Σ​​τον απόηχο της προσφυγικής κρίσης του 2015-16, και με την αγωνία μιας νέας αύξησης των μεταναστευτικών ροών, η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το άσυλο έχει γίνει πεδίο σκληρών διαφωνιών. Η άρνηση κρατών- μελών να συναινέσουν σε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα αυτό δοκιμάζει τις κοινοτικές αντοχές της Ε.Ε.

Οι χώρες του Βίσεγκραντ (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία και Σλοβακία) αντιδρούν έντονα σε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το άσυλο. Εδώ και ένα χρόνο και πλέον, δεν εφαρμόζουν την απόφαση της Ε.Ε. για τη μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων, παρόλο που η απόφαση αυτή είναι νομικά δεσμευτική για όλα τα κράτη-μέλη. Ενόψει αυτής της άκαμπτης στάσης, η προσπάθεια κρατών-μελών υπό την ηγεσία της Γερμανίας να δράσουν ως μια «συμμαχία των προθύμων» έξω από το πλαίσιο κανόνων της Ε.Ε. δεν τελεσφόρησε. Υπό την πίεση των λαϊκιστών και των πολιτικών δυνάμεων της ξενοφοβίας, χώρες όπως η Σουηδία, η Αυστρία και η Γαλλία έκαναν πίσω από την αρχική τους δέσμευση για μια φιλελεύθερη κοινή πολιτική για το προσφυγικό και τη μετανάστευση. Η ίδια η Αγκελα Μέρκελ αναγκάστηκε κι αυτή σε οπισθοχώρηση από τις αρχικές της εξαγγελίες.

Οι συνέπειες των τάσεων διάσπασης που χαρακτηρίζουν τις προσπάθειες για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το άσυλο βαρύνουν ιδιαίτερα τις χώρες πρώτης υποδοχής και διέλευσης μεταναστών, όπως την Ελλάδα, την Ιταλία και τη Μάλτα. Η συμφωνία της Ε.Ε. με την Τουρκία έγινε έξω από το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο  και μείωσε (μέχρι στιγμής τουλάχιστον) δραστικά τις ροές των μεταναστών. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή είναι διάτρητη από την πλευρά του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Βασικός άξονας της συμφωνίας είναι η επιστροφή στην Τουρκία μεταναστών, οι οποίοι κρίνεται (μέσα από ταχείες διαδικασίες εξέτασης των αιτημάτων τους) ότι δεν έχουν ένα παραδεκτό αίτημα για πολιτικό άσυλο. Η Τουρκία ωστόσο δεν είναι «ασφαλής» χώρα, όπως απαιτείται σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όσο και αν η Γερμανία και η Ε.Ε. εθελοτυφλούν σε αυτό.

Οι φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης αγωνιούν μπροστά στο ρεύμα του εθνικισμού και του λαϊκισμού, που φαίνεται να εμποδίζει κάθε πρόοδο στους τομείς της μετανάστευσης και του ασύλου. Αναζητούν να αρθρώσουν τα βασικά χαρακτηριστικά μιας φιλελεύθερης ευρωπαϊκής πολιτικής στη βάση μιας ανοικτής κοινωνίας εδραιωμένης στο κράτος δικαίου. Μια τέτοια πολιτική σαφώς δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια αφελή και εν τέλει επιζήμια αντίληψη περί ανοικτών συνόρων. Αντίθετα, πρέπει να διασφαλίζει τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, αλλά και να είναι σταθερά και έμπρακτα προσηλωμένη στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Να δίνει βάρος στην παροχή διεθνούς προστασίας σε άτομα και σε πληθυσμούς από χώρες ή περιοχές που μαστίζονται από πόλεμο και συγκρούσεις. Ταυτόχρονα όμως, να επιστρέφει τους οικονομικούς μετανάστες που δεν δικαιούνται διεθνούς προστασίας μέσα από διαδικασίες αποτελεσματικές αλλά και αξιοπρεπείς.

Μια τέτοια πολιτική είναι εφικτή και βιώσιμη μόνο εφόσον στηρίζεται στη στενή συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, σε κοινές αρχές και σε ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο. Ενώ πρέπει να αφήνει ένα περιθώριο ευελιξίας στα κράτη-μέλη (όπως οι περισσότερες πολιτικές της Ε.Ε. άλλωστε), οφείλει να είναι ουσιαστικά και έμπρακτα εδραιωμένη πάνω στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών. Η αρχή της αλληλεγγύης, ακόμη και στην «ευέλικτη» μορφή που ζητούν οι χώρες του Βίσεγκραντ, δεν μπορεί να εξαντλείται στην παροχή οικονομικής βοήθειας, ή στην ad hoc υλικοτεχνική συνδρομή, ειδικά όταν οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές είναι πολύ μεγάλες. Πρέπει να εμπεριέχει έναν λειτουργικό μηχανισμό καταμερισμού των αιτούντων άσυλο σε όλα τα κράτη-μέλη, ένα πλαίσιο κοινής δράσης, αλλά και αντικίνητρα για όσα κράτη αρνούνται να μοιραστούν την ευθύνη που τους αναλογεί. Τα κριτήρια καταμερισμού των αιτούντων άσυλο πρέπει να συνδέονται με τις δυνατότητες και τις ανάγκες των κρατών-μελών, τον πληθυσμό τους και το ΑΕΠ τους. Ταυτόχρονα, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οικογενειακούς και άλλους δεσμούς, ακόμη και τις δεξιότητες των ίδιων των προσφύγων. Σημεία μιας ευρωπαϊκής πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση εμπεριέχονται σε πρόσφατη εισήγηση της Σουηδής ευρωβουλευτίνας Σεσίλια Βίκστρομ προς την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής