kathimeriniΤο κυπριακό ζήτημα παραμένει ενεργό από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι σήμερα. Συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των περιπτώσεων, τις οποίες οι διεθνολόγοι έχουν βαφτίσει «κατεψυγμένες συγκρούσεις». Σημαντικό ερώτημα είναι αν ο ρόλος του ΟΗΕ (που στις 24 Οκτωβρίου έκλεισε τα 69 του χρόνια) υπήρξε καθοριστικός στην αντιμετώπιση της κυπριακής κρίσης. Δυστυχώς, η απάντηση είναι αρνητική – αν λάβουμε υπόψη το διεθνές κλίμα που επικράτησε μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (διπολισμός, ψυχρός πόλεμος, ισορροπία του πυρηνικού τρόμου κ.ά.). Αν όμως το ερώτημα διατυπωθεί διαφορετικά… δηλαδή «χωρίς τον ΟΗΕ, η σημερινή κατάσταση στην Κύπρο θα ήταν ακόμη χειρότερη;» τότε η απάντηση είναι ένα αδιαμφισβήτητο «ναι».

Το 1954, η ελληνική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου βιάστηκε -με περισσότερο συναίσθημα και λιγότερη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων- να εγείρει το Κυπριακό στον ΟΗΕ. Για την ακρίβεια, τον Σεπτέμβριο του 1955 δεν μπόρεσε καν να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών για την εγγραφή του θέματος στην ατζέντα των συζητήσεων της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού. Ο λόγος της αποτυχίας ήταν προφανής: δεν είχαν ακόμη ενταχθεί στον ΟΗΕ τα νέα κράτη-μέλη (οι πρώην αποικίες στην Αφρική, τη Νοτιοανατολική Ασία και αλλού).

Η βαθιά απογοήτευση από τη χλιαρή στάση του ΟΗΕ στη δεκαετία του 1950, οδήγησε τις κυπριακές πολιτικές δυνάμεις -με τη στήριξη της Αθήνας- να αποτολμήσουν τον ηρωικό, αλλά άκαρπο, ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ εναντίον της αποικιοκρατικής Βρετανίας. Και το Λονδίνο, ακολουθώντας την πολιτική «διαίρει και βασίλευε», ενθάρρυνε την ανάμειξη της αναθεωρητικής Τουρκίας (με πρόσχημα την προστασία του 18% της τουρκικής μειονότητας στη μεγαλόνησο). Ηταν μια ωμή, αναμενόμενη και επιτυχημένη βρετανική προσπάθεια να μεταμορφώσει τη διένεξη από ελληνοβρετανική σε ελληνοτουρκική.

Το 1955, μετά τον θάνατο του στρατάρχη Παπάγου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το κυπριακό θεσμικό εκκρεμές μετακινήθηκε από τον ΟΗΕ στο ΝΑΤΟ. Οι τριμερείς διαπραγματεύσεις (Ελλάδας, Τουρκίας και Βρετανίας) στη Ζυρίχη και το Λονδίνο (1958-59) κατέληξαν στην ίδρυση του κυπριακού κράτους: μιας Κύπρου, όμως, που θα ζούσε φορτωμένη με παράλογες δουλείες υπέρ της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Για πολλούς, η Ζυρίχη ήταν ένας «άθλιος συμβιβασμός» που προήλθε από ενορχηστρωμένες αγγλοαμερικανικές πιέσεις στην τότε ελληνική κυβέρνηση. Αλλά, με δεδομένες τις εξελίξεις που ακολούθησαν, πολλοί στην Κύπρο και την Ελλάδα σήμερα θα καλωσόριζαν την επιστροφή σε καθεστώς ενιαίου κράτους (και όχι ομοσπονδίας ή -ακόμη χειρότερα- διχοτόμησης).

Στο μικρό διάστημα που ακολούθησε την ίδρυση της Δημοκρατίας της Κύπρου (1960), η κατάσταση ξέφυγε από την ομαλότητα. Με το δικαίωμα άσκησης βέτο που είχαν εξασφαλίσει, οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να βραχυκυκλώνουν συστηματικά το νομοθετικό έργο στο νέο κράτος. Ετσι, τον Δεκέμβριο του 1963, ο δημοφιλέστατος πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος -με βρετανική αρχικά ενθάρρυνση- πρότεινε τα γνωστά «δεκατρία σημεία» για την αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος. Στόχος του ήταν η κατάργηση του τουρκοκυπριακού βέτο και άλλων διχαστικών προνοιών του προβληματικού πολιτεύματος. Οι Τουρκοκύπριοι και η Τουρκία αντέδρασαν έντονα, ξέσπασαν βιαιότητες και η κατάσταση μύριζε μπαρούτι.

Οι ΗΠΑ, στο μεταξύ, είχαν αυξήσει κατακόρυφα την επιρροή τους στη Μεσόγειο. Προσπαθώντας να αποτρέψουν έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, που θα απειλούσε τις ψυχροπολεμικές ισορροπίες στη Μεσόγειο, προώθησαν την εγκατάσταση στην Κύπρο μιας ειρηνευτικής δύναμης του ΝΑΤΟ. Οταν ο Μακάριος απέρριψε άκομψα το ΝΑΤΟ επιλέγοντας μια ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, η ανήσυχη κυβέρνηση Τζόνσον στην Ουάσιγκτον υιοθέτησε το «Σχέδιο Ατσεσον» (το οποίο θα καταργούσε την κρατική οντότητα της Κύπρου, υποσχόμενο την «ένωση» στην Ελλάδα και τη «διχοτόμηση» στη Τουρκία).

Στις μέρες μας, μισό αιώνα αργότερα, η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ παραμένει στο κυπριακό έδαφος. Με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι συνέβαλε στη διατήρηση μιας ένοπλης ειρήνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Στα δύσκολα, όμως, (κυρίως στο χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974) περιορίστηκε στον ρόλο ενός καλοπροαίρετου, αλλά αμέτοχου, παρατηρητή.

Εχουν γίνει έκτοτε πολλές προσπάθειες διευθέτησης του προβλήματος, είτε με τη μέθοδο των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (π.χ., αγγλοαμερικανικές προτάσεις για την επιστροφή Ελληνοκυπρίων προσφύγων στην κατεχόμενη Αμμόχωστο υπό την αιγίδα του ΟΗΕ – τον Νοέμβριο του 1978) είτε με αυτή των διακοινοτικών διαπραγματεύσεων για μια συνολική λύση. Αλλά «λύση» δεν βρέθηκε μέχρι τώρα, διότι όπως συχνά λέγεται… «ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες». Η διαμεσολάβηση του ΟΗΕ (2003-04) που κατέληξε στο αμφιλεγόμενο «σχέδιο Ανάν» είναι χαρακτηριστική περίπτωση: το δαιδαλώδες πολίτευμα, που τελικά διαμόρφωσε ο Ανάν, τέθηκε στην κρίση των δύο κοινοτήτων. Οι Τουρκοκύπριοι το υπερψήφισαν, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Ραούφ Ντενκτάς, με ποσοστό 65%. Και οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν με ένα συντριπτικό 76%.

Το 2004, πάντως, θα παραμείνει ιστορικός σταθμός για την Κύπρο! Παρά την ανωμαλία της τουρκικής κατοχής στον Βορρά, η μεγαλόνησος προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ενωση και, πιο πρόσφατα, στη Ζώνη του Ευρώ. Οι ερωτοτροπίες του Μακαρίου με τον Τρίτο Κόσμο αρχίζουν πλέον να φαντάζουν μακρινή ανάμνηση. Και ταυτοχρόνως, η ανακάλυψη σημαντικών ποσοτήτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο (στις ΑΟΖ του Ισραήλ, του Λιβάνου, και της Κύπρου) μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός σύγκλισης (αλλά ατυχώς και σύγκρουσης) συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων.

Το Κυπριακό και άλλα διεθνή προβλήματα μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο του ΟΗΕ, με προϋπόθεση ότι οι σχέσεις των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας θα παραμείνουν σε τροχιά αμοιβαίας ανοχής, αν όχι συνεργασίας. Δυστυχώς, η τρέχουσα ένταση με τις συγκρούσεις στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή μας στέλνει ανησυχητικά μηνύματα. Ας ελπίσουμε ότι στο υπόλοιπο του 21ου αιώνα δεν θα μιμηθούμε -ως ανθρωπότητα- τις συμπεριφορές μας του 20ού.

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής