό διχασμό και επικίνδυνη γειτονιά. Δεν έδειξαν όμως οι εταίροι και δανειστές μας ούτε μεγάλη γενναιοδωρία ούτε ιδιαίτερη σοφία στη διαχείριση της κρίσης, τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της δικής μας ειδικότερα. Μας φέρθηκαν συχνά σαν αποικία. Δεν βοήθησε καθόλου βέβαια και η μεγάλη αναξιοπιστία του πολιτικού μας συστήματος.

Πώς θα διαχειριστούμε από εδώ και πέρα την έστω περιορισμένη ελευθερία που κερδίσαμε παραμένει το κρίσιμο ερώτημα. Οι αγορές θα αντικαταστήσουν βαθμιαία τους θεσμικούς δανειστές της χώρας. Θα είναι αμείλικτοι κριτές των δικών μας αποφάσεων. Δεν θα είναι συχνά ορθολογικές και σίγουρα ούτε «δίκαιες» στην κρίση τους.

Αλλά με αυτές θα πρέπει να ζήσουμε – και με τα χρέη μας. Οσοι μπερδεύουν τον πραγματικό κόσμο με κάποιον άλλο που οι ίδιοι ονειρεύονται, ξεκινώντας μάλιστα με λανθασμένη εκτίμηση του συσχετισμού δυνάμεων, είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι όταν έρχονται στην εξουσία. Αυτό τουλάχιστον θα έπρεπε να το έχουμε εμπεδώσει μετά την εμπειρία του 2015.

Η ελευθερία κοστίζει, γιατί οι αγορές θα δανείζουν με υψηλότερα επιτόκια από όσα μας χρέωναν οι «τοκογλύφοι» θεσμικοί δανειστές μας. Από εμάς εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό να μη χάσουμε ξανά την πρόσβαση στις αγορές, χωρίς όμως να αποκλείεται τελείως η πιθανότητα σοβαρής επιδείνωσης των διεθνών παραμέτρων που μας επηρεάζουν. Αυτοί που θα οδηγήσουν τη χώρα τους επόμενους μήνες και χρόνια πρέπει να γεφυρώσουν το χάσμα που εμφανίζεται συχνά μεταξύ λαϊκού αισθήματος και διεθνούς πραγματικότητας, τόσο στην οικονομία όσο και στην εξωτερική πολιτική. Το έχουμε πληρώσει πολύ ακριβά και επανειλημμένως. Περισσότερη ειλικρίνεια εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας σίγουρα θα βοηθούσε.

Η χώρα χρειάζεται γρήγορη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Σίγουρα, η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι το παν. Αλλά σε μια χώρα που έζησε την οικονομική κατάρρευση τα τελευταία οκτώ χρόνια, ο κίνδυνος του κανιβαλισμού είναι μεγάλος αν η οικονομία συνεχίσει να σέρνεται για πολύ. Αλλαξαν πολλά στη χώρα μας τα χρόνια της κρίσης, τα περισσότερα με το ζόρι και όχι πάντα σωστά. Ενα σύγχρονο, επιτελικό κράτος είναι κυρίως αυτό που χρειαζόμαστε και δεν έχουμε, όπως και μια σοβαρή προσπάθεια να ενώσουμε και πάλι τα σπασμένα κομμάτια της κοινωνίας μας. Η χώρα δεν μπορεί να αλλάξει αν οι μισοί βρίσκονται απέναντι. Αλλά αν δεν αλλάξει, δεν έχει μέλλον, γιατί και οι υπόλοιποι, τουλάχιστον όσοι μπορούν, θα ετοιμάσουν τις βαλίτσες τους για να φύγουν. Μια Ελλάδα που αλλάζει θα μπορεί επίσης πιο πειστικά να διαπραγματευτεί με τους Ευρωπαίους εταίρους ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο για την οικονομική πολιτική και περισσότερους βαθμούς ελευθερίας. Οι κυβερνώντες σήμερα φέρουν τεράστια ευθύνη για τη διαιώνιση του εσωτερικού διχασμού. Τους συναγωνίζονται αρκετοί στην αντιπολίτευση, προφανώς γιατί δεν έμαθαν τίποτα ή γιατί θεωρούν ότι δεν έχουν τίποτα για το οποίο πρέπει να ζητήσουν συγγνώμη. Κρίμα.

Στην εποχή των μεγάλων αλλαγών και της αβεβαιότητας, των κοινωνικών δικτύων και της κυριαρχίας του εφήμερου, οι ηγέτες μπορούν πλέον να γεννηθούν από το πουθενά, αλλά οι περισσότεροι καίγονται γρήγορα. Ο φόβος και η αγανάκτηση από την πλευρά των χαμένων οδηγούν συχνά στον ανορθολογισμό. Στον κόσμο των ψεκασμένων, υπήρξαμε πρωτοπόροι. Η οικονομική κρίση έπληξε τη χώρα μας πολύ περισσότερο από άλλες, επειδή ήμασταν ο πιο αδύναμος κρίκος μιας ομολογουμένως κακοφτιαγμένης ευρω-αλυσίδας. Τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των ψεκασμένων διευρύνεται ακόμη και σε χώρες με μακρά δημοκρατική παράδοση και ισχυρούς θεσμούς.

Επειτα από όλα αυτά που ζήσαμε εδώ στα χρόνια της κρίσης, τα τόσα ψέματα που ακούσαμε και τόσες φούσκες που έσπασαν με κρότο, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε έναν καθαρό λόγο. Εναν λόγο που δεν θα χαϊδεύει αυτιά, που θα προτείνει ένα ρεαλιστικό όραμα για το μέλλον αλλά θα αναγνωρίζει συνάμα τα λάθη του παρελθόντος, που θα ενώνει και δεν θα χωρίζει, ένα λόγο που θα επιχειρεί να συνδέσει τον έξω κόσμο με τη βαθιά Ελλάδα. Για να φύγει η μιζέρια που πλακώνει τη χώρα. Και να μπορέσουμε να διαχειριστούμε με σύνεση την ελευθερία που επιτέλους κερδίσαμε – και θα κερδίζουμε περισσότερη τα επόμενα χρόνια. Αυτό είναι το ζητούμενο.

* Ο κ. Λουκάς Τσούκαλης είναι πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Πηγή: Καθημερινή