“Στο σκάκι… ένας ίππος είναι πάντα ισχυρότερος από ένα πιόνι και δύο πιόνια είναι πάντα ισχυρότερα από ένα, ενώ στον πόλεμο ένα τάγμα μπορεί μερικές φορές να είναι ισχυρότερο από μια μεραρχία και μερικές φορές ασθενέστερο από έναν λόχο.”
Πρίγκιπας Αντρέι Μπολκόνσκι, (Λέον Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη)
Το παρόν κείμενο πολιτικής υποστηρίζει ότι, ακολουθώντας το παράδειγμα μικρών και μεσαίων σε μέγεθος εύπορων δημοκρατιών που αντιμετωπίζουν αμυντικές προκλήσεις, στη Βόρεια Ευρώπη και Μέση Ανατολή (Φινλανδία, Νορβηγία, Δανία, Σουηδία, Ισραήλ), η Ελλάδα μπορεί να εκσυγχρονίσει τη θητεία και να επιτύχει ποιοτική υπεροχή έναντι των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Το μοντέλο στρατιωτικής θητείας της Τουρκίας διατρέχεται από ριζωμένες διαχωριστικές γραμμές (ταξικές, γεωγραφικές και εθνοτικές), που επιτρέπουν στην Ελλάδα να αποκτήσει ποιοτικό στρατιωτικό πλεονέκτημα μέσω ενός προσεκτικά σχεδιασμένου εκσυγχρονισμού της στρατιωτικής θητείας. Ένας τέτοιος εκσυγχρονισμός είναι εφικτός καθώς λόγω του «πολιτικού χώρου» που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση είναι δυνατή η αντιμετώπιση των όποιων αναμενόμενων αντιδράσεων.
- Χώρες με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της Ελλάδας, δηλαδή «μικρού -μεσαίου» μεγέθους, ανεπτυγμένες δημοκρατίες στη Βόρεια Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, που αντιμετωπίζουν σημαντικές απειλές εθνικής ασφάλειας (συγκεκριμένα η Φινλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Δανία και το Ισραήλ), διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα στρατιωτικής θητείας ως πυλώνες της εθνικής τους άμυνας.
- Αντίθετα, η Τουρκία, ως κύρια απειλή εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας ανήκει σε εκείνη την ομάδα των αυταρχικών ή ανελεύθερων χωρών που έχουν λιγότερο ανεπτυγμένα μοντέλα στρατιωτικής θητείας, με χαρακτηριστικά την αποφυγή της εκπλήρωσης των στρατιωτικών υποχρεώσεων από τους πιο μορφωμένους, την αναποτελεσματική εκπαίδευση και τη σκληρή και αντιπαραγωγική μεταχείριση όσων υπηρετούν τη θητεία τους.
- Η Ελλάδα με κληρονομιά παρόμοια με αυτήν της Ταϊβάν, δεν έχει αναπτύξει ένα σύστημα στρατιωτικής θητείας βασισμένο σε απαιτητικά πρότυπα εκπαίδευσης και επιχειρησιακής λειτουργίας και τη σύνδεσή τους με αντίστοιχους ρόλους και αποστολές.
- Είναι η κατάλληλη στιγμή για την Ελλάδα, λόγω της αναζωπύρωσης της τουρκικής απειλής και της οικονομικής κρίσης, οι οποίες έχουν καταστήσει ξεπερασμένα πολλά από τα στερεότυπα, να εκσυγχρονίσει τη διαδικασία της στρατιωτικής θητείας, όπως έκαναν χώρες με παρόμοια χαρακτηριστικά, προκειμένου να αποκτήσει έναν ποιοτικά ανώτερο στρατό από αυτόν της χώρας που συνιστά τη σημαντικότερη απειλή για την ασφάλειά της.
- Με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί αποφασιστικά η αποτρεπτική ισχύς της χώρας και θα παραχθούν σημαντικά οφέλη για τους ίδιους τους στρατεύσιμους. Πράγματι, όσο πιο αποτελεσματική καταστεί η στρατιωτική θητεία σε επιχειρησιακούς όρους για τους εφέδρους που θα υπηρετήσουν στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα οφέλη που θα αποκομίσουν στη ζωή τους ως πολίτες.
Το Κείμενο Πολιτικής υπογράφουν οι: Αντώνης Καμάρας, Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ και Νίκος Στουρνάρας, Ασκούμενος του ΕΛΙΑΜΕΠ. Διαβάστε το εδώ σε μορφή pdf.
Εισαγωγή
Δεδομένης της διεκδικητικότητας της Τουρκίας σε περιφερειακό επίπεδο και της εμπλοκής των ενόπλων της δυνάμεων -καθώς και της ανάπτυξης των τεχνολογικών της δυνατοτήτων- σε διάφορα πεδία μάχης τα τελευταία δύο χρόνια, η στρατιωτική αποτροπή της Ελλάδας έχει αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης και ελέγχου από τα μέσα ενημέρωσης. Τούτου λεχθέντος, το κύριο βάρος έχει δοθεί στις αγορές και αναβαθμίσεις των κύριων οπλικών συστημάτων του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας, ήτοι φρεγατών και μαχητικών αεροσκαφών αντίστοιχα, τα οποία θα στελεχωθούν και θα υποστηριχθούν αποκλειστικά από επαγγελματίες στρατιωτικούς.
Αντίθετα με την παραπάνω παρατήρηση που αφορά στο επαγγελματικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων, το παρόν κείμενο εξετάζει ένα από τα βασικά στοιχεία της αποτελεσματικότητας του Ελληνικού Στρατού (εφεξής θα αναφέρεται ως Στρατός και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, Πεζικό, Τεθωρακισμένα, Πυροβολικό, Σώμα Μηχανικού και Ειδικές Δυνάμεις) στο πεδίο της μάχης που αφορά στο τμήμα των εφέδρων του. Το κομμάτι των εφέδρων στρατεύσιμων έχει συζητηθεί κυρίως επιφανειακά, μετά την απόφαση της παρούσας κυβέρνησης να αυξήσει σε μικρό βαθμό τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας. Ωστόσο, αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος για την εν λόγω κατηγορία στρατεύσιμων δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της εθνικής άμυνας της Ελλάδας.
Ένα αποτελεσματικό σώμα εφέδρων είναι απαραίτητο για έναν αποτελεσματικό Στρατό.
Με απλά λόγια, ένα αποτελεσματικό σώμα εφέδρων είναι απαραίτητο για έναν αποτελεσματικό Στρατό. Λαμβάνοντας υπόψη το πληθυσμιακό πλεονέκτημα της Τουρκίας, το οποίο αντανακλάται και στο μέγεθος του τουρκικού Στρατού (400.000 άτομα έναντι 93.000 της Ελλάδας σύμφωνα με τα στοιχεία του 2018[1]) θεωρούμε αναπόσπαστο στοιχείο της αποτελεσματικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας την επίτευξη ποιοτικής υπεροχής. Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση στοχεύει ξεκάθαρα στην επίτευξη μιας τέτοιας ποιοτικής υπεροχής στον αέρα και τη θάλασσα, μέσω τόσο της αναβάθμισης των υπαρχόντων όσο και μέσω της απόκτησης νέων εξαιρετικά προηγμένων φρεγατών και αεροσκαφών του Πολεμικού Ναυτικού και της Αεροπορίας αντίστοιχα καθώς και μέσω της άσκησης έντονων πιέσεων για τη παύση ή/και απαγόρευση της πώλησης προηγμένων αεροσκαφών και υποβρυχίων από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία προς την Τουρκία. Υπό αυτή την έννοια, η ουσιαστική αναβάθμιση των εφέδρων που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, που αποτελούν σχεδόν το μισό του ανθρώπινου δυναμικού του Στρατού (45.000 έφεδροι έναντι 48.000 επαγγελματιών αξιωματικών και υπαξιωματικών σύμφωνα με την τρέχουσα καταμέτρηση) συνιστά άμεση προτεραιότητα[2].
Η ουσιαστική αναβάθμιση των εφέδρων που υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις, συνιστά άμεση προτεραιότητα.
Πράγματι η αναβάθμιση της στρατιωτικής θητείας στοχεύει στην ικανοποίηση μίας σχετικά νέας και μίας μακροχρόνιας ανάγκης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας: την αποτροπή της αλληλοεπικάλυψης τομέων (cross-domain deterrence) και την αποτροπή της πιθανότητας, και άρα άσκηση απειλής προς την Ελλάδα από την Τουρκία, διεξαγωγής ολοκληρωτικού πολέμου.
Η αποτροπή επί αλληλοκαλυπτόμενων πεδίων και οι υβριδικές εχθροπραξίες απαιτούν την αξιοποίηση ενός ευρέος φάσματος δεξιοτήτων που δεν μπορούν να αποκτηθούν μόνο από επαγγελματίες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και τις οποίες διαθέτει ένα μεγάλο ποσοστό από τους υψηλής μόρφωσης εφέδρους στρατεύσιμους της Ελλάδας, τόσο εντός της χώρας όσο και στο εξωτερικό, με τις δεξιότητες στον τομέα του κυβερνοχώρου να αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ενδεικτικά, η Ελλάδα αντιμετώπισε ήδη το 2020 μια απόπειρα παραβίασης των χερσαίων συνόρων της από προσφυγικές ροές που υποκινήθηκαν από σκόπιμες ενέργειες της τουρκικής κυβέρνησης, κατάσταση την οποία οι δυνάμεις ασφαλείας της χώρας αντιμετώπισαν αποτελεσματικά. Σε αυτές τις συνθήκες, κατάλληλα καταρτισμένοι έφεδροι θα μπορούσαν να βοηθήσουν ουσιαστικά, για παράδειγμα μέσω της επεξεργασίας δεδομένων ανοικτής πρόσβασης.
Μια ποιοτικά ανώτερη συνιστώσα έφεδρων μπορεί να προκύψει μόνο από έναν συνολικά αναβαθμισμένο Στρατό.
Αλλά και όσον αφορά στην περίπτωση της κλασικής αποτροπής της έναρξης άμεσων πολεμικών εχθροπραξιών, η ύπαρξη αποτελεσματικού εφέδρου τμήματος στον Στρατό θα συμβάλλει αποφασιστικά στην ποιοτική υπεροχή της χώρας για την αποτελεσματικότερη ανάσχεση της επιθετικότητας της Τουρκίας (εάν και εφόσον η επιθετικότητα αυτή κλιμακωθεί πέρα από ένα τοπικό «θερμό επεισόδιο») αντί της υπερβολικής πίστης στην απρόβλεπτη και «ασταθή» προθυμία των βασικών συμμάχων της να υποστηρίξουν την εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Φυσικά, για τις κλασσικές ανάγκες αποτροπής, το έφεδρο στοιχείο αποτελεί έναν μόνο παράγοντα διαμόρφωσης της αποτελεσματικότητας του Στρατού στο πεδίο της μάχης, μαζί με την απρόσκοπτη παροχή προηγμένων όπλων και πυρομαχικών, την επιχειρησιακή εφαρμογή ενός διαρκώς εξελισσόμενου δόγματος, την κατάρτιση ενός αξιοκρατικού και ικανού σώματος αξιωματικών, ιδανικά δοκιμασμένων στο πεδίο της μάχης μέσω της συμμετοχής σε απαιτητικές ειρηνευτικές αποστολές και αποστολές σταθεροποίησης σε τρίτες χώρες κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, όταν ένας στους δύο ένστολους του Στρατού είναι έφεδρος, η αποτελεσματικότητα του Στρατού δεν μπορεί παρά να συνίσταται εξίσου από επαγγελματίες και έφεδρους, όπως στην περίπτωση της προηγμένης εκπαίδευσης (ή της έλλειψης αυτής) σε όλα τα επίπεδα μονάδων, από το επίπεδο της διμοιρίας μέχρι το επίπεδο του Σώματος, συμπεριλαμβανομένης της μη στατικής εκπαίδευσης συνδυασμένων όπλων. Πράγματι, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, μια ποιοτικά ανώτερη συνιστώσα έφεδρων μπορεί να προκύψει μόνο από έναν συνολικά αναβαθμισμένο Στρατό.
