Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο του ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ  και επίκουρου καθηγητή του τμήματος πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Μπίλκεντ, Δρος Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη, με θέμα: «Η δόση και η φυγή προς τα εμπρός». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις  27 Νοεμβρίου 2012.

 

 

Η δυστοκία στην έκδοση της αποφάσεως για την ελληνική χρηματοδότηση υπήρξε απόρροια αφενός της πολυπλοκότητος και της ανάγκης συναινετικού συγκερασμού διαφόρων απόψεων και συμφερόντων εντός των ευρωπαϊκών οργάνων. Είναι αφετέρου ενδεικτική της παγιώσεως του ελλείμματος εμπιστοσύνης στις σχέσεις της ελληνικής κυβερνήσεως και μέρους τουλάχιστον της ομάδος των δανειστών. Μπορεί η στάση του πρωθυπουργού από την ανάληψη των καθηκόντων του και εξής να έχει εκπλήξει θετικώς πολλούς εντός και εκτός Ελλάδος, ωστόσο, η δυνατότητά του να εξασφαλίσει κοινωνική συναίνεση και να εμπνεύσει εμπιστοσύνη είναι λόγω της προτέρας πολιτείας του εκ των πραγμάτων περιορισμένη. Η πολύμηνη καθυστέρηση στην υλοποίηση των ελληνικών δεσμεύσεων λόγω των διπλών εκλογών, οι κωλυσιεργίες και αναρίθμητες παλινωδίες στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών, οι οποίες θα απελευθέρωναν τις δημιουργικές δυνάμεις της οικονομίας και θα συνέβαλαν στην αποφυγή του καταστροφικού φαύλου κύκλου της ύφεσης και της ανεργίας, περιγράφουν την εικόνα μιας πολιτικής ελίτ που δεν κατευθύνει τις εξελίξεις αλλά μάλλον σύρεται από αυτές και δεν διακατέχεται από ειλικρινείς μεταρρυθμιστικές προθέσεις. Στο κάτω κάτω, δυσάρεστες και αντιδημοφιλείς πολιτικές επιλογές ενώπιον εκλογών δεν αντιμετωπίζουν μόνον οι Ελληνες πολιτικοί.

Υπό το φως των ανωτέρω, η κωλυσιεργία των ευρωπαϊκών αρχών ή η βαθμιαία εισαγωγή μιας διαδικασίας αιρεσιμότητος αναφορικά με τη συνέχιση της χρηματοδοτήσεως είναι μεν δυσάρεστες, δύσκολα όμως μπορούν να χαρακτηρισθούν απρόσμενες. Η Ελλάς πλέον αντιμετωπίζεται ως sui generis περίπτωση μεταξύ των κρατών της Ευρωζώνης με οξύ οικονομικό πρόβλημα. Και αυτό όχι λόγω του δυσβάστακτου και μη διαχειρισίμου δημοσίου χρέους, αλλά κυρίως διότι εμφανίζει συμπτώματα θεσμικής αποσυνθέσεως, η οποία είναι αδύνατον να διαφύγει από την προσοχή ενός τρίτου παρατηρητή. Ας μην υποτιμάμε τη γνώση της ελληνικής πραγματικότητας από τους Ευρωπαίους εταίρους. Η εικόνα των υπαλλήλων της Bουλής να ασχημονούν εναντίον του θεσμού, τον οποίο υποτίθεται ότι υπηρετούν, αλλά και εναντίον των βουλευτών, δεν επιβεβαιώνει μόνο το κυνικό ρητό «ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος». Δημιουργεί επίσης δικαιολογημένες ανησυχίες για την εφαρμοσιμότητα των οιωνδήποτε ληφθέντων ή ληφθησομένων μέτρων. Οι ειδήσεις ότι οι ανώτατοι δικαστές απεργούν μεν παρά το Σύνταγμα αλλά συνεδριάζουν, για να κηρύξουν αντισυνταγματικά τα μέτρα που τους θίγουν μισθολογικά, αποτελεί άλλη μια υπόμνηση ότι η αρχή του κράτους δικαίου απειλείται ακόμη και από τους λειτουργούς του.

Τι μπορεί να ανατρέψει τον φαύλο κύκλο της δυσπιστίας; Η εκ βάθρων ανατροπή της εικόνας μιας χώρας απρόθυμης να αλλάξει και μιας πολιτικής ηγεσίας διατεθειμένης να δώσει μάχες οπισθοφυλακής για την προστασία των δομών ενός χρεοκοπημένου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Με ένα «μεταρρυθμιστικό σοκ», ακριβώς στους τομείς στους οποίους ελαχίστη πρόοδος έχει σημειωθεί, η κυβέρνηση καλείται να αποδείξει όχι μόνο την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητά της, αλλά και ότι δεν αντιμετωπίζει τις μεταρρυθμίσεις ως εκπλήρωση υποχρεώσεων έναντι φορτικών δανειστών, αλλά ως απαραίτητα -αν και καθυστερήσαντα- μέτρα προαγωγής του εθνικού συμφέροντος. Η «φυγή προς τα εμπρός» αποτελεί όχι μόνο βέλτιστη πολιτική επιλογή, αλλά και όρο επιβιώσεως μιας κυβερνήσεως η οποία πιέζεται από τις δυνάμεις της αδράνειας και επείγεται να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της στους Ευρωπαίους εταίρους. Αλλιώς, ας μη μας ξενίζει η προσθήκη ταπεινωτικών όρων, εξασφαλίσεων και επιτροπείας. Αν επιθυμούμε η χώρα να μην τυγχάνει αντιμετωπίσεως «μπανανίας», πρέπει και αυτή να πάψει να πολιτεύεται ως τοιαύτη.