kathΠαρά τα δεδομένα ότι ο «δείκτης μιζέριας» (το άθροισμα των ποσοστών ανεργίας 6,1% και πληθωρισμού 1,7%) είναι συγκριτικά ευνοϊκός και ότι οι ΗΠΑ έχουν απεμπλακεί από τις αιματηρές περιπέτειες των πολυετών πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, ο Αφροαμερικανός πρόεδρος Ομπάμα εξασφαλίζει στις μέρες μας τις χειρότερες δημοσκοπικές επιδόσεις σε σύγκριση με όλους τους Αμερικανούς προέδρους της περιόδου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ακόμη χαμηλότερες και από αυτές του προκατόχου του, Τζορτζ Γ. Μπους). Και το ερώτημα που τίθεται είναι: «γιατί;». Μια πρώτη, απλουστευτική, απάντηση θα συνέδεε τη χαμηλή δημοτικότητα του Ομπάμα με το χρώμα του δέρματός του και με τον υπολανθάνοντα ρατσισμό που μαστίζει τις ΗΠΑ καθώς και τις περισσότερες ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη. Μια δεύτερη, πιο σύνθετη, εξήγηση θα συνέδεε τη συγκυρία των ημερών μας με μια διάχυτη ανησυχία ότι οι ΗΠΑ χάνουν τον παγκόσμιο ηγετικό τους ρόλο και περιορίζονται στα καθήκοντα ενός ανήμπορου κομπάρσου και καλοθελητή.

Θα προχωρήσουμε εδώ με τη δεύτερη ανάγνωση, χωρίς βεβαίως να εξαιρούμε την υπολογίσιμη επίδραση του φυλετικού παράγοντα στην αμερικανική κοινωνία. Μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή βοηθάει την αξιολόγησή μας: Μετά την επανάσταση του 1776, το νεοπαγές κράτος -που απαρτιζόταν από δεκατρείς πρώην βρετανικές αποικίες- χαρακτηρίστηκε από έντονη εσωστρέφεια. Επεκτάθηκε εδαφικά αγοράζοντας και ενσωματώνοντας τεράστιες ανεκμετάλλευτες εκτάσεις και αντιμετωπίζοντας παράλληλα τη σοβαρή αντίσταση του γηγενούς πληθυσμού, ο οποίος τελικά υπέκυψε με μεγάλες απώλειες. Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τον αιματηρότερο πόλεμο της ιστορίας των ΗΠΑ, τον εμφύλιο πόλεμο. Στην εξωτερική της πολιτική, από το 1823 και το δόγμα Μονρόε, η Ουάσιγκτον επέλεξε τον απομονωτισμό (isolationism) ως αναγκαίο κακό. Και με ελάχιστες εξαιρέσεις ακολούθησε τη συνταγή του Τζορτζ Ουάσιγκτον, την αποφυγή εμπλοκής στις συμμαχίες και τις συγκρούσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Ο 20ός αιώνας μαζί με τη βιομηχανική επανάσταση σήμανε τη λήξη του αμερικανικού απομονωτισμού. Ακολουθώντας κλασικές ρεαλιστικές μεθόδους (του τύπου που περιγράφονται γλαφυρά στον Πελοποννησιακό Πόλεμο του Θουκυδίδη), η Ουάσιγκτον επενέβη με κάποια καθυστέρηση υπέρ των κρατών που φαινόταν να χάνουν, στις 2 Απριλίου 1917 και στις 7 Δεκεμβρίου του 1941 αντιστοίχως. Ιδίως με την ήττα του Χίτλερ και των ναζί και τις καταστροφικές επιπτώσεις στους Ευρωπαίους νικητές (Βρετανία και Γαλλία), το κέντρο βάρους της ισχύος μετατοπίστηκε στις «περιφερειακές» υπερδυνάμεις – τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ενωση. Ακολούθησαν τέσσερις και κάτι δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ως πυρηνική υπερδύναμη, να αναλαμβάνουν τον ρόλο της ηγέτιδος δύναμης του λεγόμενου ελεύθερου κόσμου.