Όσον αφορά στη ρεαλιστική δυνατότητα επένδυσης, και μέσω ενός αναβαθμισμένου εφέδρου τμήματος, στην αποτροπή μιας ολοκληρωτικής εμπλοκής με την Τουρκία, αρκεί να αναφέρουμε ότι οι ΗΠΑ ήταν εξαιρετικά αμφίθυμες το 1967 να επέμβουν στη Μέση Ανατολή για να αποτρέψουν τα όσα οδήγησαν στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, παρά τη σθεναρή υποστήριξή τους στο Ισραήλ, λόγω του όλο και πιο αντιδημοφιλούς στις ΗΠΑ πολέμου του Βιετνάμ[3]. Ομοίως, η κατάρρευση της προεδρίας Νίξον, μεταξύ άλλων παραγόντων, περιόρισε την ικανότητα των ΗΠΑ το 1973-74 να ελέγξουν την κρίση στη Κύπρο, παρά το γεγονός ότι η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο έφερε την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα ενός ολοκληρωτικού πολέμου, γεγονός που θα αποσταθεροποιούσε πλήρως τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ[4]. Με άλλα λόγια, η ιστορία της περιοχής μας διδάσκει ότι ο γενικευμένος πόλεμος δεν μπορεί πάντα να αποφευχθεί, ακόμη και από ηγεμονικές δυνάμεις που έχουν κάθε λόγο να τον αποτρέψουν αλλά πάρα ταύτα δεν δύνανται για δικούς τους λόγους, και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι.
Συμπληρωματικά, ελλείψει ενός ιδιαίτερα αποτελεσματικού εφέδρου στοιχείου, η Ελλάδα λειτουργεί υπό ένα de facto δόγμα εθνικής άμυνας σύμφωνα με το οποίο μια στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία θα περιλαμβάνει κυρίως δυνάμεις που θα διοικούνται από επαγγελματίες, δηλαδή σκάφη του Ελληνικού Ναυτικού, αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας καθώς και εκείνες τις μονάδες των Ειδικών Δυνάμεων που αποτελούνται αποκλειστικά από επαγγελματίες. Ως εκ τούτου η σύγκρουση αυτή θα είναι μικρής διάρκειας και τοπική, τουλάχιστον εδαφικά, αν όχι μόνο στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο, και τελικά θα σταματήσει με εξωτερική επέμβαση πριν κλιμακωθεί χρονικά και χωρικά, πριν επιστρατευθούν οι βασικές μονάδες του Ελληνικού Στρατού.
Ένα τέτοιο de facto δόγμα εθνικής άμυνας μπορεί να ήταν οριακά αποδεκτό την εποχή που η εξωτερική πολιτική και η πολιτική εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας τοποθετείτο στο πλαίσιο της θέσης της ως χώρας-μέλος του ΝΑΤΟ και της αποδοχής της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην περιοχή. Ήταν, πράγματι, αυτή η Τουρκία, η οποία προσηλωμένη στη διμερή της σχέση με τις ΗΠΑ, με όλα της τα σκαμπανεβάσματα, αποδέχθηκε τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ το 1996, η οποία σταμάτησε την κλιμάκωση του επεισοδίου των Ιμίων σε γενικευμένο πόλεμο με την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Ελλάδα δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ολοκληρωμένες εγγυήσεις ασφαλείας ούτε από το ΝΑΤΟ ούτε από την ΕΕ, παρά τις επίμονες προσπάθειές της για κάτι τέτοιο[5]. Παρόλα αυτά, ο συνδυασμός της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, όσο αυτή η προοπτική ήταν λειτουργική, και του εποπτικού ρόλου των ΗΠΑ στην περιοχή, έθεσε σαφώς όρια στις δυνατότητες κλιμάκωσης οποιουδήποτε θερμού επεισοδίου με την Ελλάδα.
Με έναν τέτοιο γείτονα, μόνο ένα αμυντικό δόγμα και μια δομή δυνάμεων που θα βασίζονται στην αδιαμφισβήτητη μαχητική ικανότητα όλων των κύριων σχηματισμών του Ελληνικού Στρατού, που αποτελούνται από επαγγελματίες και έφεδρους, μπορεί να είναι αποδοτικά.
Αντίθετα, η σημερινή Τουρκία είναι μια χώρα πρόθυμη να αμφισβητήσει τις γεωπολιτικές προτεραιότητες των ΗΠΑ και της Γαλλίας, στη Συρία και τη Λιβύη αντίστοιχα, μέσω της άμεσης ή έμμεσης (μέσω της δια αντιπροσώπου δράσης μη-κρατικών ενόπλων δυνάμεων) χρήσης στρατιωτικής βίας, και η οποία έχει αμφισβητήσει επίσημα την ελληνική κυριαρχία επί των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου που υπερασπίζονται οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Εν μέρει καθοδηγούμενη από εσωτερικές σκοπιμότητες, εν μέρει από τις ευκαιρίες που δημιούργησε η μερική αποδέσμευση των ΗΠΑ από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, η Τουρκία έχει αναγνωριστεί ως μία από εκείνες τις μεσαίου μεγέθους δυνάμεις που παρουσιάζονται όλο και πιο διεκδικητικές σε περιφερειακό πλαίσιο[6]. Με έναν τέτοιο γείτονα, μόνο ένα αμυντικό δόγμα και μια δομή δυνάμεων που θα βασίζονται στην αδιαμφισβήτητη μαχητική ικανότητα όλων των κύριων σχηματισμών του Ελληνικού Στρατού, που αποτελούνται από επαγγελματίες και έφεδρους, μπορεί να είναι αποδοτικά.
Σε απάντηση αυτής της ριζικής αλλαγής της περιφερειακής συμπεριφοράς της Τουρκίας, η Ελλάδα κατάφερε να συνάψει μια σημαντική συμφωνία ασφαλείας με τη Γαλλία, το πιο «γεωπολιτικά συγκροτημένο» κράτος της ΕΕ. Όμως η εγγύηση που προσφέρει η συμφωνία δεν αναιρεί την ανάγκη η Ελλάδα να είναι προετοιμασμένη για όλα τα ενδεχόμενα, και όχι μόνο επειδή η ισχύς της μπορεί να εξαρτάται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες στην ίδια τη Γαλλία. Θα μπορούσε πράγματι να υποστηριχτεί ότι όσο περισσότερο η Ελλάδα ενισχύει την αξιοπιστία της αποτροπής της μέσω των μεγάλων οπλικών της προμηθειών και της ενίσχυσης των διεθνών συμμαχιών της, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, τόσο μεγαλύτερη πίεση δημιουργείται στο εσωτερικό της Τουρκίας, όπου η επιβίωση του καθεστώτος του προέδρου Ερντογάν βασίζεται όλο και περισσότερο στο αφήγημα της περιφερειακής στρατιωτικής ηγεμονίας της Τουρκίας, για να αποδείξει ότι όλες αυτές οι ελληνικές προσπάθειες είναι μάταιες[7].
Σε αυτό το πνεύμα, ο υπουργός Άμυνας της Τουρκίας έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι όλες οι μεγάλες αγορές όπλων της Ελλάδας είναι άχρηστες, καθώς η Τουρκία είναι σε θέση να επικρατήσει στρατιωτικά ό,τι και αν συμβεί[8]. Ο ηγέτης του τουρκικού ακροδεξιού κόμματος MHP, και εταίρος του συνασπισμού του ΑΚΡ, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, σε πρόσφατη ομιλία του δήλωσε ότι η Ελλάδα «δεν πρέπει να βασίζεται στα γαλλικά αεροσκάφη, ξέρουμε πώς να υπογράψουμε με αίμα μια ακόμη νίκη», υποδεικνύοντας τη δυνατότητα της Τουρκίας, χάρη στο μεγαλύτερο ανθρώπινο δυναμικό της, να εξουδετερώσει κάθε τεχνολογικό πλεονέκτημα που μπορεί να έχει αποκτήσει η Ελλάδα[9]. Αν και τέτοιες ρητορικές υπερβολές δεν αποδεικνύουν τις πραγματικές προθέσεις ή/και δυνατότητες της Τουρκίας, συμβάλλουν όμως στη δημιουργία προσδοκιών –αν όχι βεβαιοτήτων– εντός της Τουρκίας για αδιαμφισβήτητη στρατιωτική υπεροχή. Σε μια αυτοτροφοδοτούμενη δυναμική, μια τέτοια ρητορική μπορεί να έχει ήδη εγκλωβίσει τις πολιτικές προσωπικότητες και τα κόμματα που την εκφράζουν σε έντονη υποστήριξη μιας στρατιωτικής κλιμάκωσης με την Ελλάδα. Συνακόλουθα η ρητορική αυτή μπορεί να ενισχυθεί ή να κορυφωθεί εάν, σε ένα αρχικά περιορισμένο «θερμό» επεισόδιο, δημιουργηθεί εσωτερικά στην Τουρκία η αντίληψη ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει να «ισορροπήσει» τις –διαφημιζόμενες ως αναπόδραστα ανώτερες– ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας.
Η πιθανότητα ενός ολοκληρωτικού πολέμου μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας δεν ήταν ποτέ υψηλότερη από το 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι η πιθανότητα ενός ολοκληρωτικού πολέμου μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας δεν ήταν ποτέ υψηλότερη από το 1974, όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Έμπειροι πολιτικοί αναλυτές έχουν χαρακτηρίσει την Τουρκία ως έναν από τους δέκα κορυφαίους γεωπολιτικούς κινδύνους για το 2022. Προβλέπουν μάλιστα ότι «οι αλλοπρόσαλλες επιλογές του προέδρου Ερντογάν θα ενισχύσουν τις όποιες ανησυχίες της Δύσης σχετικά με το ενδεχόμενο τουρκικής υπερεπέκτασης στη Συρία, καθώς και μιας σύγκρουσης με την Ελλάδα ή/και την Κύπρο για αμφισβητούμενα ύδατα»[10].
Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών ελίτ της χώρας, διαμορφώνουν την άποψή τους για την ισχύ των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με βάση τη εμπειρία από τη στρατιωτική τους θητεία, ένας ουσιαστικά αναβαθμισμένος στρατός μεικτής σύνθεσης, δηλαδή επαγγελματικός και εκ της εφεδρείας, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την ικανότητα της χώρας να αντιμετωπίσει με αυτοπεποίθηση και να αποτρέψει την επιθετικότητα της Τουρκίας[11].
Ένα ποιοτικά ανώτερο, σε σχέση με την Τουρκία, εφεδρικό στοιχείο πρέπει να αποτελεί πυλώνα του εθνικού αμυντικού δόγματος και της στάσης της χώρας.
Λαμβάνοντας υπόψη τους παραπάνω παράγοντες, το παρόν κείμενο πολιτικής θα υποστηρίξει ότι ένα ποιοτικά ανώτερο, σε σχέση με την Τουρκία, εφεδρικό στοιχείο πρέπει να αποτελεί πυλώνα του εθνικού αμυντικού δόγματος και της στάσης της χώρας. Με τη σειρά του, τα συστατικά στοιχεία μιας τέτοιας ποιοτικής υπεροχής του εφεδρικού τμήματος της Ελλάδας θα πρέπει να προσδιοριστούν μέσω ενδελεχούς μελέτης τουλάχιστον συγκριτικού χαρακτήρα, η οποία καλείται να απαντήσει στο εξής ερώτημα: Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός αποτελεσματικού εφεδρικού τμήματος στον 21ο αιώνα;
Επιδιώκοντας να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, το κείμενο θα διευρύνει στην επόμενη, δεύτερη ενότητα, τη συζήτηση για τη θητεία στην Ελλάδα, εξετάζοντας αρχικά τις χώρες που είναι παρόμοιες με την Ελλάδα από άποψη ανάπτυξης, πληθυσμιακού μεγέθους και αντίληψης εδαφικής απειλής και από τις οποίες οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων στην Ελλάδα θα μπορούν –λόγω πολυμερών ή διμερών συμμαχικών συμφωνιών– να επωφεληθούν τα μέγιστα όσον αφορά την τεχνογνωσία που διαθέτουν οι χώρες αυτές. Με βάση τα παραπάνω, η εργασία καταλήγει στην επιλογή της μελέτης συγκεκριμένων σκανδιναβικών χωρών καθώς και του Ισραήλ. Η συγκριτική μελέτη που ακολουθεί θα επιχειρήσει να εντοπίσει τα στοιχεία τα οποία είναι χρήσιμο να υιοθετήσει η Ελλάδα από την επιλεγμένη ομάδα ομοειδών χωρών τεκμηριώνοντας έτσι και την πρόταση για τη διατήρηση και τον εμπλουτισμό της υποχρεωτικής θητείας στη χώρα μας.
