Tsakiris Th

Η ανακοίνωση του Προέδρου της Ρωσίας την 1η Δεκεμβρίου ότι η Μόσχα πλέον εγκαταλείπει την κατασκευή του πλέον φιλόδοξου μεταψυχροπολεμικού σχεδίου ενεργειακής διασύνδεσης της Ρωσίας με την Ε.Ε., προκάλεσε έκπληξη σε πλήθος πολιτικών και εμπορικών ηγετών -πρωτίστως-στην Ανατολική Ευρώπη.   Το σχέδιο αυτό, συνολικού ύψους €50 δις., εκ των οποίων τα €31 δις θα επενδύονταν για τη αναβάθμιση του εσωτερικού δικτύου αγωγών της Ρωσίας από τη χερσόνησο Yamal έως τις ρωσικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας, αποτελούσε το πλέον κοστοβόρο σχέδιο αγωγού από τότε που κατασκευάστηκε το υπάρχον “σοβιετικό” δίκτυο τη δεκαετία του 1980.

Η Gazrpom, που εξακολουθεί να απολαμβάνει ένα καθεστώς μονοπωλίου στις εξαγωγές αερίου που μεταφέρονται μέσω αγωγών, θα επένδυε επιπρόσθετα το 50% του συνολικού κόστους κατασκευής και του υποθαλάσσιου τμήματος του South Stream αλλά και των χερσαίων τμημάτων εντός της ευρωπαϊκής επικράτειας (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβενία) και εντός της Σερβίας ανεβάζοντας τη συνολική ρωσική συνεισφορά στα €39,25 δις ή το 80% της συνολικής επένδυσης.

Έως και το 2009 η Ε.Ε. ελάμβανε μέσω Ουκρανίας και Λευκορωσίας περίπου το 40% του συνόλου των εισαγωγών της σε φυσικό αέριο. Το 2011 οι ευρωπαϊκές εισαγωγές από τη Ρωσία είχαν μειωθεί στο 35% ως αποτέλεσμα της απόφασης της νορβηγικής Statoil να αποσυνδέσει την τιμολόγηση του αερίου της από τις τιμές του αργού πετρελαίου & των πετρελαϊκών προϊόντων. Το νορβηγικό αέριο που εξάγεται μέσω αγωγών έγινε πολύ πιο ανταγωνιστικό από το ρωσικό σε εμπορικό επίπεδο και παράλληλα ισοστάθμισε τη μείωση των εισαγωγών LNG στην Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι και η Gazprom υποχρεώθηκε να προσφέρει σημαντικές μειώσεις στις τιμές της, ελαττώνοντας παράλληλα τη συμμετοχή του αργού πετρελαίου στη φόρμουλα τιμολόγησης του αερίου της από το 80% στο 50% έως τα τέλη του 2014.

Το 2014 η απεξάρτηση της Ε.Ε. από το ρωσικό αέριο εντατικοποιήθηκε με τη Νορβηγία να καλύπτει (31% των εισαγωγών) πλέον σχεδόν το ίδιο μερίδιο εισαγωγών με τη Ρωσία. Λόγω της δομικής αποσταθεροποίησης του βασικού διαμετακομιστικού διαδρόμου που περνούσε μέσω της Ουκρανίας η Ε.Ε. είχε επιτύχει, αφενός να μειώσει την εξάρτησή της από τις ρωσικές εξαγωγές στο 32% (ή 20% της τελικής κατανάλωσης) και αφετέρου να ελαττώσει περίπου κατά το ήμισυ τη διαμετακομιστική της εξάρτησης έναντι της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. Αν και η πρώτη επιτυχία της Ε.Ε. οφείλεται στην μεσοπρόθεσμη αύξηση της νορβηγικής παραγωγής, που αναμένεται να αντιστραφεί έως το 2020, η δεύτερη οφείλεται στη γερμανική απόφαση να προχωρήσει στην κατασκευή του συστήματος αγωγών Nord Stream -δυναμικότητας 55 Δις Κυβικών Μέτρων/Έτος (ΔΚΜ/Ε) που ενώνει -δια της Βαλτικής- τη Ρωσία απευθείας με τη Γερμανία.

Το δίκτυο αυτό τέθηκε σε λειτουργία το 2011 (Nord Stream I) και το 2013 (Nord Stream II), χρηματοδοτήθηκε κατά 50% από τη Gazprom και θωρακίζει το μεγαλύτερο καταναλωτή ρωσικού αερίου στην Ευρώπη από τις διαμετακομιστικές κρίσεις που ταλανίζουν την ενεργειακή ασφάλεια εκείνων των ευρωπαϊκών κρατών που εξακολουθούν να εξαρτώνται από το επίπεδο των ρωσο-ουκρανικών σχέσεων. Τα κράτη αυτά -αν και τα περισσότερο διαθέτουν μεγάλα στρατηγικά αποθέματα αερίου- δεν έχουν ακόμη ουσιαστική πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας είτε μέσω LNG είτε μέσω αγωγών από τη Νορβηγία ή την Αλγερία. Μεταξύ αυτών των χωρών της Κεντρικής και Ν.Α. Ευρώπης η Βουλγαρία και η Ελλάδα είναι οι πλέον ευάλωτες καθώς οι ρωσικές εξαγωγές καλύπτουν αντίστοιχα το 90% και 60% της τελικής κατανάλωσής τους σε φυσικό αέριο.

Το South Stream θα επιχειρούσε ακριβώς να εξαλείψει αυτόν τον κίνδυνο και είχε ως βασική του αποστολή να προσφέρει στη Ν.Α. Ευρώπη την ίδια θωράκιση που προσφέρει ο Nord Stream στις χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης, και δευτερευόντως στην Αυστρία και την Ιταλία καθώς αμφότερες μπορούν να λάβουν μέρος του δυνητικώς απολεσθέντος ρωσικού αερίου μέσω του γερμανικού δικτύου αγωγών. Για τη Ρωσία ο ουκρανικός κίνδυνος θα εξαλειφόταν, θα πολλαπλασιαζόταν η ισχύς της καταναγκαστικής τους διπλωματίας έναντι των Ουκρανών και θα μειωνόταν το ενδεχόμενο διαμετακομιστικής εξάρτησης τόσο της Ρωσίας όσο και της Ευρώπης στον τουρκικό παράγοντα που ήδη αποτελεί τον αναπόφευκτο εταίρο της Ευρώπης σε ότι αφορά την υλοποίηση της αντιρωσικής στρατηγικής του Νοτίου Διαδρόμου.

Οι Η.Π.Α., κινούμενες στο πλαίσιο και νεο-ψυχροπολεμικής τους αντιπαράθεσης με τη Ρωσία που επικεντρώνεται στο Ουκρανικό ζήτημα και ανάγεται (τουλάχιστον) στο 2004, καταπολέμησαν το έργο από την αρχική ημερομηνία σύλληψής του το 2008. Παράλληλα άσκησαν την επιρροή τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να ναρκοθετήσουν την πορεία προόδου του έργου χρησιμοποιώντας ως βασικό τους επιχείρημα ότι ενδεχόμενη υλοποίηση του South Stream θα κατέστρεφε την περαιτέρω διαφοροποίηση των ευρωπαϊκών εισαγωγών αερίου ενισχύοντας τη μονοπωλιακή θέση της Gazprom έναντι των διεσπαρμένων ευρωπαίων καταναλωτών.

Η Ουάσινγκτον και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της παρουσίασαν εν ολίγοις τον South Stream ως απευθείας ανταγωνιστικό με την πολιτική του Νοτίου Διαδρόμου. Δημιούργησαν και προώθησαν το ψευδο-δίλλημα ότι τα κράτη της Ε.Ε θα έπρεπε να επιλέξουν μετά του South Stream και του Nabucco επιχειρηματολογώντας ότι ενδεχόμενη κατασκευή του πρώτου θα κατέστρεφε τις πιθανότητες υλοποίησης του δεύτερου, ο οποίος θα μετέφερε μη-ρωσικό αέριο από την περιοχή της Κασπίας θάλασσας μέσω Τουρκίας στην Ευρώπη.

Το επιχείρημα αυτό ήταν παραπλανητικό δεδομένου ότι ο South Stream θα μετέφερε 45-50 ΔΚΜ/Ε (περίπου το 80% της δυναμικότητάς του) από το ίδιο αέριο που μεταφέρει τώρα μέσω Ουκρανίας. Δεν στόχευε δηλαδή στην αύξηση των ρωσικών εξαγωγών στην Ευρώπη, στόχευε -κατά κύριο λόγο- στη διαφάλιση της μεταφοράς του ιδίου όγκου αερίου. Όταν τον Ιούνιο του 2013 ο Nabucco κατέρρευσε έναντι του σχεδίου TAP η αμερικανική πολιτική έχασε το βασικό της αντεπιχείρημα έναντι τουSouth Stream.

Ο αντιρωσικός ΤΑΡ (Trans Adriatic Pipeline) συνολικής δυναμικότητας 20 ΔΚΜ/Ε τέθηκε σε τροχιά υλοποίησης -αναδεικνύοντας την Ελλάδα στο βασικότερο ευρωπαϊκό κράτος διαμετακόμισης- χωρίς αυτό να προκαλέσει την κατάρρευση του South Stream αποδεικνύοντας κάτι που η Ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε συστηματικά από το 2008, όταν και πρωταγωνίστησε επί κυβέρνησης Καραμανλή στην υλοποίηση του South Stream: τι ήταν αυτό; ότι πολύ απλά οι δύο αγωγοί δεν είναι αμοιβαίως αλληλό-αποκλειόμενοι και ότι δεν πρέπει να αντιμετωπισθούν ως ένα άθροισμα μηδενικού παιγνίου όπου η ζωή του ενός αποτελεί το θάνατο του άλλου.

Όπως άλλωστε παραδέχθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, ο μέχρι πρότινος επικεφαλής της αμερικανικής ενεργειακής διπλωματίας, πρέσβης κ. Carlos Pascual, “η μη υλοποίηση του South Stream δεν θα έχει καμία αρνητική επίπτωση για την Ευρώπη…αντιθέτως θα εξοικονομήσει πολλά χρήματα στους Ευρωπαίους καταναλωτές εξαλείφοντας έναν μη απαραίτητο αγωγό υψηλού κόστους ο οποίος δεν θα μεταφέρει καθόλου επιπρόσθετες νέες ποσότητες” (Euractiv, 02/12/2014).

Στα τέλη του 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αρχίσει να μεταστρέφει την εχθρότητά της έναντι του σχεδίου South Stream, εχθρότητα η οποία ωστόσο πηγάζει πρωτίστως από την πάγια επιδίωξή της να ενισχύσει την επιρροή και τις αρμοδιότητες της έναντι του Συμβουλίου δημιουργώντας μια ενιαία κοινή ενεργειακή πολιτική κεντρικά κατευθυνόμενη από την ίδια. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο θα ήταν να αναλάβει η Επιτροπή και όχι τα Κράτη-Μέλη τη διαπραγμάτευση νέων εισαγωγών αερίου ή/και την κατασκευή νέων υποδομών για την εισαγωγή αυτού του αερίου έναντι όλων των βασικών τροφοδοτών της ευρωπαϊκής αγοράς.

Αν και το Συμβούλιο αρνήθηκε να δώσει τέτοιες αρμοδιότητες στην Επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί -για λόγους ανταγωνισμού- να παρεμποδίσει την κατασκευή ενός νέου δικτύου αγωγών εφόσον παραβιάζονται συγκεκριμένοι όροι της κοινής αγοράς που υπερασπίζονται (α) την αρχή της ίσης πρόσβασης στα δίκτυα, (β) του ανεξάρτητου καθορισμού του κόστους χρησιμοποίησής τους (τέλη διέλευσης) και της (γ) απουσίας έμμεσης ή άμεσης “κρατικής ενίσχυσης” προς συγκεκριμένες εγχώριες εταιρίες/προμηθευτές.

Η ρωσο-βουλγαρική διακυβερνητική συμφωνία για τον South Stream παραβίαζε και τους τρείς ανωτέρου όρους του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού αλλά η Επιτροπή ήταν προετοιμασμένη να δείξει, υπό την πίεση πολλών Κρατών-Μελών, την απαραίτητη ευελιξία έως την ώρα που ο κ.Πούτιν αποφάσισε να ενσωματώσει την Κριμαϊκή στη ρωσική επικράτεια. Η εξελισσόμενη ρωσο-ουκρανική κρίση, οι ευρωπαϊκές κυρώσεις του περασμένου Ιουλίου που αύξησαν σημαντικά το γενικότερο κόστος δανεισμού της Gazprom, η εκλογή της κυβέρνησης Μπορίσοφ στη Βουλγαρία και -πρωτίστως- η πτώση της τιμής του πετρελαίου, υποχρέωσαν τη Ρωσία να εγκαταλείψει τη ναυαρχίδα της ευρωπαϊκής της διπλωματίας των αγωγών.

Η εγκατάλειψη αυτή αφήνει έκθετες τις χώρες της Κεντρικής και Ν.Α. Ευρώπης στο ενδεχόμενο μιας νέας ρωσο-ουκρανικής κρίσης που πλέον καθίσταται πιο πιθανή, αναβαθμίζοντας την Τουρκία στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Κρεμλίνου. Μολονότι η εξαγωγή 50 ΔΚΜ/Ε μέσω Τουρκίας στην Ευρώπη είναι μάλλον απίθανη, καθώς κάποιος θα πρέπει -χωρίς ρωσική χρηματοδότηση- να κατασκευάσει τους αγωγούς που θα μεταφέρουν το αέριο αυτό στις βασικές ευρωπαϊκές αγορές, η διαμετακόμιση έστω και πολύ μικρότερων ποσοτήτων στη Βαλκανική μέσω Τουρκίας αναμφίβολα θα δυναμώσει τη γεωστρατηγική και εμπορική αξία που αποδίδει το Κρεμλίνο στην Άγκυρα.

 Πηγή: Φιλελεύθερος