Η συντελεσθείσα πρόοδος, οι «ανοικτοί» προβληματισμοί, αλλά και οι κύριες προκλήσεις και πιέσεις που δημιουργεί το σημερινό, περίπλοκο, διεθνές γεωστρατηγικό περιβάλλον για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας βρέθηκαν στο επίκεντρο συζήτησης που διοργάνωσε την Παρασκευή 17 Μαΐου, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και το Friedrich- Ebert- Stiftung (FES) στην Αθήνα με θέμα: «Πρωτοβουλίες για την Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ασφάλεια: Ένας Πρώτος Απολογισμός».

Λίγες ημέρες πριν τις ευρωπαϊκές εκλογές, ΕΛΙΑΜΕΠ και FES μετατόπισαν το κέντρο του διαλόγου από την οικονομία, και με την βοήθεια τεσσάρων διακεκριμένων εκπροσώπων από το Ευρωκοινοβούλιο, το ΥΠΕΘΑ, το γαλλικό IRSEM και το γερμανικό DGAP, αναζήτησαν ρεαλιστικές εκτιμήσεις και νηφάλιες απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τις σχέσεις ΕΕ- ΝΑΤΟ, το μέλλον μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης και ενός Ευρωπαϊκού Στρατού, αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις σε ασφάλεια και άμυνα από το BREXIT.

«Για να κρίνουμε αν έχει συντελεσθεί όντως πρόοδος σε ασφάλεια και άμυνα, πρέπει πρώτα να δούμε ποιοι είναι οι στόχοι μας σε αυτά τα δύο πεδία, αλλά και να εστιάσουμε όχι μόνο σε ποσοτικά κριτήρια αλλά και σε ποιοτικά, όπως είναι τα ποσά που δαπανώνται για έρευνα και ανάπτυξη τεχνολογίας στον αμυντικό τομέα» ανέφερε η Δρ Έλενα Λαζάρου, Πολιτική Αναλύτρια από την Γενική Διεύθυνση Κοινοβουλευτικών Ερευνητικών Υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Σύμφωνα με την ίδια, επίσης, οι Ευρωπαίοι θέλουν περισσότερη ασφάλεια, αλλά με λελογισμένα και ελεγχόμενα κόστη, αίτημα που ούτως ή άλλως ικανοποιείται δεδομένου ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται από εκλεγμένους αρχηγούς κρατών και ότι οι προϋπολογισμοί περνούν και από την κρίση του Ευρωκοινοβουλίου.

Σε ερώτηση, τέλος, του Γενικού Διευθυντή του ΕΛΙΑΜΕΠ, Δρος Θάνου Ντόκου, που διηύθυνε και τη συζήτηση, σχετικά με τις επιπτώσεις που θα είχε σε ασφάλεια και άμυνα ένα πιθανό BREXIT, η κα Λαζάρου εξέφρασε την άποψη πως: «Αν και το BREXIT θα έχει μια σειρά σημαντικών επιπτώσεων για την Ένωση, έχει γίνει κατανοητό πως το γεωπολιτικό περιβάλλον και οι κίνδυνοι είναι κοινοί και πως θα πρέπει να διατηρηθεί η στενή συνεργασία των δύο πλευρών».

Από την πλευρά του, ο Pierre Haroche, Επιστημονικός Συνεργάτης του IRSEM (Ινστιτούτο που ανήκει στο γαλλικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας) υπογράμμισε πως «οι Γάλλοι σχεδιαστές πολιτικής είναι πολύ θετικοί σε ό,τι αφορά τις νέες πρωτοβουλίες στην άμυνα και ασφάλεια, όπως είναι η Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO)». Τόνισε, δε, πως για την γαλλική πλευρά, κάθε πολιτική που θα συνεισφέρει τόσο προς την ενίσχυση της συνοχής όσο και προς την ανάληψη περισσότερων πρωτοβουλιών και την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ βρίσκεται προς την σωστή κατεύθυνση.

Μία γενική επισκόπηση της γερμανικής θέσης σχετικά με τις σύγχρονες προκλήσεις στη συνεργασία ΝΑΤΟ- ΕΕ, αλλά και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας πραγματοποίησε κατά την τοποθέτησή του ο Torben Schütz, ερευνητής στο Ινστιτούτο DGAP. Ο κ. Schütz ανέφερε πως η Γερμανία υποστηρίζει την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ ως «απάντηση στην εκλαμβανόμενη αμφισημία των ΗΠΑ, υπό την Προεδρία Trump, σχετικά με την Ευρωπαϊκή Άμυνα». Εκτίμησε,
πάντως, πως η Γερμανία πιθανότατα δεν θα αυξήσει μέσα στα επόμενα χρόνια τις εισφορές της για την ενίσχυση της ασφάλειας και της άμυνας.

Στη θέση και στις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εντός του νέου, περίπλοκου γεωστρατηγικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια αναφέρθηκε, τέλος, ο Νικόλαος Βότσιος, Διευθυντής Διεθνών Σχέσεων της Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων (ΓΔΠΕΑΔΣ) του ΥΠΕΘΑ. Όπως ανέφερε, το ΝΑΤΟ παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της συλλογικής ασφάλειας, αλλά «αυτό δεν είναι κάτι που θα πρέπει να αποτρέπει την ΕΕ από το να ενισχύσει τη δική της αμυντική της ικανότητα». Ειδικά, άλλωστε, για την Ελλάδα, τόνισε ο κ. Βότσιος, πρωτοβουλίες, όπως η PESCO «αποτελεί μία εμπνευσμένη ιδέα για τον τομέα ευρωπαϊκής άμυνας».