thanos dokosΗ προσφυγική κρίση και το γεγονός ότι η πΓΔΜ αποτελεί σημαντικό κρίκο στη «μεταφορική αλυσίδα» προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη έχουν προκαλέσει αύξηση του ευρωπαϊκού (κυρίως γερμανικού) και αμερικανικού ενδιαφέροντος για τη σταθερότητα της γειτονικής μας χώρας. Προτεραιότητα ασφαλώς αποτελεί η ομαλοποίηση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και η υλοποίηση της συμφωνίας ανάμεσα στα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα για εκλογές τον Απρίλιο του 2016. Υπάρχει όμως σοβαρό ενδεχόμενο αυτό το ενδιαφέρον να λάβει και τη μορφή νέων πιέσεων προς την Ελλάδα για ταχεία επίλυση της διμερούς διαφοράς για την ονομασία των Σκοπίων.

Παράλληλα έχει ξεκινήσει και μια προσπάθεια επιτάχυνσης της ένταξης της πΓΔΜ στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Και ενώ η ενταξιακή πορεία προς την Ε.Ε. βρίσκεται ακόμη στα αρχικά στάδια και οι σχετικές εκθέσεις των αρμόδιων κοινοτικών οργάνων επισημαίνουν τα σοβαρά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν, η κατάσταση σχετικά με το ΝΑΤΟ εμφανίζεται αρκετά διαφορετική. Η θέση της Συμμαχίας είναι, κατ’ ουσίαν, ότι η πΓΔΜ θα μπορέσει να ενταχθεί μόλις επιλυθεί το ζήτημα της ονομασίας. Και ενώ είχε συμφωνηθεί να μην τεθεί ζήτημα διεύρυνσης στην επόμενη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ (Βαρσοβία, Ιούλιος 2016), ορισμένες χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία, κ.ά.) έχουν αρχίσει να εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης αποφάσεων στο ζήτημα της διεύρυνσης σχετικά με δύο υποψήφιες χώρες: Γεωργία και πΓΔΜ. Βεβαίως, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει ακόμη ευρεία συναίνεση επί του ζητήματος εντός της Συμμαχίας, αλλά καλό θα ήταν να υπάρξει έγκαιρη προετοιμασία από ελληνικής πλευράς. Η πραγματοποίηση ενός διπλωματικού ανοίγματος από ελληνικής πλευράς, με την υποβολή προτάσεων για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, προκάλεσε σχετική κινητικότητα, αλλά τα εσωτερικά προβλήματα και στις δύο χώρες έχουν προκαλέσει σημαντικές δυσχέρειες στην επίτευξη ουσιαστικής προόδου. Είναι, επίσης, σαφές ότι ούτε η ελάχιστα εποικοδομητική στάση του κ. Γκρούεφσκι πρόκειται να αλλάξει, εκτός αν ασκηθούν ισχυρές πιέσεις από το Βερολίνο και την Ουάσιγκτον, ούτε η σύνθεση της ελληνικής κυβέρνησης (αλλά και η γενικότερη πολιτική συγκυρία) ευνοεί την εύρεση λύσης.

Επειδή το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν είναι άνευ κόστους για τη χώρα μας, και επειδή είναι πιθανό ότι οι εξωτερικές πιέσεις θα αυξηθούν στο επόμενο διάστημα, καλό θα ήταν να ληφθούν κάποιες αποφάσεις, αφού εξεταστούν όλες οι σχετικές παράμετροι στο πλαίσιο της ελληνικής, βαλκανικής αλλά και συνολικής εξωτερικής πολιτικής. Ασφαλώς το ζητούμενο δεν είναι να κλείσει το ζήτημα όπως όπως, αλλά με τρόπο που να κατοχυρώνει ικανοποιητικά τα ελληνικά συμφέροντα. Στην κατεύθυνση αυτή, η πολιτική που έχει υιοθετήσει εδώ και περίπου μία δεκαετία η χώρα μας (σύνθετη ονομασία για χρήση προς όλους, ίσως –προσθέτουμε εμείς– με μια ευέλικτη λύση για το εσωτερικό) θα της επέτρεπε να αφήσει πίσω της ένα πρόβλημα για το οποίο ξοδέψαμε σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο τα τελευταία 24 χρόνια και να αναπτύξει περαιτέρω τις σχέσεις της με μια χώρα που ανήκει στον χώρο οικονομικής επιρροής μας. Απαραίτητη –και κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη, δυστυχώς– προϋπόθεση, η επίδειξη συναινετικής διάθεσης από το μέγιστο δυνατό τμήμα του ελληνικού πολιτικού κόσμου.

Πηγή: Καθημερινή