thanos dokosΗ Τουρκία υπερτιμά τη διαπραγματευτική ισχύ της, εκτιμά ο δρ. Θάνος Ντόκος, ο οποίος επιμελήθηκε τη Λευκή Βίβλο για την εξωτερική πολιτική, ασφάλεια και άμυνα.

Συνέντευξη στην Αγγελική Σπανού

Γιατί τώρα μια Λευκή Βίβλος για την εξωτερική πολιτική, ασφάλεια και άμυνα;

Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν διανύει την καλύτερη περίοδο στη σύγχρονη ιστορία της. Ως αποτέλεσμα, δε, της οικονομικής κρίσης, τα μέσα άσκησης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής είναι περιορισμένα σε σχέση με το παρελθόν. Η Ελλάδα καλείται, λοιπόν, να προετοιμαστεί, κάνοντας τις απαραίτητες και κατάλληλες στρατηγικές επιλογές, για τον ρόλο της στη νέα διεθνή τάξη πραγμάτων και τη θέση της στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων.

Η παρούσα μελέτη έχει τρεις βασικούς στόχους: α) να σκιαγραφήσει τα χαρακτηριστικά, τις διαφαινόμενες κύριες τάσεις και τις προκλήσεις ασφαλείας του 21ου αιώνα, β) να καταγράψει τα τρέχοντα και μελλοντικά διλήμματα, προκλήσεις και ενδεχόμενες ευκαιρίες για την ελληνική εξωτερική πολιτική, άμυνα και ασφάλεια και γ) να διατυπώσει ρεαλιστικές προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη των συμφωνημένων στόχων διά της βέλτιστης αξιοποίησης των συντελεστών εθνικής ισχύος.

Η Λευκή Βίβλος φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα κείμενο υψηλής στρατηγικής και αποπειράται να σκιαγραφήσει τους στόχους και τις σταθερές της ελληνικής εθνικής στρατηγικής, να ορίσει εταίρους και περιοχές υψηλού ενδιαφέροντος, προτεραιότητες, προβλήματα, απειλές, προκλήσεις και ευκαιρίες. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται οι σχέσεις με την Ε.Ε. και τις παγκόσμιες δυνάμεις, καθώς και περιοχές σημερινού και μελλοντικού ενδιαφέροντος (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα/Ασία, Αφρική, Λατινική Αμερική), η ελληνική περιφερειακή πολιτική στα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο/Μέση Ανατολή και τη Μαύρη Θάλασσα, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό, καθώς και μια σειρά ειδικών θεμάτων και εργαλείων άσκησης εξωτερικής πολιτικής (αμυντική πολιτική και πολιτική εσωτερικής ασφάλειας, οικονομική διπλωματία, ενέργεια, απόδημος ελληνισμός, μετανάστευση, πολυμερής διπλωματία, πολιτιστική διπλωματία). Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο θεσμικό πλαίσιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και στην ανάγκη στρατηγικού σχεδιασμού.

Ελπίζουμε έτσι να καλύψουμε σε έναν βαθμό την απουσία θεσμικών κειμένων από πλευράς του ελληνικού κράτους (με την εξαίρεση του υπουργείου Εθνικής Άμυνας). Ασφαλώς η Λευκή Βίβλος δεν φιλοδοξεί να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, ούτε έτοιμες λύσεις σε όλα τα προβλήματα, και, προφανώς, δεν διεκδικεί κανένα αλάθητο ή αποκλειστικότητα στις ορθές επιλογές. Μέσω μιας προσπάθειας καταγραφής προβλημάτων και πιθανών λύσεων ή επιλογών και της παράθεσης ρεαλιστικών και υλοποιήσιμων προτάσεων πολιτικής ελπίζει ότι θα μπορέσει να συμβάλει σε έναν δομημένο διάλογο, σε επίπεδο ειδικών επιστημόνων, πολιτικού κόσμου, αλλά και κοινωνίας ενδιαφερόμενων και ενεργών πολιτών.

Μήπως πρόλαβαν οι εξελίξεις στο προσφυγικό; Αλλάζουν τα γεωπολιτικά δεδομένα, καθώς η Ελλάδα γίνεται χώρα εγκατάστασης;

Η λογική μιας Λευκής Βίβλου είναι να εξετάζει τη μεγάλη εικόνα σε θέματα εθνικής ασφάλειας, χωρίς να παραμελεί φυσικά τα τρέχοντα ζητήματα. Με αυτή την έννοια, πάντοτε θα υπάρχουν έκτακτες εξελίξεις που θα επηρεάζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τον μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό. Αν όμως δεν έχουν καθοριστεί το γενικότερο στρατηγικό πλαίσιο, τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα, οι επιδιώξεις, οι περιοχές, χώρες και ζητήματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και προτεραιότητες, οι «κόκκινες γραμμές» και γενικότερα η υψηλή στρατηγική, τότε μια χώρα είναι καταδικασμένη να αντιδρά στις πρωτοβουλίες άλλων και να δίνει μάχες οπισθοφυλακών, στην πλειονότητά τους καταδικασμένων σε αποτυχία. Με αυτή την έννοια, μια Λευκή Βίβλος είναι απολύτως απαραίτητη και σε μικρό βαθμό επηρεάζεται από τακτικές εξελίξεις, ακόμα και τόσο σημαντικές όπως η σοβούσα προσφυγική/μεταναστευτική κρίση.

Αλλάζει, βεβαίως, σε έναν βαθμό τα δεδομένα και ασφαλώς χρήζει άμεσης προσοχής και αποτελεσματικής διαχείρισης. Είναι εξαιρετικά πιθανό ότι, όσο επιτυχημένες και αν αποδειχθούν οι προσπάθειες διαχείρισης, το φαινόμενο, δυστυχώς, δεν θα είναι παροδικό, καθώς δύσκολα θα καταστεί δυνατός ο επαναπατρισμός σημαντικού αριθμού μεταναστών από αυτούς που σχεδόν αναπόφευκτα θα εγκλωβιστούν σε ελληνικό έδαφος, ενώ η Ελλάδα θα κληθεί να συμμετάσχει σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα μετεγκατάστασης προσφύγων. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα πρέπει να μας πανικοβάλλει, καθώς η χώρα μας έχει αποκτήσει σημαντική εμπειρία στην υποδοχή και ένταξη μεγάλου αριθμού μεταναστών τα τελευταία 25 χρόνια. Στη σημερινή κρίση, βεβαίως, υπάρχουν σημαντικές ποιοτικές διαφορές. Απαιτείται, λοιπόν, οργανωμένη προσπάθεια άμεσης εκταμίευσης πόρων και ανάπτυξης υποδομών για την υποδοχή και προσωρινή διαμονή ικανού αριθμού μεταναστών που δεν δικαιούνται άσυλο και να κοστολογηθεί πλήρως η επιβάρυνση για την ελληνική οικονομία με στόχο την υποβολή αιτημάτων αποζημίωσης από την Ε.Ε. Θα πρέπει, παράλληλα, να ετοιμαστεί άμεσα μια πολιτική ένταξης περιορισμένου αριθμού προσφύγων και μεταναστών (στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων), με στόχο την αποφυγή κοινωνικών εντάσεων, την πρόληψη ριζοσπαστικοποίησης, αλλά και τη μεγιστοποίηση δημογραφικών και οικονομικών οφελών. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να καταστεί η χώρα μας το ευρωπαϊκό στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων και μεταναστών (παρά το γεγονός ότι οι χώροι κλειστής υποδοχής θα αποτελέσουν μέρος της «εργαλειοθήκης» που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν οι ελληνικές αρχές).

Στη εισαγωγή σημειώνεται ότι ευτυχήσαμε να έχουμε τις κρίσιμες στιγμές ηγέτες που έκαναν τις κατάλληλες στρατηγικές επιλογές. Ισχύει και στη σημερινή συγκυρία αυτό;

Η κατά γενική ομολογία χαμηλή ποιότητα της ηγεσίας αποτελεί άλλη μια σοβαρή τροχοπέδη για τη χώρα. Οι πολιτικές δυνάμεις δυσκολεύονται σημαντικά να συνεννοηθούν έστω και σε προφανή ζητήματα και ο μη κομματικά σκεπτόμενος πολίτης τείνει να συμφωνήσει με το σλόγκαν παλαιάς διαφήμισης «Old dogs cannot learn new tricks». Το δυστύχημα είναι ότι ο παλαιοκομματικός τρόπος σκέψης αφορά και νεότερους πολιτικούς, καθώς το σύστημα εξακολουθεί να παράγει ανεπαρκή προϊόντα, ενώ το γενικότερο πρόβλημα αφορά και σημαντικό κομμάτι της πνευματικής και οικονομικής ηγεσίας της χώρας. Ελάχιστα παρηγορεί το γεγονός ότι το έλλειμμα ηγεσίας αποτελεί πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τα σοβαρότατα λάθη και παραλείψεις, όλες οι ηγεσίες στην περίοδο της κρίσης κατάφεραν να αγνοήσουν τις σειρήνες του λαϊκισμού και των ιδεοληψιών και επέλεξαν να κρατήσουν τη χώρα εντός Ευρωζώνης και ευρωπαϊκών θεσμών (παρ’ ότι η ιδιότητα αυτή εξακολουθεί να μην είναι πλήρως διασφαλισμένη).