Στην τρίτη ενότητα, το παρόν πόνημα θα προσδιορίσει τα κύρια χαρακτηριστικά της εφεδρικής θητείας στην Ελλάδα, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί τις τελευταίες δύο με τρεις δεκαετίες, εστιάζοντας σε θέματα όπως η διάρκεια της θητείας και η ποιότητα της εκπαίδευσης των εφέδρων.
Στην τέταρτη ενότητα, το κείμενο θα εντοπίσει στοιχεία που αφορούν την εκπαίδευση και την εμπειρία των επαγγελματιών του Ελληνικού Στρατού, αξιωματικών και υπαξιωματικών, και τα οποία επηρεάζουν την ποιότητα του εφέδρου τμήματος του Ελληνικού Στρατού, εστιάζοντας (α) στην ενσωμάτωση προηγμένης τεχνογνωσίας και επιχειρήσεων στο πεδίο της μάχης και (β) στη φυσική κατάσταση, δύο κρίσιμες συνιστώσες για την αποτελεσματικότητα ενός Στρατού στο πεδίο της μάχης.
Στην πέμπτη ενότητα, το κείμενο θα διατυπώσει μια σειρά συστάσεων που εδράζονται στη λελογισμένη επέκταση της θητείας των εφέδρων, σε συνδυασμό με τη διατήρηση του χρόνου κατάταξης, κατ’ επιλογή κάθε νέου προς κατάταξη. Στην ενότητα αυτή θα υποστηριχθεί ότι η προτεινόμενη δέσμη μέτρων μπορεί να επιτύχει ένα ποιοτικά ανώτερο έφεδρο στοιχείο από εκείνο της Τουρκίας, ενισχύοντας έτσι τη συνολική αποτρεπτική ικανότητα της χώρας.
Η έκτη και καταληκτική ενότητα θα συνθέσει τα βασικά ευρήματα του κειμένου και θα παραθέσει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής.
Τι έχουν επιλέξει να κάνουν άλλοι σαν εμάς;
Καθώς εξετάζουμε τις παγκόσμιες τάσεις, αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, περιοχές που βρίσκονται κοντά στην Ελλάδα, και ειδικότερα σε χώρες που όπως η Ελλάδα είναι δημοκρατικές, υψηλού εισοδήματος και οικονομίες της αγοράς. Συνακόλουθα η μελέτη επικεντρώνεται στη Φινλανδία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία, τη Δανία και το Ισραήλ, δηλαδή σε χώρες με πληθυσμό από 5,3 εκατομμύρια (Νορβηγία) έως 9,2 εκατομμύρια (Ισραήλ), σε σύγκριση με τα 10,7 εκατομμύρια της Ελλάδας. Θεωρούμε ότι αυτή η επιλογή επιτρέπει να εξαχθούν οφέλη τόσο σε σχέση με τη συναφή συζήτηση περί της στρατιωτικής θητείας στην Ελλάδα όσο και σε σχέση με την ευκολότερη μεταφορά τεχνογνωσίας προς τη χώρα μας, κυρίως λόγω των πολυμερών ή διμερών συμμαχικών σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες αυτές.[12]
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όλες οι χώρες με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της Ελλάδας διατηρούν στρατεύματα εφέδρων ως βασικά στοιχεία της εδαφικής τους άμυνας.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι όλες οι χώρες με χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της Ελλάδας διατηρούν στρατεύματα εφέδρων ως βασικά στοιχεία της εδαφικής τους άμυνας. Ειδικότερα οι δυνάμεις εξ έφέδρων χρησιμοποιούνται στις παραπάνω αναφερθείσες χώρες για τους εξής λόγους: την κάλυψη των απαιτήσεων σε προσωπικό που συνεπάγεται η περιμετρική άμυνα λόγω των απειλών που αντιμετωπίζουν από ένα ή περισσότερα δυνητικά εχθρικά γειτονικά κράτη· την ανάγκη δημιουργίας μιας δεξαμενής εφεδρειών που μπορούν να επιστρατευτούν σε περίπτωση ολοκληρωτικού πολέμου με τους εν λόγω γείτονες· τη δυνατότητα επιλογής και προσέλκυσης επαγγελματικών στελεχών από τη δεξαμενή των εφέδρων· και τέλος για την αποφυγή του εξαιρετικά μεγάλου κόστους που θα συνεπαγόταν η συγκρότηση της απαραίτητης για την εδαφική άμυνα ένοπλης δύναμης, εάν αυτή αποτελείτο αποκλειστικά από επαγγελματίες.
Η Φινλανδία και το Ισραήλ, δύο χώρες που αντιμετωπίζουν τις πιο οξείες απειλές εθνικής ασφάλειας, εφαρμόζουν, όπως και η Ελλάδα, σχεδόν καθολική στρατολόγηση των ανδρών.
Σημειώνεται ότι από την παραπάνω ομάδα ομοειδών χωρών η Φινλανδία και το Ισραήλ, δύο χώρες που αντιμετωπίζουν τις πιο οξείες απειλές εθνικής ασφάλειας, εφαρμόζουν, όπως και η Ελλάδα, σχεδόν καθολική στρατολόγηση των ανδρών (με το Ισραήλ να στρατολογεί και γυναίκες και τη Φινλανδία να εξετάζει το ενδεχόμενο αυτό). Η Φινλανδία είναι η μόνη σκανδιναβική χώρα που έχει εκτεταμένα χερσαία σύνορα με τη Ρωσική Ομοσπονδία και δέχθηκε επίθεση από την προκάτοχό της Σοβιετική Ένωση το 1939. Το Ισραήλ έχει ήδη από την ίδρυσή του το 1948, διεξαγάγει πολέμους με όλους τους άμεσους γείτονές του, δηλαδή την Αίγυπτο, την Ιορδανία, τη Συρία και τον Λίβανο, ενώ συμμετέχει και σε εκτεταμένες αποστολές αστυνόμευσης και καταπολέμησης της τρομοκρατίας στη Γάζα και τα κατεχόμενα εδάφη. Το Ισραήλ διαφοροποιείται σε σχέση με τις άλλες υπό εξέταση χώρες, καθώς έχει επιδείξει προθυμία, βάσει των επιταγών της εθνικής του ασφάλειας, να ξεκινήσει και επιθετικές επιχειρήσεις και εχθροπραξίες, σε αντίθεση με την απλή προσπάθεια αποτροπής τους. Παρόλα αυτά, όλες οι χώρες που επιλέξαμε είναι συγκρίσιμες, υπό την έννοια ότι έχουν καταφέρει ως εύπορες, δημοκρατικές κοινωνίες και εξελιγμένες οικονομίες να διατηρήσουν και να εξελίξουν το καθεστώς της θητείας εφέδρων ως πυλώνα της στρατηγικής εθνικής ασφάλειας τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο.
Μεταξύ των χωρών της ομάδας που εξετάζουμε όπου η στράτευση είναι εθελοντική, αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς η περίπτωση της Νορβηγίας[13]. Η Νορβηγία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ήταν σε ιδιαίτερη επιφυλακή, μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, ήδη κατά την αρχική μετασοβιετική περίοδο εξαιτίας των απειλών κατά της εθνικής της ασφάλειας που προέρχονταν από τη διάδοχο της Σοβιετικής Ένωσης Ρωσική Ομοσπονδία. Η Νορβηγία εφαρμόζει ένα σύστημα «επιλεκτικής στρατολόγησης», με βάση το οποίο καλεί –βάσει κινήτρων και καταλληλότητας– για 19 μήνες μια ομάδα 9.000 εφέδρων (ανδρών και γυναικών), η οποία εντάσσεται κυρίως στις χερσαίες δυνάμεις της χώρας που είναι επιφορτισμένες με την εδαφική άμυνα. Συγκριτικά, αυτή η ουσιαστικά εθελοντική στρατιωτική δύναμη αποτελεί πάνω από το 30% της ελληνικής δύναμης εφέδρων σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού (ο συνολικός πληθυσμός της Νορβηγίας, 5,3 εκατομμύρια, είναι ο μισός από αυτόν της Ελλάδας), και σε μια χώρα που έχει μόνο ένα μικρό χερσαίο σύνορο με την κύρια απειλή ασφαλείας της, τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Η εξέταση αυτών των παραδειγμάτων καταδεικνύει ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά μάλλον τον κανόνα στην κατηγορία των ομοειδών της κρατών στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή όσον αφορά στην ύπαρξη ενός στοιχείου εξ εφέδρων που είναι αναπόσπαστο και όχι περιθωριακό στοιχείο για την εθνική της άμυνα.
Τι συμπεράσματα μπορεί να αντλήσει κάποιος από τα παραπάνω διαφορετικά μοντέλα;
Οι πολίτες ακόμη και των πιο «ατομικιστικών» και πλούσιων δημοκρατιών, όπως η Νορβηγία και το Ισραήλ, είναι δυνατόν να παρακινηθούν να στρατευθούν.
Πρώτον, ότι οι πολίτες ακόμη και των πιο «ατομικιστικών» και πλούσιων δημοκρατιών, όπως η Νορβηγία και το Ισραήλ, είναι δυνατόν να παρακινηθούν να στρατευθούν. Σαφέστατα η αποτελεσματική παρακίνηση ένταξης στις Ένοπλες Δυνάμεις συνδέεται με την προσφορά από τις τελευταίες υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης και εξοπλισμού στους έφεδρους στρατιώτες τους καθώς και της ικανότητά τους να προσδίδουν νόημα στις υπηρεσίες τους ως συνδεόμενες με το ενδιαφέρον των εφέδρων για περιπέτεια καθώς και την ανάληψη ρίσκου. Σε μια χώρα όπως η Νορβηγία, το κίνητρο των εφέδρων συνδέεται με την αποτελεσματική εθελοντική προσφορά των στρατεύσιμων στις Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ στο Ισραήλ το κίνητρο αυτό, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής θητείας, αφορά στην επιλογή της μονάδας, με τους στρατεύσιμους με το υψηλότερο φρόνημα να επιλέγουν να καταταγούν σε επίλεκτους σχηματισμούς μάχης. Πράγματι, έχει αποδειχθεί ότι οι ισραηλινές ομάδες εφέδρων που ανήκουν σε εύπορα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και είναι εξωστρεφείς, δηλαδή έχουν πολιτισμικές σχέσεις και δεσμούς με πρακτικές και χώρες που δεν μοιάζουν με το Ισραήλ όσον αφορά στις προκλήσεις της εθνικής ασφάλειας του Ισραήλ και τη μακρά θητεία, αντιμετωπίζουν τη θητεία σε τέτοιους επίλεκτους σχηματισμούς μάχης ως πράξη αυτοπραγμάτωσης και ηλικιακής χειραφέτησης[14]. Άλλες μελέτες σχετικά με τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) έχουν δείξει ότι η υποστήριξη του συστήματος εφεδρείας της χώρας (δηλαδή του συστήματος επιστράτευσης εφέδρων που έχουν ήδη ολοκληρώσει την θητεία τους), το οποίο βεβαίως στηρίζεται στην υποχρεωτική θητεία, αυξάνεται όσο υψηλότερο είναι το μορφωτικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνικοοικονομικά προνομιούχοι Ισραηλινοί επιδεικνύουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους θεσμούς της χώρας, μέχρι και το σύστημα επιστράτευσης εφεδρικών σωμάτων στα οποία ανήκουν, ενώ οι κοινωνικοοικονομικά λιγότερο προνομιούχες ομάδες, παρά τις πιο εθνικιστικές, «αντιαραβικές» απόψεις τους, είναι πιο απομακρυσμένες από το σύστημα επιστράτευσης εφεδρικών σωμάτων των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων[15].
Οι πολίτες ακόμη και των πιο «ατομικιστικών» και πλούσιων δημοκρατιών, όπως η Νορβηγία και το Ισραήλ, είναι δυνατόν να παρακινηθούν να στρατευθούν.
Δεύτερον, σε ευθυγράμμιση με την προηγούμενη παρατήρηση, είναι σαφές ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τόσο στις σκανδιναβικές χώρες όσο και στο Ισραήλ, μεταδίδουν αποτελεσματικά στους στρατεύσιμους την ιδέα ότι η θητεία μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση δεξιοτήτων και ενός προφίλ που μπορεί να διευκολύνει τη σταδιοδρομία τους στη συνέχεια. Έτσι οι ένοπλες δυνάμεις υψηλής τεχνολογίας που συστηματοποιούν τη μεταφορά δεξιοτήτων είναι σε θέση, μέσω των διαδικασιών επιλογής και εισαγωγής, αρχής γενομένης από τις τελευταίες τάξεις του λυκείου, να εντοπίζουν τις δεξιότητες και τις κλίσεις των στρατεύσιμων που μπορούν να αξιοποιηθούν και να αναπτυχθούν μέσω της θητείας. Είναι σκόπιμο στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι το προφίλ που δημιουργείται μέσω της αυστηρής επιλογής και εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από το αν συνδέεται ή όχι με αξιοποιήσιμες δεξιότητες στην αγορά εργασίας, μπορεί να έχει εξίσου μεγάλη επίδραση στην σταδιοδρομία εκτός του στρατού: καθιστώντας σαφές στους μελλοντικούς εργοδότες ότι ένας πρώην στρατεύσιμος έχει έφεση στην ανάληψη πρωτοβουλιών και ρίσκων, έχει επιδείξει υψηλό βαθμό δέσμευσης σε ένα έργο που έχει αναλάβει, και ιδίως στην υπόθεση της εθνικής άμυνας, η οποία απολαμβάνει υψηλού βαθμού νομιμοποίησης τόσο στον ιδιωτικό τομέα όσο και στoν δημόσιο βίο. Σημειώνουμε εν προκειμένω όχι μόνο την περίπτωση του Ισραήλ, όπου η θητεία ιδίως σε επίλεκτες μονάδες του στρατού αποτελεί διαβατήριο τόσο για την επιχειρηματική όσο και για την πολιτική σταδιοδρομία, αλλά και τις περιπτώσεις των σκανδιναβικών χωρών όπου έχει παρατηρηθεί ότι οι γονείς πιέζουν για την ένταξη των παιδιών τους στην επιλεκτική θητεία[16].
Καταδεικνύεται έτσι ότι είναι δυνατόν να συγκροτηθούν τμήματα εφέδρων με υψηλό φρόνημα, ακόμη και από προνομιούχες κοινωνικοοικονομικές ομάδες σε χώρες υψηλού εισοδήματος καθώς και ότι αυτά τα τμήματα μπορούν να αποτελέσουν τον πυρήνα της εθνικής αμυντικής ικανότητας μιας χώρας και επειδή ακριβώς αξιοποιούνται έφεδροι υψηλής ποιότητας, με ισχυρό φρόνημα και πολύτιμες δεξιότητες[17]. Για τους σκοπούς της έρευνάς μας είναι σημαντικό ότι αυτή η ομάδα χωρών θεωρείται πως αντιπροσωπεύει υποδειγματικά μοντέλα εφέδρων σε παγκόσμιο επίπεδο[18].
Αυτά τα μοντέλα επιστράτευσης με χαμηλές επιδόσεις τείνουν να συναντώνται σε λιγότερο πλούσιες χώρες με παράδοση που τείνει προς τον αυταρχισμό, όπως η Ρωσική Ομοσπονδία και η Τουρκίa.
Στο άλλο άκρο του φάσματος βρίσκονται Στρατοί που χαρακτηρίζονται από την εμπλοκή των εφέδρων σε ψυχοφθόρα και μη συναφή με τη στρατιωτική εκπαίδευση καθήκοντα, από εκτεταμένα «καψόνια» των κληρωτών και από την τάση των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων να αποφεύγουν τη στράτευση. Αυτά τα μοντέλα επιστράτευσης με χαμηλές επιδόσεις τείνουν να συναντώνται σε λιγότερο πλούσιες χώρες με παράδοση που τείνει προς τον αυταρχισμό, όπως η Ρωσική Ομοσπονδία και η Τουρκία[19]. Είναι χρήσιμο στο σημείο αυτό να αναφερθούν βασικά χαρακτηριστικά που καθιστούν το έφεδρο στοιχείο της γειτονικής Τουρκίας σαφώς κατώτερο από τα προαναφερθέντα παραδείγματα: Οι στρατεύσιμοι με πανεπιστημιακή μόρφωση έχουν τη δυνατότητα είτε να υπηρετήσουν μόνο έξι μήνες είτε το δικαίωμα να εξαγοράσουν την υποχρέωσή τους και να μην υπηρετήσουν καθόλου, ένα δικαίωμα που έχουν ασκήσει μαζικά. Η σωματική τιμωρία χρησιμοποιείται εκτενώς για την πειθαρχία των λιγότερο μορφωμένων στρατεύσιμων με επαρχιακό υπόβαθρο ή/και των εθνοτικά Κούρδων στρατεύσιμων, οι οποίοι υπηρετούν για δώδεκα μήνες. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είτε έχουν στείλει στο παρελθόν ανεκπαίδευτους στρατεύσιμους σε επιχειρήσεις καταστολής ανταρτοπολέμου στην νοτιοανατολική Τουρκία, είτε έχουν στείλει μόνο επαγγελματίες σε εκστρατευτικές αποστολές υψηλών επιχειρησιακών απαιτήσεων εκτός Τουρκίας[20].
Συμπερασματικά, στην προσπάθεια δημιουργίας ενός αποτελεσματικού στρατεύματος εφέδρων που θα είναι ποιοτικά ανώτερο από το αντίστοιχο τουρκικό υπάρχουν διαθέσιμα χρήσιμα μοντέλα για την Ελλάδα από χώρες που προσιδιάζουν στη χώρα μας.
Ποια είναι σήμερα η ελληνική δύναμη εφέδρων και γιατί;
Η παροχή επαρκούς εκπαίδευσης και εξοπλισμού των μεικτών χερσαίων, εφέδρων και επαγγελματιών, δυνάμεων είναι εξαιρετικά εφικτή για τις χώρες υψηλού εισοδήματος καθιστώντας αυτές ικανές να επηρεάσουν τα αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης.
Η παροχή επαρκούς εκπαίδευσης και εξοπλισμού των μεικτών χερσαίων, εφέδρων και επαγγελματιών, δυνάμεων είναι εξαιρετικά εφικτή για τις χώρες υψηλού εισοδήματος καθιστώντας αυτές ικανές να επηρεάσουν τα αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης, είτε προκαλώντας σημαντικές απώλειες ακόμη και στις ικανότερες επαγγελματικές δυνάμεις διεθνώς, είτε επικρατώντας έναντι παρόμοιων μεικτών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες όμως είναι λιγότερο καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες, όπως αυτές της Τουρκίας. Αυτό που χρήζει άμεσης και ενδελεχούς αξιολόγησης είναι η διάθεση των δεξιοτήτων στις Ένοπλες Δυνάμεις, οι οποίες αποκτώνται μέσω αποτελεσματικής εκπαίδευσης, οργανωμένης από ένα ικανό, αξιοκρατικά επιλεγμένο σώμα αξιωματικών, και όχι μόνο η διάθεση στρατιωτικής τεχνολογίας[21]. Με τη σειρά της, η ανάπτυξη των δεξιοτήτων είναι τόσο ζήτημα πόρων, όπου πρέπει να επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ της εκπαίδευσης και της απόκτησης οπλικών συστημάτων στις κατανομές των διαθέσιμων πόρων, όσο και ζήτημα πολιτικής βούλησης η ύπαρξη της οποίας είναι ικανή να μετατρέψει την κατανομή των διαθέσιμων πόρων σε αποτελεσματικότητα στο πεδίο της μάχης.
Αναλύοντας τις προϋποθέσεις συγκρότησης ενός αποτελεσματικού στρατού στο πεδίο της μάχης, αποτελούμενου από επαγγελματίες και εφέδρους, αξίζει να παραθέσουμε εκτενώς τους βασικούς δείκτες:
«Σε ποιες δεξιότητες δίνεται έμφαση στην εκπαίδευση;
Ποιου μεγέθους μονάδες συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές ασκήσεις; Πρόκειται για μικρές μονάδες ή γίνονται προσπάθειες να συντονιστούν οι δραστηριότητες μεγάλων μονάδων;
Είναι η εκπαίδευση απαιτητική και εντατική ή σε μεγάλο βαθμό επιφανειακή; Γίνεται εξειδικευμένη εκπαίδευση;
Είναι η εκπαίδευση ρεαλιστική; Πόσο πιστά αντικατοπτρίζει το περιβάλλον του πεδίου μάχης; Υπάρχουν ασκήσεις με πραγματικά πυρά;
Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης παραμένει στατικό ή εξελίσσεται ανάλογα με τις νέες πληροφορίες από το πεδίο της μάχης;
Οι μονάδες εκπαίδευσης έχουν επικεφαλής τους έμπειρους και ικανούς αξιωματικούς;»[22]
Η παροχή επαρκούς εκπαίδευσης και εξοπλισμού των μεικτών χερσαίων, εφέδρων και επαγγελματιών, δυνάμεων είναι εξαιρετικά εφικτή για τις χώρες υψηλού εισοδήματος καθιστώντας αυτές ικανές να επηρεάσουν τα αποτελέσματα στο πεδίο της μάχης.
Εξετάζοντας την εμπειρία της ελληνικής θητείας προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσον πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, τα δύο καθοριστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού στοιχείου εφέδρων αφορούν τόσο τη διάρκεια της θητείας όσο και την ποιότητα της εκπαίδευσης των στρατεύσιμων, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της θητείας.
Ειδικότερα, η ανάλυση επικεντρώνεται στις επιπτώσεις που έχει στην αποτελεσματικότητα των στρατευσίμων στο πεδίο της μάχης η προοδευτική μείωση της διάρκειας της θητείας των εφέδρων, η οποία επιταχύνθηκε την περίοδο 2000-2020, με τις σχετικές ανησυχίες να εντείνονται μετά τη μείωσή της κάτω από το όριο του ενάμιση έτους.
Έμπειροι αναλυτές έχουν εντοπίσει τις ακόλουθες επιπτώσεις των διαδοχικών μειώσεων στη διάρκεια της θητείας[23]:
- Η υποστελέχωση, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, των μονάδων «πρώτης γραμμής» στα χερσαία σύνορα στον Έβρο (4ο Σώμα Στρατού) και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου (ΑΣΔΕΝ) σε ποσοστό κάτω από το 50% της πλήρους δυναμικότητάς τους, γεγονός που κατέστησε αμφισβητήσιμο το αξιόμαχό τους σε καθαρά ποσοτική βάση.
- Η περαιτέρω μείωση της μαχητικής ικανότητας των μονάδων «πρώτης γραμμής», καθώς το αναλογικά μεγαλύτερο βάρος που έπεφτε σε λιγότερους επαγγελματίες και έφεδρους στρατιώτες, μείωσε περαιτέρω τις δυνατότητες για εκπαίδευση.
- Η έναρξη ενός φαύλου κύκλου όπου η de facto απαξίωση της θητείας των εφέδρων μέσω της μείωσης του χρόνου θητείας οδήγησε την επαγγελματική ηγεσία να επενδύσει ακόμη λιγότερο στην εκπαίδευση των εφέδρων όσον αφορά την απόκτηση ειδικοτήτων, τη διεξαγωγή ασκήσεων βολών και ούτω καθεξής.