Οι ΗΠΑ, με αυξημένη γεωμετρικά τη στρατιωτική τους ικανότητα, εγκατέλειψαν τον απομονωτισμό και ασπάσθηκαν το δόγμα της ανάσχεσης του σοβιετικού μπλοκ, τη δημιουργία ενός πλέγματος συμμαχιών στην περίμετρο του κομμουνιστικού συνασπισμού δυνάμεων και -δυστυχώς- την υποστήριξη αυταρχικών καθεστώτων του Τρίτου Κόσμου αρκεί οι ηγεσίες τους να δήλωναν πίστη στον αντικομμουνισμό. Στη Σοβιετική Ενωση τα πράγματα ήταν χειρότερα. Οι σύμμαχοι μετατράπηκαν σε δορυφόρους, όπως μας θυμίζουν οι σοβιετικές επεμβάσεις στην Ουγγαρία (1956) και την Τσεχοσλοβακία (1968) και σε διάφορα σημεία του λιγότερο ανεπτυγμένου Νότου του πλανήτη. Και με την πάροδο του χρόνου το πελατειακό σύστημα κεντρικού σχεδιασμού των «ημετέρων» δεν άντεξε στον σκληρό ανταγωνισμό που συνεπάγεται ένα διευρυμένο σύστημα ελεύθερης αγοράς. Και οι δύο υπερδυνάμεις έκαναν μεγάλα λάθη και κακούς υπολογισμούς: για τις ΗΠΑ οι πόλεμοι της Κορέας (1950-53) και ιδίως του Βιετνάμ (1965-75) έδειξαν πόσο δίκιο είχε ο αρχιερέας του ρεαλισμού (Χανς Μόργκενθο) όταν συμβούλευε τις ΗΠΑ να μην παγιδευτούν σε έναν χερσαίο πόλεμο στην ηπειρωτική Ασία. Αλλά και οι Σοβιετικοί υπέστησαν το δικό τους «Βιετνάμ» με τη δική τους αιματηρή και πολύνεκρη εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν (1979-89).

Το 1963, όταν τελείωνα τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στην Ουάσιγκτον, ρώτησα έναν σοφό Εβραιοπολωνό καθηγητή μου (τον Samuel Sharp): «Γιατί οι μεγάλες δυνάμεις συχνά εισβάλλουν στις μικρότερες;», και αυτός μου απάντησε αφοπλιστικά: «Διότι μπορούν!». Αρχικά θεώρησα ότι η κοφτή απάντησή του ήταν για να με ξεφορτωθεί. Αλλά, μερικά χρόνια αργότερα, και με τη βοήθεια των στοιχείων του SIPRI (Stockholm International Peace Research Institute), νομίζω ότι κατάλαβα τι εννοούσε ο παλιός μου δάσκαλος. Οι ΗΠΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2013, αφιερώνουν 640 δισ. δολάρια (36,6%) του συνόλου των παγκόσμιων δαπανών για τους εξοπλισμούς τους. Ακολουθεί η Κίνα με 188 δισ. (10,8%) και τρίτη και καταϊδρωμένη η Ρωσία με 87,8 δισ. (4,1%).

Ο πρόεδρος Ομπάμα, παρά την απόλυτη κυριαρχία της χώρας του στους αριθμούς, προσπαθεί να αλλάξει τον μελλοντικό ρόλο της μοναδικής υπερδύναμης. Εχει απεγκλωβίσει τις ΗΠΑ από δύο χερσαίους (και άκρως δαπανηρούς σε αίμα και χρήμα) πολέμους στην καρδιά της Ασίας (Αφγανιστάν και Ιράκ). Εχει επίσης διαχωρίσει ισλαμιστικές εγκληματικές οργανώσεις, όπως η Αλ Κάιντα, από τη συλλογική ευθύνη μιας παγκοσμίου εμβέλειας ισλαμικής θρησκείας και των υποσυνόλων της. Αλλά οι επικριτές του τον κακίζουν για τη «μαλθακή» στάση του απέναντι στις προκλήσεις του Ιράν, της Βόρειας Κορέας, της Συρίας, καθώς και της άτακτης (αλλά πυρηνικής) Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν. Σε τελευταία ανάλυση, μπορούμε να μιμηθούμε στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα τους διχασμούς του 20ού (με το σύνθημα της σύγκρουσης των πολιτισμών) ή να επιλέξουμε το μοντέλο του 19ου αιώνα (1815-1914) όπου μια ομάδα ισχυρών δυνάμεων θα περιορίζει τις μεταξύ τους συγκρούσεις και θα αντιμετωπίζει τους κινδύνους που καραδοκούν παντού, όπως η φτώχεια, η πείνα, οι ασθένειες, η ραγδαία αυξανόμενη ανισότητα, ο λαϊκισμός, η καταστροφή του περιβάλλοντος και οι βίαιες συγκρούσεις που παράγουν τεράστια κύματα προσφύγων και αποσταθεροποιούν ακόμη και τις πιο ευκατάστατες χώρες. Η αίσθηση του γράφοντος είναι ότι ο Ομπάμα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.

ΠΗΓΗ: Καθημερινή της Κυριακής