thanos dokosΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΙΜΕΡΗΣ
Ακραία φαινόμενα διαρκείας. Βία και Τρομοκρατία στη Μεταπολίτευση
εκδ. Καστανιώτης

Η πολιτική βία, με τη μορφή της δράσης τρομοκρατικών οργανώσεων, αποτελεί, δυστυχώς, μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής ζωής από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Παρά τη σημασία του φαινομένου, που σε ορισμένες περιόδους προκάλεσε σοβαρούς κλυδωνισμούς τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η επιστημονική έρευνα, ανάλυση και σχετική βιβλιογραφία παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες. Το κενό αυτό φιλοδοξεί να καλύψει σε ένα βαθμό το βιβλίο του Γιώργου Κασιμέρη, πανεπιστημιακού στη Μεγάλη Βρετανία, και με πολυετή ενασχόληση με το φαινόμενο της τρομοκρατίας στην Ελλάδα.

Οπως αναφέρει ο συγγραφέας, το βασικό κίνητρο για τη συγγραφή του βιβλίου ήταν η όλο και βαθύτερη συνειδητοποίηση ότι το τοπίο της εγχώριας τρομοκρατίας, παρά την εντυπωσιακή κατάρρευση της 17Ν, παραμένει ενεργό, περίπλοκο και απρόβλεπτο όσο ποτέ. Ενας επίσης σημαντικός στόχος του βιβλίου είναι να εξετάσει τις καμπάνιες βίας της νέας γενιάς του αντάρτικου πόλης και να εξηγήσει τη στρατηγική, την τακτική και την επιλογή των στόχων τους, καθώς και τη φύση της οργανωτικής και επιχειρησιακής εξέλιξής τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιχειρεί να τοποθετήσει τη μετά 17Ν άνοδο του εξτρεμισμού και της βίας στην Ελλάδα σε ένα ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, ορίζοντας τι επιδιώκουν να πετύχουν οι νέες τρομοκρατικές οργανώσεις, ποια τα κίνητρά τους και πώς συγκρίνονται με τους προκατόχους τους.

Η «17Νοέμβρη»

Ισως το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας δεν έχει καταγγελτικό λόγο, δεν θεωρεί ότι οφείλει να πάρει θέση, δεν αξιολογεί ηθικά αλλά προσπαθεί -και το πράττει με επιτυχία- να αναλύσει επιστημονικά το υπό εξέταση φαινόμενο, χρησιμοποιώντας έναν νηφάλιο λόγο που τόσο λείπει από τον δημόσιο βίο, αλλά συχνά και από τις επιστημονικές συζητήσεις σε ζητήματα με έντονη συναισθηματική και ιδεολογική φόρτιση. Με τον τρόπο αυτό, και παρουσιάζοντας τις ιδεολογικές θέσεις ορισμένων εκ των βασικών μελών της οργάνωσης 17Νοέμβρη, περιγράφει την εξέλιξη της οργάνωσης και καταλήγει σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι ο Κουφοντίνας δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι την Ελλάδα διοικούσαν κλέφτες και ότι βασικός υπεύθυνος για τη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε κλεπτοκρατία ήταν η κατεστημένη πολιτική ελίτ -άποψη με την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ελάχιστοι Ελληνες θα διαφωνούσαν σήμερα- και ήταν πεπεισμένος ότι ο ασύμμετρος ανταρτοπόλεμος θα είχε ως αποτέλεσμα, νωρίτερα μάλλον παρά αργότερα, τη δημιουργία «πολλών Βιετνάμ». Επίσης, ότι χωρίς ξεκάθαρα σημάδια προόδου και απολαμβάνοντας μια υπερβολική δημοσιότητα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η οργάνωση κατέληξε σταδιακά στην αυτάρεσκη επιδειξιομανία, στους θεατρινισμούς και στην άσκοπη βία και ότι ενώ οι ηγέτες της 17Ν πίστευαν ότι η οργάνωση ήταν προορισμένη να γίνει σύμβολο διαμαρτυρίας και να διαδραματίσει ιστορικό ρόλο, ουσιαστικά δεν κατάφερε ποτέ να επηρεάσει τις πολιτικές και οικονομικές δομές της χώρας. Εκτιμά ότι η ιστορία ίσως κρίνει τη 17Ν ως αποτυχία, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι κατάφερε να εκθέσει ανεπανόρθωτα τις ελληνικές αρχές, ως επί το πλείστον εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι η εθνική προσπάθεια κατά της τρομοκρατίας συνεχιζόταν επί δύο δεκαετίες μέσα σε ένα κλίμα ημίμετρων, πόλωσης, αντιπαλότητας και υπερβολής. Στην πραγματικότητα, η αντίδραση της ελληνικής πολιτείας στη βία της 17Ν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για το τι δεν πρέπει να γίνεται για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Υπό την προϋπόθεση, θα συμπληρώναμε εμείς, ότι υπάρχει θεσμική μνήμη στις αρμόδιες υπηρεσίες και το πολιτικό σύστημα και μια στοιχειώδης διαδικασία εξαγωγής συμπερασμάτων από τις αποτυχίες του παρελθόντος.

Οι υπόλοιποι

Ο συγγραφέας αναφέρεται και στη φυσιογνωμία τριών άλλων σημαντικών οργανώσεων, του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ), του Επαναστατικού Αγώνα (ΕΑ) και της Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς (ΣΠΦ). Σημειώνει ότι η ευρωπαϊκή εμπειρία έχει δείξει επανειλημμένα πως, όταν καταρρέει μια σημαντική επαναστατική οργάνωση, μετά από μια περίοδο προκύπτει μια νέα γενιά τρομοκρατών και ότι το τέλος του ΕΛΑ και της 17Ν, όταν έφτασε κάποια στιγμή, δεν μείωσε τη γοητεία της διαρκούς τρομοκρατικής βίας ως τακτικού, στρατηγικού και ψυχολογικού εργαλείου. Υπογραμμίζει επίσης ότι ο ΕΑ πήρε τη σκυτάλη της βίας από τη 17Ν προτού καν ολοκληρωθεί η δίκη της τελευταίας, με ένα μπαράζ βομβιστικών επιθέσεων που σόκαρε τις αρχές, οι οποίες είχαν την εντύπωση ότι η εξάρθρωση της 17Ν αποτέλεσε την τελική νίκη κατά της τρομοκρατίας στη χώρα. Εκτιμά ότι η ανικανότητα των ελληνικών υπηρεσιών ασφαλείας να εκτιμήσουν σωστά τον πραγματικό κίνδυνο που παρουσίαζε ο ΕΑ, έδωσε στους τρομοκράτες πολύτιμο χρόνο να οργανωθούν και να αναβαθμιστούν επιχειρησιακά. Τα δε γεγονότα του Δεκέμβρη 2008 επηρέασαν άμεσα και έντονα τη μετά-17Ν σκηνή της ελληνικής τρομοκρατίας, εφοδιάζοντας το κίνημα αναρχικών/αντεξουσιαστών με νεόκοπες οργανώσεις.

Τα 64 ακρωνύμια οργανώσεων που έχουν εμφανιστεί μετά τη διάλυση του ΕΛΑ [το 1996] καταδεικνύουν το βάθος της επαναστατικής κοινότητας στην Ελλάδα. Οπως σωστά σημειώνει ο Κασιμέρης, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος απολογητής της τρομοκρατίας για να αναγνωρίσει ότι πολλά από τα παράπονα αυτών των οργανώσεων, παλαιών και νέων -κατάχρηση εξουσίας, πολιτική διαφθορά, αστυνομική βιαιότητα- είναι εύλογα, θεμιτά και σε καμία περίπτωση ασήμαντα. Αυτό δεν συνιστά, βεβαίως, κάποιας μορφής δικαίωση ή αποδοχή της δράσης των οργανώσεων αυτών. Είναι προφανής η ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης του φαινομένου της τρομοκρατίας, μιας εσωτερικής απειλής με πιθανές διεθνείς διαστάσεις και διασυνδέσεις. Στην κατεύθυνση αυτή το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην κατανόηση του προβλήματος και θα φανεί εξαιρετικά χρήσιμο όχι μόνο στους υπηρεσιακούς παράγοντες, ορισμένοι –λίγοι- εκ των οποίων γνωρίζουν το ζήτημα σε αρκετό βάθος, αλλά κυρίως στον πολιτικό κόσμο της χώρας.

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής