“Μια πρώτη εκδοχή είναι να προβεί η Ελλάδα, όπως ενδεχομένως και η Τουρκία στο Αιγαίο, σε επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης σε 12 ν.μ. πριν από την προσφυγή. Σημειωτέον, αυτό έπραξαν το Κατάρ και το Μπαχρέιν, το 1992 και το 1993 αντίστοιχα, εν όψει της εκδίκασης της διαφοράς τους από το Διεθνές Δικαστήριο. Σε αυτή την περίπτωση, τα μέρη θα έχουν διεκδικήσει το μέγιστο των θαλάσσιων αξιώσεών τους, ήτοι θα έχουν μονομερώς θεσπίσει τη μέγιστη δυνατή αιγιαλίτιδα ζώνη και θα καλούν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των αλληλεπικαλυπτόμενων αξιώσεών τους σε υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Εν τω μεταξύ, εφόσον με την επέκταση στα 12 ν.μ. υπάρχει αλληλοεπικάλυψη και αιγιαλίτιδας ζώνης, τότε θεωρητικά θα μπορούσε να ζητηθεί η χάραξη ενιαίου θαλασσίου ορίου, ήτοι και αιγιαλίτιδας ζώνης και υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, όπως είθισται τελευταία στη νομολογία (βλ. Γκάνα – Ακτή Ελεφαντοστού, 2017 ή Κόστα Ρίκα – Νικαράγουα, 2018) και όπως ενδεχομένως γίνει και με την Αλβανία στη Χάγη.

Μια δεύτερη εκδοχή – και πιο ρεαλιστική – είναι ότι η Τουρκία δεν θα αποδεχθεί οποιαδήποτε πρότερη επέκταση, και άρα η προσφυγή στη Χάγη να πρέπει να γίνει με βάση τα σημερινά δεδομένα, ήτοι τα 6 ν.μ. Σε αυτή την περίπτωση, πολύ πιθανώς το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη των κρατών είναι εκείνη που έχουν μονομερώς και νομίμως προσδιορίσει (στο Διεθνές Δίκαιο δεν υφίσταται εν δυνάμει αιγαλίτιδα ζώνη), να θεωρήσει κάθε περιοχή πέραν των 6 ν.μ. ως αποκλειστικά περιοχή υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ και να τις οριοθετήσει οριστικά και αμετάκλητα. Ετσι, υφίσταται ο κίνδυνος η Ελλάδα να περιοριστεί στα 6 ν.μ. αιγιαλίτιδας ζώνης, ιδίως στις περιοχές εκείνες που το Δικαστήριο αποδώσει στην Τουρκία ως περιοχές υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ της. Οποιαδήποτε μεταγενέστερη μονομερής επέκταση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης στις περιοχές θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παραβίαση της απόφασης του Δικαστηρίου και άρα και της ίδιας της ειδικής συμφωνίας (συνυποσχετικού).”

Γράφει ο Ευθύμιος Παπασταυρίδης για το Βήμα.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο εδώ.