Σ​​ημαντική βάση για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης αποτελεί η αξιοσημείωτη επίδοση στο μέτωπο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Τα τελικά στοιχεία αναμένεται να γνωστοποιηθούν τον Απρίλιο, ωστόσο τα προσωρινά αναφέρονται σε πρωτογενές αποτέλεσμα 4,4 δισ. για το 2016. Δεν βολεύει ούτε τους θεσμούς ούτε την κυβέρνηση, να αναλύσουν σοβαρά πώς ακριβώς αυξήθηκαν τα έσοδα και πώς μειώθηκαν οι δαπάνες. Μπορεί με το αφήγημα της «υπεραπόδοσης» να καλύπτουν τα νώτα τους όλοι –πλην ΔΝΤ–, ωστόσο, το 2016 έκλεισε με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία να ανέρχονται σε 95,29 δισ. και τον αριθμό των οφειλετών να ξεπερνάει τα 4 εκατ. Κάθε μήνα υπολογίζεται ότι προστίθενται νέα χρέη άνω του 1,15 δισ. Κάνοντας απλή αναγωγή, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο δρόμος προς το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5%, το 2018 θα είναι «στρωμένος» με νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το μείγμα πολιτικής πρέπει να θεωρείται δεδομένο, όπως και η αύξηση του φορολογικού βάρους, το οποίο επωμίζονται οι ίδιες κατηγορίες φορολογουμένων. Στην καλύτερη δυνατή περίπτωση, ο στόχος μπορεί να «πιαστεί», όχι όμως να επιτευχθεί με αξιοπιστία. Η οικονομία ήδη καταγράφει μείωση του ΑΕΠ στο τελευταίο τρίμηνο του 2016 (-0,4%). Η αβεβαιότητα για το κλείσιμο της αξιολόγησης αποτυπώνεται σε σειρά από δείκτες, λογικά οι προβλέψεις για ανάπτυξη το 2017 θα αναθεωρηθούν, επηρεάζοντας αρνητικά την πορεία των δημόσιων οικονομικών. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται τη σχέση οικονομίας – φοροδοτικής ικανότητας πολιτών, ενώ οι θεσμοί αδυνατούν να θέσουν όρους προκειμένου να προχωρήσουν οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ο στόχος 3,5% του ΑΕΠ και η διατήρησή του «μακροπρόθεσμα» προσκρούουν, ελλείψει αξιόπιστης ελάφρυνσης του χρέους, στις αντοχές της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εδώ «ειδική περίπτωση». Οι Eichengreen και Panizza (2014) κατέληξαν, μελετώντας δείγμα 54 αναδυόμενων και ανεπτυγμένων οικονομιών για την περίοδο 1974 – 2013, ότι οι 5 χώρες που διατήρησαν πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 4% του ΑΕΠ για τουλάχιστον 10 χρόνια (Βέλγιο, Ιρλανδία, Νορβηγία, Σιγκαπούρη, Νέα Ζηλανδία) εκμεταλλεύτηκαν «ειδικές συνθήκες», π.χ. το πετρέλαιο στη Β. Θάλασσα ή μία εκτόξευση οικονομικής ανάπτυξης. Το ΔΝΤ παραδέχεται στην πρόσφατη έκθεση για την Ελλάδα ότι από το 1945, μόνο 5 χώρες της Ευρωζώνης έχουν διατηρήσει μ.ό. πρωτογενούς πλεονάσματος υψηλότερο του 1,5 %, για περισσότερα από 10 έτη. Η συστηματική, μάλλον και συστημική άρνηση της πραγματικότητας παραπέμπει σε συλλογική αυταπάτη.

Η συλλογική αυταπάτη δεν είναι απαραίτητα κακή. Η «πραγματικότητα» ανακατασκευάζεται – όσο πιο πολλοί λειτουργούν με τους «όρους» της, τόσο πιο πειστική γίνεται. Στην ελληνική υπόθεση σχεδόν όλοι –εξαιρείται πάλι το ΔΝΤ– μπορούν, επικαλούμενοι τα μελλοντικά (μη διατηρήσιμα) πρωτογενή πλεονάσματα, να διατείνονται ότι το πρόγραμμα αποδίδει, ότι το χρέος εισέρχεται σε βιώσιμη τροχιά. Επιπλέον, μπορούν να δημιουργήσουν μία νέα αυταπάτη, ότι η έξοδος από το μνημόνιο και η πρόσβαση στις αγορές απέχουν μόνο μερικές κρίσιμες αποφάσεις. Στην περίπτωση εκείνη βέβαια που πειστούν οι αγορές και οι επενδυτές, τότε, πραγματικά, μεγάλο μέρος της προσπάθειας για να βγει η χώρα από την κρίση, θα έχει καλυφθεί. Ως plan B, ωστόσο, θα ήταν σκόπιμο να δημιουργηθούν οι συνθήκες για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων, αντίστοιχων με τις δυνατότητες της οικονομίας να τα παράγει. Δυστυχώς, ουδείς λαμβάνει σοβαρά τις μελέτες για αλλαγή οικονομικού προτύπου στη χώρα. Ας επανέλθει τουλάχιστον κάποιος ελάχιστος βαθμός κανονικότητας στην οικονομία, με άρση της αβεβαιότητας που θα επιφέρει το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Ας μάθει επιτέλους το πολιτικό προσωπικό να κλείνει τις αξιολογήσεις έγκαιρα. Το κόστος διαρκώς μεγαλώνει, όπως προκύπτει από τα μέτρα που έχουν τεθεί στο τραπέζι, τις εκροές καταθέσεων και τις καθυστερήσεις στην άρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Ας αναλάβουν κάποιοι να φέρουν εις πέρας ορατές μεταρρυθμίσεις που θα δηλώνουν ότι η «ιδιοκτησία» είναι εθνική υπόθεση, όχι εξωτερικός καταναγκασμός. Ας ενισχυθούν οι μηχανισμοί παραγωγής των δημοσιονομικών μεγεθών, χωρίς να υπερφορολογούνται τα πιο παραγωγικά στρώματα. Το καλύτερο αντίδοτο για τη συλλογική αυταπάτη είναι η επιστροφή της αξιοπιστίας. Η αξιοπιστία χρειάζεται χρόνο (που όλο και λιγοστεύει) και πολιτική βούληση (που ερευνάται αν υπάρχει).

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής