Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο του ερευνητή του ΕΛΙΑΜΕΠ  και επίκουρου καθηγητή του τμήματος πολιτικής επιστήμης του πανεπιστημίου Μπίλκεντ, Δρος Ιωάννη Ν. Γρηγοριάδη, με θέμα: «Οι Τούρκοι στο Φάληρο». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις  20 Δεκεμβρίου 2012.

 

 

Η έκφραση «οι Τούρκοι έφθασαν στο Σούνιο» συνήθως απαντά στα ελληνικά μέσα ενημερώσεως, όταν τουρκικά πολεμικά πλοία ασκούν –ή και ενίοτε καταχρώνται– το αναγνωριζόμενο από το διεθνές δίκαιο δικαίωμα αβλαβούς διελεύσεως από τα ελληνικά χωρικά ύδατα. Εδώ και μερικές ημέρες πλέον οι τίτλοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα. Οι Τούρκοι δεν πλέουν πλέον στο Σούνιο, αλλά αποβιβάζονται στο Φάληρο.
Αιτία η ανακοίνωση της συνεργασίας στον τομέα κατασκευής και διαχειρίσεως υποδομών θαλασσίου τουρισμού μεταξύ της ελληνικής εταιρείας Lamda Development και της τουρκικής Doğuş, μίας από τις μεγαλύτερες τουρκικές εταιρείες συμμετοχών. Στο κοινό εταιρικό σχήμα η τουρκική εταιρεία θα συνεισφέρει μετρητά, ενώ η ελληνική την κυριότητά της επί της μαρίνας του Φλοίσβου. Εξού και η ανησυχία για την «απόβαση των Τούρκων» στο Φάληρο.
Η χρήση ακατάσχετης κινδυνολογίας ενόψει της διαρκώς αναπτυσσόμενης ελληνοτουρκικής οικονομικής συνεργασίας δεν είναι ασφαλώς νέα υπόθεση. Πριν μερικά χρόνια έλαβε χώρα στην Τουρκία η μεγαλύτερη ελληνική επένδυση εκτός συνόρων. Η εξαγορά της Finansbank από την Εθνική Τράπεζα συνάντησε την αντίδραση μέρους του τουρκικού τύπου και προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερα πάθη στην Ελλάδα. Ισχυρή μερίδα των μέσων ενημερώσεως και στελέχη της αντιπολιτεύσεως βυσσοδομούσαν εναντίον της επενδύσεως, με τον ισχυρισμό ότι έθετε σε πρωτοφανείς κινδύνους την μεγαλύτερη ελληνική τράπεζα και την εθνική οικονομία. Λίγα χρόνια αργότερα η κίνηση της Εθνικής Τράπεζας αποδείχθηκε σοφή. Σήμερα η Finansbank αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα περιουσιακά στοιχεία του ομίλου της Εθνικής Τράπεζας και συμβάλλει αποφασιστικά στην βελτίωση των οικονομικών μεγεθών του ομίλου τα οποία επλήγησαν τελικώς εντός συνόρων. Η διαψευσθείσα κινδυνολογία συνεχίζεται ωστόσο σε άλλα μέτωπα, βοηθούσης και της βραχείας μνήμης της κοινής γνώμης.
Η προαγωγή των ελληνοτουρκικών οικονομικών σχέσεων έχει ήδη προσφέρει σοβαρά οφέλη στην ελληνική οικονομία κατά την κρίσιμη παρούσα συγκυρία. Από το 2010 το εμπορικό ισοζύγιο έχει μετατραπεί σε πλεονασματικό για την Ελλάδα. Ακόμη και αν την μερίδα του λέοντος των ελληνικών εξαγωγών αποτελούν επεξεργασμένα προϊόντα πετρελαίου, αυξητική είναι η τάση και σε άλλες κατηγορίες. Η αύξηση του αριθμού των Τούρκων τουριστών συνεπεία και των προσφάτων διευκολύνσεων στην έκδοση βίζας έχει δώσει πολύτιμη ώθηση στον τουρισμό, ιδίως των νησιών του ανατολικού Αιγαίου.
Πολύ περισσότερα μπορούν να γίνουν, και ο θαλάσσιος τουρισμός είναι ένας από τους τομείς με ανεκμετάλλευτο δυναμικό συνεργασίας. Τα νησιά του Αιγαίου χάνουν κάθε χρόνο εισόδημα εκατομμυρίων ευρώ λόγω της ανυπαρξίας ανταγωνιστικών υποδομών ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής. Η αναβάθμιση των υπαρχουσών μαρινών και η κατασκευή νέων αποτελεί επιτακτική ανάγκη και ένα από τα χαμένα στοιχήματα των τελευταίων δεκαετιών για τον ελληνικό τουρισμό. Την ίδια περίοδο η Τουρκία έκανε άλματα προόδου. Μία επίσκεψη στα τουρκικά τουριστικά θέρετρα στις ακτές του Αιγαίου και της Μεσογείου θα πείσει και τον πιο δύσπιστο για τα επιτεύγματα της γείτονος στον τομέα του θαλασσίου τουρισμού. Αν ηγετικές τουρκικές επιχειρήσεις του κλάδου διαθέτουν τα κεφάλαια και την τεχνογνωσία για να συμβάλουν στην αναβάθμιση των ελληνικών υποδομών, αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί ανησυχίες ανάλογες με την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, αλλά να καλωσορίζεται όπως κάθε τόσο αναγκαία για την ανάπτυξη ξένη επένδυση. Όπως η εξαγορά της Finansbank υπήρξε ψήφος εμπιστοσύνης στην τουρκική οικονομία, έτσι και η επένδυση του ομίλου Doğuş δηλώνει πίστη στις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να ανακάμψει με κύριο μοχλό τον τουρισμό. Η σύγχυση των εννοιών της κυριότητος και της κυριαρχίας με σκοπό την έξαψη φοβιών της ελληνικής κοινής γνώμης υπονομεύει τον εθνικό στόχο της ανάπτυξης.