- Η περαιτέρω αποδυνάμωση της προς επιστράτευση εφεδρείας και συνεπώς της αποτρεπτικής σημασίας της επιστράτευσης όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν, καθώς η μείωση του χρόνου και της ποιότητας της εκπαίδευσης σήμαινε ότι οι έφεδροι, με το πέρας της υποχρεωτικής θητείας τους, κινούνται στη βάση ενός περιορισμένου πλαισίου ειδικοτήτων που μπορούν να αναπτύξουν σε συνθήκες μάχης.
Η ποιότητα της εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως της διάρκειας της θητείας, ήταν αναμφισβήτητα πάντα ένα ζήτημα.
Παρ’ όλα αυτά, η ποιότητα της εκπαίδευσης, ανεξαρτήτως της διάρκειας της θητείας, ήταν αναμφισβήτητα πάντα ένα ζήτημα. Σε μια σπάνια συνέντευξη, ένας Έλληνας πρώην έφεδρος των Ειδικών Δυνάμεων, ο οποίος υπηρέτησε τη μειωμένη θητεία των εννέα μηνών το 2012 και ο οποίος στη συνέχεια εντάχθηκε σε μια επαγγελματική καναδική μονάδα ελαφρού πεζικού, υπογράμμιζε πώς ο ήδη περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος σπαταλιόταν με την εμπλοκή του σε μη ουσιώδη καθήκοντα επισημαίνοντας και τις ακόλουθες συγκριτικές παρατηρήσεις[24]:
- Η τρίμηνη βασική εκπαίδευση στην καναδική μονάδα ήταν σωματικά έντονη, περιελάμβανε εκπαίδευση σε όλα τα όπλα που χρησιμοποιεί η διμοιρία πεζικού, εκπαίδευση στις πρώτες βοήθειες και τις τεχνικές μάχης στον ανταρτοπόλεμο, στην προετοιμασία ενέδρας, στον πόλεμο εντός των πόλεων, αναγνώριση ημέρα και νύχτα, προσανατολισμό κ.ο.κ.
- Αντίθετα, στις ελληνικές Ειδικές Δυνάμεις, η βασική εκπαίδευση δεν ήταν τόσο ευρεία και συστηματική στη μετάδοση των απαραίτητων μαχητικών δεξιοτήτων και ο περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος δεν αξιοποιήθηκε αποτελεσματικά.
- Η έμφαση της βασικής εκπαίδευσης στην καναδική μονάδα δόθηκε στην ανάληψη πρωτοβουλιών από τους νεοεισερχόμενους, με τους νεοεισερχόμενους να ενθαρρύνονται να αμφισβητούν ακόμη και τους εκπαιδευτές τους, για θέματα όπως η καταλληλότερη τοποθέτηση του ελαφρού πολυβόλου μιας διμοιρίας.
- Εννέα στους δέκα εκπαιδευτές της καναδικής μονάδας είχαν εμπειρία μάχης που αποκτήθηκε σε αποστολές όπως αυτές στο Αφγανιστάν (το ζήτημα της εμπειρίας στο πεδίο της μάχης από επαγγελματίες, και ο συνακόλουθος αντίκτυπος στην εκπαίδευση των εφέδρων και στη συνολική επιχειρησιακή επάρκεια, θα εξεταστεί εκτενώς στην επόμενη, τέταρτη ενότητα).
Στις γραμμές που ακολουθούν επιχειρούμε να πλαισιώσουμε τη σχετική βιβλιογραφία με τα σχόλια και τις μαρτυρίες –μέσα από τέσσερις συνεντεύξεις—εφέδρων των Ειδικών Δυνάμεων, τρεις από τους οποίους υπηρέτησαν στις Ειδικές Δυνάμεις της Ελλάδας τη δεκαετία του 1990, όταν η θητεία των εφέδρων ήταν 18 μήνες και ενός το 2005, ο οποίος υπηρέτησε ως αλεξιπτωτιστής, όταν η θητεία των εφέδρων ήταν 12 μήνες. Η επιλογή των εφέδρων των Ειδικών Δυνάμεων, οι οποίοι στην περίπτωση της Ελλάδας έχουν την επιχειρησιακή ιδιότητα του επίλεκτου ελαφρού πεζικού (σε αντίθεση με τα επαγγελματικά σώματα υψηλής εξειδίκευσης, όπως οι SAS του Ηνωμένου Βασιλείου ή οι SEALS των ΗΠΑ) δεν έγινε τυχαία. Οι έφεδροι των ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων διαθέτουν καλύτερο εξοπλισμό και απαιτητικότερη εκπαίδευση από τις κυρίως μονάδες πεζικού του Στρατού Ξηράς. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε μη βέλτιστα πρότυπα που η μελέτη αυτή εντοπίζει στους εφέδρους των Ειδικών Δυνάμεων είναι βέβαιο ότι θα υφίστανται και στις λιγότερο επίλεκτες μονάδες πεζικού του Στρατού.
Τα σημαντικότερα σημεία των συνεντεύξεων αφορούν στα εξής:
- Η βασική εκπαίδευση επικεντρώνεται κυρίως στην εμπέδωση ενός «στρατιωτικού πνεύματος» μέσω ασκήσεων αλλά και κάποιου είδους «καψονιού» .
- Υπάρχουν αντικρουόμενες αναφορές σχετικά με το επίπεδο εκπαίδευσης σε διάφορες τακτικές δεξιότητες, όπως η αναγνώριση, ο προσανατολισμός, η ενέδρα και τα σχετικά. Από τη μία πλευρά, μας είπαν ότι δεν έγινε καμία προσπάθεια να εξηγηθεί στον στρατεύσιμο ο σκοπός της εκπαίδευσης που λάμβανε καθώς και η σημασία η εκπαίδευσή του να είναι επιτυχής. Από την άλλη πλευρά, υπήρξε ικανοποίηση για την εκπαίδευση που έλαβε, ακόμη και σε διάφορα σενάρια τακτικής, με δεδομένους τους αναπόφευκτους, κατά την γνώμη του εφέδρου, περιορισμούς των πόρων των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
- Ένας συνεντευξιαζόμενος σημείωσε ότι υπήρχαν αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, ακόμη και στις Ειδικές Δυνάμεις, οι οποίοι αντιμετώπιζαν την εκπαίδευση των κληρωτών με τρόπο επιφανειακό, στερεότυπο και με ελάχιστη προσπάθεια. Ένας άλλος εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητες όλων των επαγγελματιών αξιωματικών και υπαξιωματικών με τους οποίους ήρθε σε επαφή στις Ειδικές Δυνάμεις.
- Ένας από τους ερωτηθέντες έδωσε έμφαση στις «επιτελεστικές» ικανότητες, όπως το τρέξιμο σε μια διαδρομή εμποδίων, σε μονάδες επίδειξης, σε αντίθεση με την απόκτηση ρεαλιστικών, τακτικών γνώσεων. Αντίθετα, ένας έφεδρος που συμμετείχε σε συνέντευξη εντυπωσιάστηκε από τον επαγγελματισμό και τη σχολαστικότητα της εκπαίδευσής του όσον αφορά στο άλμα του ως αλεξιπτωτιστής.
- Μας αναφέρθηκε ότι ο εξοπλισμός υπολειπόταν του βέλτιστου, ενώ προηγμένα τηλεπικοινωνιακά όργανα παρέμεναν στην αποθήκη κατά τη διάρκεια των ασκήσεων εκπαίδευσης, για να μην φθαρούν στις ασκήσεις.
- Σε μια περίπτωση έγινε μεν αντιαρματική εκπαίδευση με πραγματικά πυρά (με αντιαρματικά όπλα Milan), αλλά ήταν στατική και δεν ήταν μέρος ρεαλιστικών σεναρίων τακτικής.
- Εκφράστηκε η άποψη ότι οι Ελληνικές Ειδικές Δυνάμεις μπορεί να έχουν υψηλότερο ηθικό και ομαδικό πνεύμα από τις τακτικές μονάδες πεζικού, αλλά δόθηκε έμφαση στη δυνατότητα ανάπτυξης και στην προθυμία εμπλοκής με τον εχθρό, παρά στην ανώτερη, θεμελιωμένη σε ρεαλιστική εκπαίδευση ικανότητα να το πράξουν.
- Είναι ενθαρρυντικό πως οι ερωτηθέντες συμφώνησαν ότι περίπου το 10-15% των εφέδρων στις Ειδικές Δυνάμεις αποτελείται από εθελοντές από προνομιούχα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, γεγονός που μαρτυρεί την εγγενή ικανότητα, και στην Ελλάδα, των μονάδων με φήμη να αποτελούν πραγματικό κίνητρο για την κατάταξη σε αυτές των εφέδρων. Συναφώς, ένας από τους ερωτηθέντες μας ανέφερε ότι είχε κίνητρο να ενταχθεί στους αλεξιπτωτιστές των Ειδικών Δυνάμεων τόσο λόγω της σωματικής πρόκλησης όσο και για να ενισχύσει το βιογραφικό του σημείωμα ενόψει των αιτήσεων του για ανώτερες μεταπτυχιακές σπουδές στις ΗΠΑ.
Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχτεί ότι ο Στρατός σαφώς διαθέτει τον απαραίτητο πυρήνα για να βελτιώσει ουσιαστικά την ποιότητα της εκπαίδευσης των εφέδρων καθώς και την επιχειρησιακή επάρκεια των μονάδων που αποτελούνται τόσο από επαγγελματίες όσο και από εφέδρους, δεν έχει όμως φτάσει ακόμη εκεί.
Όπως ήδη σημειώθηκε οι παραπάνω διαπιστώσεις αφορούν την εμπειρία των εφέδρων των Ειδικών Δυνάμεων και όχι την εμπειρία του μεγαλύτερου μέρους των μονάδων του Στρατού. Θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχτεί ότι ο Στρατός σαφώς διαθέτει τον απαραίτητο πυρήνα για να βελτιώσει ουσιαστικά την ποιότητα της εκπαίδευσης των εφέδρων καθώς και την επιχειρησιακή επάρκεια των μονάδων που αποτελούνται τόσο από επαγγελματίες όσο και από εφέδρους, δεν έχει όμως φτάσει ακόμη εκεί.
Όσον αφορά στην τυπολογία μας για τα μοντέλα στρατολόγησης που καθορίσαμε στην ενότητα δύο, ενώ η Ελλάδα έχει εγκαταλείψει το αντιπαραγωγικό «πειθαρχοκεντρικό» μοντέλο που εξακολουθεί να συναντάται σε τμήματα εφέδρων, όπως αυτά της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Τουρκίας, δεν έχει ακόμη μεταβεί στο μοντέλο ενός σύγχρονου Στρατού με βάση την θητεία εφέδρων, ο οποίος επενδύει και παρακινεί την πλειονότητα των στρατεύσιμών του μέσω μιας απαιτητικής εκπαίδευσης και ανάθεσης ευθυνών. Σημειώνουμε εδώ την ποικιλομορφία των απαντήσεων στις τέσσερις συνεντεύξεις με τους εφέδρους των Ειδικών Δυνάμεων που ενδεχομένως να υποδηλώνει την έλλειψη ομοιόμορφα υψηλών προτύπων, διαχρονικά και σε όλες τις μονάδες, ακόμη και εντός των Ειδικών Δυνάμεων του Στρατού. Αξίζει επίσης ιδιαίτερης επισήμανσης ότι η έλλειψη επενδύσεων και επιτελικής σκέψης σχετικά με την εκπαίδευση και την απόδοση των εφέδρων ενισχύουν τις ήδη υφιστάμενες αντιλήψεις του μέσου πολίτη όσο και των ελίτ της χώρας ότι η θητεία σε αυτή την εποχή είναι χάσιμο χρόνου και συνεπώς είναι ελάχιστα χρήσιμη για την εθνική άμυνα της Ελλάδας.[25]
Τυπολογικά, η Ελλάδα φαίνεται να μοιάζει με την Ταϊβάν, όπου έχουν παρατηρηθεί οι ίδιες συνέπειες λόγω της ακόμη πιο δραστικής μείωσης του χρόνου υπηρεσίας για τους στρατεύσιμους σε μόλις τέσσερις μήνες.