Μήπως Ελλάδα και Τουρκία αντιμετωπίζονται πλέον ως ενιαίος χώρος από την Ε.Ε., όπως είπε ο Ευ. Βενιζέλος;

Δεν είναι ακριβές κάτι τέτοιο. Ασφαλώς υπάρχουν κάποιες ομοιότητες και κοινά στοιχεία στο πλαίσιο της προσφυγικής κρίσης (και οι δύο χώρες είναι χώρες διέλευσης, που όμως λόγω γεωγραφίας καταλήγουν να φιλοξενούν αριθμούς προσφύγων και μεταναστών, κάποιοι εκ των οποίων πιθανόν να εγκατασταθούν σε μονιμότερη βάση. Επίσης, και οι δύο προσπάθησαν να μεταφέρουν γεωγραφικά το πρόβλημα προς ανατολάς ή προς βορράν). Όμως υπάρχουν σημαντικές διαφορές, τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και επί της ουσίας. Βεβαίως, επείγει να ξεφύγει η χώρα μας από την κατηγορία (σύμφωνα με τις αντιλήψεις πολλών Ευρωπαίων) των προβληματικών κρατών και να ανακτήσει την αξιοπιστία και τον ρόλο της σε ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο.

Δεν αποτελεί καθρέφτη της αποτυχίας/ανυπαρξίας της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. η παρουσία του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο;

Ασφαλώς και θα ήταν προτιμότερη η ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής ναυτικής δύναμης στο Αιγαίο ή, ακόμη καλύτερα, μιας ευρωπαϊκής ακτοφυλακής. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο προβλήματα: το πρώτο είναι ότι μια αμιγώς ευρωπαϊκή δύναμη δεν θα ήταν στην παρούσα φάση αποδεκτή από την Τουρκία και το δεύτερο, και σημαντικότερο, είναι ότι μια τέτοια δύναμη δεν υφίσταται. Ασφαλώς πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα η δημιουργία της. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να έχει κανείς υψηλές προσδοκίες από την ανάπτυξη της νατοϊκής δύναμης στο Αιγαίο, καθώς το ΝΑΤΟ δεν είναι σχεδιασμένο για τέτοιου είδους αποστολές, όπως φαίνεται και από την εντολή (mandate) της εν λόγω δύναμης, αλλά και τις δηλώσεις του γενικού γραμματέα της Συμμαχίας.

Ισχύει αυτό που έγραψε η «Monde», ότι η Ε.Ε. κλείνει τα σύνορά της και δίνει τα κλειδιά στην Τουρκία, που γίνεται ξανά η Υψηλή Πύλη;

Η Τουρκία αισθάνεται ότι διαπραγματεύεται με την Ε.Ε. από θέση ισχύος, και σε έναν βαθμό έχει δίκιο, καθώς οι τεράστιες αντιδράσεις και διαφορές εντός Ευρώπης στο προσφυγικό/μεταναστευτικό δεν έχουν επιτρέψει στην Ε.Ε. να διαμορφώσει μια συνεκτική και αποτελεσματική ευρωπαϊκή πολιτική. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι και η ίδια η Τουρκία πλήττεται από τις προσφυγικές ροές, ενώ αντιμετωπίζει και άλλα πολύ σοβαρά προβλήματα, όπως το Κουρδικό (εντός και εκτός συνόρων), η πολιτική κατάσταση, η συριακή σύγκρουση, η ένταση στις σχέσεις με τη Μόσχα κ.λπ. Άρα πιθανότατα υπερτιμά τη δική της διαπραγματευτική ισχύ και υποτιμά τις σημαντικές αντιδράσεις εντός Ε.Ε. σε ζητήματα απελευθέρωσης των θεωρήσεων (βίζα) για Τούρκους πολίτες, ανοίγματος πρόσθετων κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις και ανάθεσης κεντρικού ρυθμιστικού ρόλου σε ένα εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα για πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και κοινωνίες. Η πιθανότερη εξέλιξη είναι ότι δεν θα πάρει όλα όσα διεκδικεί. Θα πρέπει, βεβαίως, να εκτιμηθούν οι συνέπειες μιας τυχόν συμφωνίας όταν γίνουν γνωστοί οι όροι της.

Πηγή: Free Sunday