Τυπολογικά, η Ελλάδα φαίνεται να μοιάζει με την Ταϊβάν, όπου έχουν παρατηρηθεί οι ίδιες συνέπειες λόγω της ακόμη πιο δραστικής μείωσης του χρόνου υπηρεσίας για τους στρατεύσιμους σε μόλις τέσσερις μήνες. Μια τόσο σύντομη θητεία των εφέδρων υποβαθμίζει την επιχειρησιακή ετοιμότητα των επαγγελματιών στρατιωτών που καλούνται να σηκώσουν το κύριο βάρος των δραστηριοτήτων ρουτίνας λόγω της συνολικής υποστελέχωσης των μονάδων και καθιστά την εκπαίδευση των εφέδρων επιφανειακή. Σημειώνουμε ότι η Ταϊβάν αντιμετωπίζει μια ακόμη σοβαρότερη απειλή για την εθνική της ασφάλεια με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) να έχει, εδώ και δεκαετίες, ως κορυφαίο εθνικό στόχο την προσάρτηση της Ταϊβάν, είτε ειρηνικά είτε με τη δύναμη των όπλων. Επιπλέον, η ΛΔΚ έχει συγκροτήσει ένοπλες δυνάμεις που οι ΗΠΑ θεωρούν πλέον ως «ισότιμο ανταγωνιστή», λόγω της αυξανόμενης τεχνολογικής τους πολυπλοκότητας. Οι ΗΠΑ έχουν επίσης πιέσει έντονα την Ταϊβάν να ενισχύσει τις δυνάμεις εφεδρείες της, ώστε να αποτρέψει τη ΛΔΚ μέσω της αποστολής του μηνύματος ότι σε περίπτωση εισβολής στο νησί θα ακολουθήσει ένας παρατεταμένος πόλεμος φθοράς που θα έδινε επίσης στις ΗΠΑ τον χρόνο να σπεύσουν σε βοήθεια της Ταϊβάν[26].
Υποθέτουμε ότι η ομοιότητα μεταξύ αυτών των δύο χωρών υψηλού εισοδήματος, Ελλάδας και Ταϊβάν, οι οποίες αντιμετωπίζουν οξείες απειλές εθνικής ασφάλειας και έχουν αναπτύξει υποτυπώδη τμήματα εφέδρων (σε αντίθεση με τις Σκανδιναβικές χώρες και το Ισραήλ) μπορεί να σχετίζεται με το πρόσφατο αυταρχικό παρελθόν τους. Η Ελλάδα κατά την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μέχρι την κατάρρευση της χούντας το 1974, βίωσε την ισχυρή επιρροή του στρατού στη δημόσια ζωή και την εξαιρετικά άνιση μεταχείριση των ιδεολογικά “ύποπτων” στρατεύσιμων, στο πλαίσιο του αυξημένου αντικομμουνιστικού κλίματος της εποχής. Ομοίως, το καθεστώς του Κουομιντάνγκ, που εκπροσωπήθηκε από το Εθνικιστικό Κόμμα ή ΚΜΤ, μετά την ήττα του στην ηπειρωτική Κίνα επέβαλε μονοκομματική διακυβέρνηση στην Ταϊβάν, η οποία κατέστειλε, μέσω κρατικών μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένου του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας, τους γηγενείς Ταϊβανoύς καθώς και άλλα αντιπολιτευτικά στοιχεία. Με τον εκδημοκρατισμό στην Ελλάδα, και ιδίως με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, κάθε υπόνοια «καψονιού» απονομιμοποιήθηκε και μετετράπη σε απειλή για την καριέρα των επαγγελματιών αξιωματικών. Αναπόφευκτα, οι αντίπαλοι της υποχρεωτικής θητείας μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στις πολιτικές ηγεσίες που αποστρέφονταν το πολιτικό κόστος ώστε να απονομιμοποιήσουν όχι μόνο τα «καψόνια» αλλά και τη απαιτητική σωματική εκπαίδευση. Μπορεί συνεπώς να ισχύει ό,τι στην Ταϊβάν, η οποία εκδημοκρατίστηκε αρκετά αργότερα από την Ελλάδα, τη δεκαετία του 1990, και όπου οι αυταρχικές μνήμες είναι ακόμη πιο νωπές, ότι η διάρκεια και η ποιότητα της θητείας δύνανται επίσης να έχουν επηρεαστεί από την συσχέτιση των ενόπλων δυνάμεων με αυτό το αυταρχικό παρελθόν.
Σε συνδυασμό με τη σχεδόν δεκαετή οικονομική κρίση που βίωσε η Ελλάδα και τη συνεχιζόμενη και εντεινόμενη επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας υπαγορεύουν την ανάγκη μεταρρύθμισης της κληρωτής θητείας στην Ελλάδα.
Η ανάλυση που προηγήθηκε σε συνδυασμό με τη σχεδόν δεκαετή οικονομική κρίση που βίωσε η Ελλάδα και τη συνεχιζόμενη και εντεινόμενη επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας υπαγορεύουν την ανάγκη μεταρρύθμισης της κληρωτής θητείας στην Ελλάδα. Η οικονομική κρίση έχει επιταχύνει την απαξίωση αυτών των δοξασιών της πολιτειακής μετάβασης της Ελλάδας, που ήταν ήδη παρωχημένες εδώ και καιρό ή είχαν διαστρεβλωθεί σε σημείο παραμορφώσεως, λόγω της διαχρονικής πολιτικής τους εκμετάλλευσης, διευρύνοντας τα όρια του πολιτικά εφικτού. Η επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα νομιμοποίησε την αύξηση των αμυντικών δαπανών, έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη η Ελλάδα να αποκτήσει έναν τεχνολογικά προηγμένο αμυντικό τομέα και δημιούργησε την ευκαιρία αποστολής επαγγελματιών αξιωματικών και υπαξιωματικών σε απαιτητικές αποστολές σε τρίτες χώρες. Η μεταρρύθμιση της υποχρεωτικής θητείας θα πρέπει να γίνει αντιληπτή σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο. Παράλληλα δεν πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί ή απαισιόδοξοι σχετικά με την αποδοχή από την ελληνική νεολαία μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας την οποία μπορεί κάλλιστα να δει ως ευκαιρία αυτοπραγμάτωσης ή/και δυναμικής τοποθέτησής της στην αγορά εργασίας, όπως και οι συνομήλικοί τους στις σκανδιναβικές χώρες και το Ισραήλ.
Επαγγελματίες και έφεδροι
Αναμφίβολα η εκπαίδευση και η απόδοση των εφέδρων εξαρτάται από την αλληλεπίδρασή τους με τους επαγγελματίες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Οι επαγγελματίες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί με τη σειρά τους διαμορφώνονται, κατά την αλληλεπίδρασή τους με τους στρατεύσιμους, από την ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας να τους εξασφαλίσει προηγμένες εμπειρίες στο πεδίο της μάχης και απαιτητικά επιχειρησιακά πρότυπα. Στην παρούσα μελέτη η αλληλεπίδραση αυτή εξετάζεται μέσα από το πρίσμα δύο βασικών συστατικών. Πρώτον, της εμπειρίας στο πεδίο της μάχης που αποκτούν σε καιρό ειρήνης μόνο οι επαγγελματίες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί μέσω της συμμετοχής σε αποστολές σε τρίτες χώρες. Δεύτερον, της φυσικής κατάστασης που κατακτάται από κοινού από επαγγελματίες και στρατεύσιμους, μέσω δομημένης και επαγγελματικά καθοδηγούμενης σωματικής άσκησης.
Ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα της εκπαίδευσης των εφέδρων, τόσο σε τακτικό επίπεδο μικρών μονάδων όσο και σε επίπεδο συνδυασμένων όπλων που συμμετέχουν μεγάλοι σχηματισμοί, είναι η έλλειψη έκθεσης του Ελληνικού Στρατού στο πεδίο της μάχης.
Ένας βασικός παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα της εκπαίδευσης των εφέδρων, τόσο σε τακτικό επίπεδο μικρών μονάδων όσο και σε επίπεδο συνδυασμένων όπλων που συμμετέχουν μεγάλοι σχηματισμοί, είναι η έλλειψη έκθεσης του Ελληνικού Στρατού στο πεδίο της μάχης. Η τελευταία μεγάλη σύγκρουση στην οποία συμμετείχαν ελληνικά στρατεύματα εδάφους αφορά τον πόλεμο της Κορέας το 1950-1953. Κατά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 ένα τάγμα του Ελληνικού Στρατού ενεπλάκη σε μάχη με τουρκικά στρατεύματα για τρεις ημέρες.
Κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο, επιδιώκοντας να αποφύγουν το πολιτικό κόστος, οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας απέφυγαν να στείλουν στρατεύματα πρώτης γραμμής σε οποιαδήποτε από τις μεγάλες συγκρούσεις και αποστολές στις οποίες συμμετείχαν οι σύμμαχοί της ή άλλα μέλη του ΝΑΤΟ, ξεκινώντας από τον πόλεμο του Κόλπου και προχωρώντας στη συνέχεια στις αποστολές σταθεροποίησης στο Ιράκ, το Αφγανιστάν (όπου ελληνικά τμήματα συμμετείχαν αλλά όχι σε πολεμικές επιχειρήσεις) και το Σαχέλ. Γνωρίζουμε ότι τις μεγάλες αυτές διαφυγούσες ευκαιρίες για τους Έλληνες επαγγελματίες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς (που αφορούν συνολικά τις Ένοπλες Δυνάμεις καθώς η αποκτηθείσα στο πεδίο της μάχης εμπειρία διαχέεται μέσω αλλαγών στο δόγμα, τις επιχειρήσεις και την εκπαίδευση), τις εκμεταλλεύτηκαν με εξαιρετικά αποτελέσματα άλλες χώρες με παρόμοια με την Ελλάδα χαρακτηριστικά, όπως η Ιταλία και η Σουηδία[27]. Σχετικώς εξετάζουμε παρακάτω τη δυνητικά μετασχηματιστική επιρροή που μπορεί να έχει η εμπειρία μάχης που αποκτούν οι επαγγελματίες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί στον εμβληματικό τομέα του μη επανδρωμένου πολέμου.
Μια σπάνια, στην ειλικρίνειά της, συνέντευξη με έναν απόστρατο αξιωματικό των Ειδικών Δυνάμεων αποδεικνύεται σημαντική ως προς τις διαπιστώσεις που αφορούν στις επιπτώσεις της έλλειψης εμπειρίας μάχης στην αποτελεσματικότητα του Στρατού Ξηράς της Ελλάδας και οι οποίες έχουν αντίκτυπο στην ποιότητα της εκπαίδευσης των εφέδρων του[28]:
- Αδυναμία κατανόησης από τους επαγγελματίες αξιωματικούς του Στρατού του τρόπου με τον οποίο είναι απαραίτητο να αλλάξει η σύνθεση των μονάδων λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες συνθήκες στο πεδίο της μάχης.
- Μη ρεαλιστική εκπαίδευση μάχης, ακόμη και σε επίπεδο άσκησης βολών, όπως η χρήση ασπρόμαυρων στόχων σε αντίθεση με τους καμουφλαρισμένους στόχους βολών.
- Έλλειψη αλλαγών στο δόγμα, τις επιχειρήσεις και την εκπαίδευση με βάση την εμπειρία που αποκτάται στο πεδίο της μάχης.
- Ολίσθηση της ηγεσίας του Στρατού σε τυποποιημένα και προβλέψιμα πρότυπα επιχειρήσεων και έμφαση σε μη πολεμικές δραστηριότητες, δηλαδή στο λεγόμενο «σύνδρομο του στρατού παρέλασης».
- Ανεπαρκής ποιότητα εξοπλισμού, σε σύγκριση με την ανταγωνίστρια Τουρκία, και περιορισμένη εξέλιξη του τακτικού δόγματος, όπως στην περίπτωση του ρόλου του ελεύθερου σκοπευτή.
Θα πρέπει, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Πράγματι παρότι η Ελλάδα δεν έχει στείλει μονάδες σε εμπόλεμες ζώνες (αν και εξετάζει το ενδεχόμενο να το πράξει στο Σαχέλ, στο πλαίσιο της πρόσφατα υπογραφείσας συμφωνίας «αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής» με τη Γαλλία) παρατηρείται σημαντική αύξηση της ποιότητας εκπαίδευσης των επαγγελματικών τμημάτων του Στρατού Ξηράς με αμερικανικές και άλλες δυνάμεις, που αφορά κυρίως μονάδες Τεθωρακισμένων, Αεροπορίας Στρατού και Ειδικών Δυνάμεων[29].
Ένα πολύ καλό παράδειγμα του επιχειρησιακού οφέλους που αποκτούν τα συγκροτήματα των Ενόπλων Δυνάμεων που συμμετέχουν σε πραγματικές επιχειρήσεις είναι η καθημερινή συμμετοχή των Μοιρών Αναχαίτισης της Πολεμικής Αεροπορίας στην αντιμετώπιση των τουρκικών αεροπορικών προκλήσεων από το 1974 και μέχρι σήμερα.
Πάντοτε υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης της συνολικής εκπαίδευσης των μικτών μονάδων, επαγγελματιών και εφέδρων, μέσω της μεγαλύτερης έντασης της εκπαίδευσης. Όμως, όπως και στην εξέταση της μελέτης περίπτωσης των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, θα εξακολουθήσουμε να υποστηρίζουμε ότι η πραγματική εμπειρία στο πεδίο της μάχης που αποκτούν οι επαγγελματίες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί (με σημαντικότερη την αποστολή ενός αποσπάσματος των Ειδικών Δυνάμεων στο Σαχέλ) είναι κρίσιμη για τις απαιτούμενες αλλαγές. Αλλαγές που μπορούν αφενός να αναβαθμίσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης των εφέδρων και αφετέρου να προσφέρουν πραγματική ευκαιρία στους Έλληνες εφέδρους να συνεισφέρουν μέσω των δεξιοτήτων και των τεχνο-επιστημονικών τους γνώσεων στη δημιουργία ενός ποιοτικά ανώτερου Στρατού από αυτόν της Τουρκίας. Ένα πολύ καλό παράδειγμα του επιχειρησιακού οφέλους που αποκτούν τα συγκροτήματα των Ενόπλων Δυνάμεων που συμμετέχουν σε πραγματικές επιχειρήσεις, αν και προερχόμενο από εξ’ολοκλήρου επαγγελματίες. είναι η καθημερινή συμμετοχή των Μοιρών Αναχαίτισης της Πολεμικής Αεροπορίας στην αντιμετώπιση των τουρκικών αεροπορικών προκλήσεων από το 1974 και μέχρι σήμερα. Στον τομέα αυτόν, της σχεδίασης και εκτέλεσης αποστολών εναερίου επικράτησης, η Πολεμική Αεροπορία έχει αποσπάσει τον θαυμασμό και την αποδοχή από πολύ έμπειρες Αεροπορίες που έχουν βρεθεί σε μεγάλες ασκήσεις, όπως ο ΗΝΙΟΧΟΣ[30].
Όσον αφορά στο ζήτημα της φυσικής κατάστασης των εφέδρων, η παρούσα μελέτη υπενθυμίζει ότι αφορά σε έναν τομέα όπου οι καλύτεροι στρατοί στον κόσμο επενδύουν και σοβαρή μελέτη και πόρους. Και τούτο διότι θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την ικανότητα ενός στρατιώτη να ανταποκρίνεται, όχι μόνο σωματικά αλλά και γνωστικά, με επάρκεια και αποτελεσματικότητα στα καθήκοντά του σε ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες στο πεδίο της μάχης, καθώς η φυσική κατάσταση βελτιώνει τη γνωστική ικανότητα σε συνθήκες υψηλού στρες. Ενδεικτικά, το νέο τεστ φυσικής κατάστασης του Στρατού των ΗΠΑ (Army Combat Fitness Test – ACFT), όπως και το παλαιότερο, θεσμοθετείται πλέον μέσω συστημάτων «εκπαίδευσης των εκπαιδευτών» και πιστοποίησης των εκπαιδευτών, παροχής του απαραίτητου εξοπλισμού φυσικής κατάστασης, καθοδήγησης όλου του προσωπικού ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στο τεστ και αυστηρών ετήσιων δοκιμασιών φυσικής κατάστασης, βάσει της εφαρμογής του σχετικού εκτελεστικού διατάγματος[31].
Διερευνήσαμε το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης όσον αφορά στη φυσική κατάσταση των επαγγελματιών στρατιωτικών, με την υπόθεση ότι οι αδυναμίες που αφορούν τους επαγγελματίες θα είναι ακόμη πιο αισθητές για τους εφέδρους.
Ως υποκατάστατο για την αξιολόγηση της φυσικής κατάστασης των εφέδρων του Ελληνικού Στρατού, διερευνήσαμε το επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης όσον αφορά στη φυσική κατάσταση των επαγγελματιών στρατιωτικών, με την υπόθεση ότι οι αδυναμίες που αφορούν τους επαγγελματίες θα είναι ακόμη πιο αισθητές για τους εφέδρους.
Ειδικότερα συνέντευξη με επαγγελματία που εμπλέκεται στο πρόγραμμα φυσικής κατάστασης των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ανέδειξε τα ακόλουθα:
- Τα τεστ φυσικής κατάστασης στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, όπως το Cooper Test που χρησιμοποιείται από την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, είναι ξεπερασμένα (το Cooper Test είναι πενήντα ετών).
- Η επικρατούσα στάση μεταξύ των αξιωματικών άνω των 40 ετών (τυπικά η ηλικία ενός αντισυνταγματάρχη στις Ελληνικές Δυνάμεις Εδάφους) είναι ότι η φυσική κατάσταση δεν είναι εξίσου σημαντική για τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς.
- Τα τεστ φυσικής κατάστασης που καλούνται να περάσουν οι επαγγελματίες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί είναι συχνά επιφανειακά και ενδέχεται να μη διενεργούνται με την προσήκουσα σοβαρότητα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία σκέψη για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης του στρατεύσιμου τμήματος της Ελλάδας ούτε και πρόβλεψη για την υιοθέτηση προγραμμάτων φυσικής κατάστασης και την εμπέδωση διατροφικών συνηθειών που θα βελτίωναν την ικανότητά των στελεχών του Στρατού να αποδίδουν αποτελεσματικά στη μάχη. Ας μην λησμονείται ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις αφορούν μια χώρα που έχει ήδη ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας εφήβων και νέων στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27.[32]
Από μια άλλη, θετική σκοπιά, σημειώνεται η γνώση στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις της σύνδεσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ της φυσικής κατάστασης και της γνωστικής ικανότητας των ατόμων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της προηγμένης έρευνας που αφορούσε στα μέλη των επίλεκτων ομάδων ΟΥΚ[33]. Η εγχώρια τεχνογνωσία που οικοδομήθηκε από την ακαδημαϊκή κοινότητα της Ελλάδας εδώ και δεκαετίες σχετικά με τη φυσική κατάσταση και τη διατροφή σημαίνει ότι μόλις υπάρξει η πολιτική βούληση οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα είναι σε θέση να εφαρμόσουν ένα τεκμηριωμένο, εξαιρετικά αποτελεσματικό πρόγραμμα φυσικής κατάστασης τόσο για το επαγγελματικό όσο και για το έφεδρο τμήμα τους. Επιπλέον, τα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας στην Ελλάδα συνυπάρχουν με μια κουλτούρα σωματικής άσκησης τυπική για μια χώρα υψηλού εισοδήματος, πράγμα που σημαίνει ότι η ελληνική νεολαία είναι, σε σημαντικό βαθμό, εξοικειωμένη με προηγμένες τεχνικές σωματικής άσκησης.
Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να σημειώσουμε το κοινό νήμα που διατρέχει την απροθυμία της πολιτικής τάξης της Ελλάδας, όλων των αποχρώσεων και εν τέλει και της ελληνικής κοινωνίας να κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να δημιουργήσει έναν αποτελεσματικό, μεικτό επαγγελματικό και έφεδρων, στρατό. Η αποφυγή αποστολής επαγγελματιών αξιωματικών και υπαξιωματικών σε αποστολές εκστρατείας και η μη διασφάλιση ότι τόσο οι επαγγελματίες όσο και οι έφεδροι διαθέτουν τα απαραίτητα εχέγγυα αποτελεσματικότητας στο πεδίο της μάχης, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η επαρκής φυσική κατάσταση, είναι δύο μόνο ενδείξεις της επί δεκαετίες απροθυμίας να ξεπεραστούν οι εκτιμήσεις του πολιτικού κόστους και οι κοινωνικές προκαταλήψεις προκειμένου να ενισχυθεί το ποιοτικό πλεονέκτημα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων έναντι των πολυπληθέστερων τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και να εξασφαλιστεί για τη χώρα μια αξιόπιστη στρατιωτική αποτροπή.
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ο αυξημένος ρυθμός στην εκπαίδευση, ιδίως με τις ιδιαίτερα προηγμένες μονάδες σύμμαχων χωρών , οι επενδύσεις σε εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις και οι αγορές υλικού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καταδεικνύουν τη μετάβαση της προπαρασκευής των μονίμων στελεχών από το επιφανειακό στο ουσιαστικό.
Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι ο αυξημένος ρυθμός στην εκπαίδευση, ιδίως με τις ιδιαίτερα προηγμένες μονάδες σύμμαχων χωρών, οι επενδύσεις σε εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις και οι αγορές υλικού, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καταδεικνύουν τη μετάβαση της προπαρασκευής των μονίμων στελεχών από το επιφανειακό στο ουσιαστικό. Η συμμετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Σαχέλ συνιστά το απαραίτητο επόμενο βήμα σε αυτή τη διαδικασία, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται έτοιμη να κάνει. Στο βαθμό που αυτές οι τάσεις διατηρηθούν, το σώμα των επαγγελματιών αξιωματικών και υπαξιωματικών του Στρατού θα είναι σίγουρα ιδιαίτερα ικανό να δημιουργήσει ένα καλά εκπαιδευμένο σώμα εφέδρων, με τους επαγγελματίες στρατιωτικούς να καθίστανται οι πιο δυναμικοί υποστηρικτές ενός Στρατού που θα ανταποκρίνεται στην αποστολή του σε όλες τις πτυχές του, συμπεριλαμβανομένης και της φυσικής κατάστασης.
Η χαμένη ευκαιρία, για ένα εκσυγχρονισμένο ελληνικό τμήμα εφέδρων να κατακτήσει τον μη επανδρωμένο πόλεμο στο πεδίο της μάχης[34]
Ο μη επανδρωμένος πόλεμος είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα όπου οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, λόγω έλλειψης εμπειρίας στο πεδίο της μάχης, δεν είχαν καταφέρει να συμβαδίσουν με τις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις τα τελευταία είκοσι χρόνια και μόλις τώρα καλύπτουν το χαμένο έδαφος. Η συμμετοχή σε ζώνες μάχης σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη έχουν ενσωματωθεί επαρκώς σε διαφορετικούς τύπους Ενόπλων Δυνάμεων, είτε πρόκειται για μικτές δυνάμεις επαγγελματιών και εφέδρων, όπως στην περίπτωση του Ισραήλ ή της Σουηδίας, είτε για συμμαχικά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ με αμιγώς εθελοντικές δυνάμεις, όπως η Ιταλία, η οποία δεν αντιμετωπίζει καν απειλή για το έδαφός της.
Οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν με μικρά τμήματα, σε ασφαλή απόσταση από το πεδίο της μάχης και δεν συμμετείχαν καθόλου στο Σαχέλ την τελευταία εικοσαετία. Αντίθετα η Ιταλία έδρασε στο Αφγανιστάν, ενώ η Σουηδία έδρασε τόσο στο Αφγανιστάν όσο και στο Σαχέλ με μεγαλύτερα στρατιωτικά τμήματα τα οποία συμμετείχαν, κυρίως στο Αφγανιστάν, στο πεδίο της μάχης.
Τόσο για την Ιταλία όσο και για τη Σουηδία οι εμπειρίες αυτές αποδείχθηκαν καταλυτικές όσον αφορά την ικανότητά τους να εκσυγχρονίσουν την επιχειρησιακή τους λειτουργία και το δόγμα τους και να αναβαθμίσουν τον εξοπλισμό τους. Η παρακολούθηση από μη επανδρωμένα αεροσκάφη συνδυάστηκε με άλλες πηγές πληροφοριών και βελτίωσε την αποτελεσματικότητα των τακτικών αναπτύξεων, εκσυγχρονίζοντας την έννοια των επιχειρήσεων. Οι πολιτικές ηγεσίες αναγκάστηκαν να εξασφαλίσουν τους απαραίτητους πόρους ώστε οι μονάδες στο πεδίο να προστατεύονται επαρκώς. Τα εθνικά στρατιωτικά τμήματα συμμετείχαν στο σχηματισμό μιας κοινής εικόνας επιχειρήσεων, δρώντας από κοινού με τις ικανότατες αμερικανικές δυνάμεις, όπως στην περίπτωση της Ιταλίας στο Αφγανιστάν. Η επιταγή της διαλειτουργικότητας στο πεδίο της μάχης, καθώς και η επιταγή της ενίσχυσης της προστασίας των δυνάμεων μέσω της αποτελεσματικής χρήσης μη επανδρωμένων αεροσκαφών, επιτάχυνε τα προγράμματα ανάπτυξης μη επανδρωμένων αεροσκαφών και βελτίωσε τις δυνατότητες πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης (ISR) στον πυρήνα των ιταλικών και σουηδικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Αντίθετα, κατά την ίδια εικοσαετία, οι αρχικές πρόοδοι στον πειραματισμό και την ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών δεν κατάφεραν να αποκτήσουν δυναμική στην Ελλάδα και οι στόλοι μη επανδρωμένων αεροσκαφών ούτε επεκτάθηκαν ούτε ανανεώθηκαν προκειμένου να καταστούν αναπόσπαστο κομμάτι των επιχειρήσεων σε όλα τα επίπεδα. (Ενδεικτικά ήδη από το 2006, στον δεύτερο πόλεμο του Λιβάνου, δεν υπήρξε ούτε μία επαφή μεταξύ των Ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων και της Χεζμπολάχ όπου οι μονάδες των IDF να μην υποστηρίζονταν από πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο που παρείχαν μη επανδρωμένα αεροσκάφη). Και αυτό παρά το γεγονός ότι, την ίδια περίοδο, η Τουρκία έκανε μεγάλα βήματα στην κατασκευή δικών της μη επανδρωμένων αεροσκαφών και την ανάπτυξή τους σε διάφορα πεδία μάχης, είτε απευθείας, είτε μέσω φίλα προσκείμενων κρατών και άλλων μη-κρατικών οντοτήτων (ένοπλων αντικαθεστωτικών ομάδων, μισθοφόρων).
Εάν η Ελλάδα είχε ακολουθήσει διαφορετική πορεία, είναι δεδομένο ότι ο στρατός της θα είχε ξεκινήσει μια συνολική προσπάθεια ανανέωσης του δόγματος, των μέσων και των δομών του. Κατά συνέπεια, η εκπαίδευση των εφέδρων, σε επίπεδο τακτικής και συνδυασμένων όπλων, θα είχε διαμορφωθεί από τα διδάγματα του μη επανδρωμένου πολέμου. Τα διδάγματα του πολέμου με μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα είχαν διαμορφώσει την εκπαίδευση του εφέδρου, παρέχοντας ερεθίσματα με την εμπλοκή του εφέδρου στρατιώτη σε απαιτητικά σωματικά και γνωστικά καθήκοντα, από το καμουφλάζ και την παροχή προστασίας από μη επανδρωμένα αεροσκάφη έως τη συμμετοχή στη διανομή πληροφοριών που αποστέλλονται από μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Επιπλέον, μια τέτοια εκπαίδευση θα οδηγούσε στην απόκτηση σχετικών δεξιοτήτων των εφέδρων με εφαρμογές στην αγορά εργασίας καθώς και την αξιοποίηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων των εφέδρων που αποκτήθηκαν είτε μέσω της μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, είτε μέσω της αγοράς εργασίας, πριν από την κατάταξη των μεγαλύτερων σε ηλικία εφέδρων. Τέλος, οι στρατεύσιμοι θα εξοικειώνονταν με τις απαιτήσεις του πολέμου με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, λόγω της συγγένειάς τους με μια μορφή τεχνολογίας που είναι χαρακτηριστική για τη γενιά τους. Η ιδιότητα της Ελλάδας ως χώρας υψηλού εισοδήματος σημαίνει ότι οι στρατεύσιμοι είναι καλά προετοιμασμένοι τόσο για την ανάπτυξη δεξιοτήτων που σχετίζονται με τα drones όσο και για να μεταφέρουν αυτές τις δεξιότητες και την τεχνογνωσία στον Στρατό. Η τεχνολογία των drones είναι αρκετά ανεπτυγμένη στα ελληνικά πανεπιστήμια και από πολλές ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις που έχουν ιδρυθεί από νέους επιχειρηματίες στον αγροτικό τομέα, όσο και σε άλλους επαγγελματικούς τομείς όπως ο κινηματογράφος, η πολεοδομία και η περιβαλλοντική διαχείριση. Επίσης οι Έλληνες που σπουδάζουν στο εξωτερικό, τόσο σε προπτυχιακό όσο και σε μεταπτυχιακό επίπεδο, και οι οποίοι θα καταλήξουν να ολοκληρώσουν τη θητεία τους στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 2020, είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό εξοικειωμένοι με προηγμένες τεχνολογίες που σχετίζονται με τα drones.
Επίτευξη ποιότητας για αποτροπή της ποσότητας
Παρότι στον τωρινό χρόνο θητείας δεν παρέχεται η καλύτερη δυνατή εκπαίδευση στους εφέδρους, θεωρούμε ότι η θητεία είναι σκόπιμο να αυξηθεί, κυρίως για δύο λόγους.
Πρώτον, προκειμένου οι μονάδες πρώτης γραμμής να είναι πλήρως στελεχωμένες και να μπορούν να αφιερώνουν επαρκή χρόνο σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση. Δεύτερον, προκειμένου να υπάρχει αρκετός χρόνος για τους στρατεύσιμους με την κατάλληλη προπτυχιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση να αναπτύξουν τις ικανότητές τους σε τεχνικά απαιτητικούς τομείς του Στρατού (π.χ. κυβερνοχώρος), ενώ δεν είναι απαραίτητο να απορροφηθούν σε μονάδες «πρώτης γραμμής» (ακριβώς λόγω του μεγαλύτερου αριθμού εφέδρων που θα καθίσταται διαθέσιμος, ανά πάσα στιγμή, εξαιτίας της προτεινόμενης επέκτασης της θητείας).
Ένα τέτοιο σύστημα εφέδρων, είτε μέσω της απόκτησης δεξιοτήτων των νεότερων στρατεύσιμων είτε μέσω της εκμετάλλευσης δεξιοτήτων των μεγαλύτερων, θα είναι ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Στρατού παρέχοντας το ανθρώπινο κεφάλαιο και την εμπειρία τα οποία θα μπορούν οι στρατεύσιμοι να αξιοποιήσουν στην αγορά εργασίας μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους.
Ένα τέτοιο σύστημα εφέδρων, είτε μέσω της απόκτησης δεξιοτήτων των νεότερων στρατεύσιμων είτε μέσω της εκμετάλλευσης δεξιοτήτων των μεγαλύτερων, θα είναι ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες του Στρατού παρέχοντας το ανθρώπινο κεφάλαιο και την εμπειρία τα οποία θα μπορούν οι στρατεύσιμοι να αξιοποιήσουν στην αγορά εργασίας μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους. Η Ελλάδα θα μπορούσε επίσης να αξιολογήσει στο τέλος της φοίτησης στο λύκειο τους μελλοντικούς εφέδρους, αντλώντας διδάγματα από τις Σκανδιναβικές χώρες και το Ισραήλ, προκειμένου να αντιστοιχίζει καλύτερα τις ατομικές κλίσεις των υποψηφίων εφέδρων με τις εκάστοτε θέσεις. Είναι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό ότι η παρούσα ελληνική κυβέρνηση δείχνει να κινείται προς αυτή τη κατεύθυνση[35].
Πόσο θα πρέπει να επεκταθεί η θητεία των εφέδρων; Αυτή είναι μια τεχνική συζήτηση την οποία δεν μπορεί να διεξαγάγει το παρόν κείμενο πολιτικής. Μπορούμε μόνο να προσδιορίσουμε τα κριτήρια που πρέπει να πληροί η επιτυχής και λελογισμένη επέκταση της θητείας και αυτά θα πρέπει να είναι η ουσιαστική βελτίωση των στόχων της στελέχωσης, της εκπαίδευσης των στρατεύσιμων και, στην περίπτωση των μεγαλύτερων ηλικιακά, εκπαιδευμένων στον ιδιωτικό τομέα και μορφωμένων σε ΑΕΙ εφέδρων, της αξιοποίησης της τεχνογνωσίας τους από τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Πράγματι, όσον αφορά στους στρατεύσιμους που έχουν ολοκληρώσει σπουδές σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο σε συναφή τεχνικά αντικείμενα, θα υποστηρίζαμε ότι πολλοί από αυτούς θα ήταν χρήσιμοι και στο Ναυτικό και την Αεροπορία, αντιστρέφοντας έτσι την τρέχουσα πολιτική της σταδιακής κατάργησης της πρόσληψης στρατεύσιμων στους δύο αυτούς κλάδους.
Aναλύσεις έχουν δείξει ότι άτομα στα μέσα της δεκαετίας των 20 είναι καλύτεροι στρατιώτες τόσο σωματικά όσο και γνωστικά.
Δεύτερον, η θητεία θα πρέπει να διατηρήσει τον εθελοντικό της χαρακτήρα όσον αφορά στην επιλογή του χρόνου κατά τον οποίο ένας μελλοντικός στρατεύσιμος μπορεί να επιλέξει να καταταγεί. Αν και το πολιτικό μας σύστημα δεν μπόρεσε να εφαρμόσει την υποχρεωτική θητεία στα 18, πιστεύουμε ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια άκρως θετική «ακούσια συνέπεια», δηλαδή μια σταθερή ροή στρατεύσιμων υψηλής μόρφωσης, αποκτηθείσας τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε κορυφαία ακαδημαϊκά ιδρύματα του εξωτερικού, είτε σε προπτυχιακό είτε σε μεταπτυχιακό επίπεδο, σε κατά κύριο λόγο προηγμένα τεχνικά αντικείμενα. Σημειώνουμε εδώ ότι η ηγεσία του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ έχει αποφασίσει να «ωριμάσει το Σώμα», να μεταβεί δηλαδή από την στρατολόγηση κυρίως εφήβων στη στρατολόγηση ατόμων άνω των είκοσι ετών, καθώς αναλύσεις έχουν δείξει ότι άτομα στα μέσα της δεκαετίας των 20 είναι καλύτεροι στρατιώτες τόσο σωματικά όσο και γνωστικά[36].
Αυτή η «ακούσια συνέπεια» της κατάταξης στρατεύσιμων στα μέσα και τέλη της δεκαετίας των 20 πρέπει ωστόσο να «συστηματοποιηθεί» μέσω ενός συστήματος παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης κάθε μελλοντικού στρατεύσιμου έτσι ώστε κατά τη στιγμή της κατάταξης ο στρατεύσιμος να διοχετεύεται στην καταλληλότερη μονάδα, είτε πρόκειται για μονάδες «πρώτης γραμμής» είτε για μονάδες υποστήριξης είτε για κρίσιμες λειτουργικές θέσεις στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Μια τέτοια συστηματική αξιοποίηση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών δεξιοτήτων των στρατευσίμων, σε συνδυασμό με την αυξημένη σε διάρκεια θητεία των εφέδρων, μπορεί να προσφέρει ένα ποιοτικό πλεονέκτημα στο Στρατό Ξηράς.
Μια τέτοια συστηματική αξιοποίηση των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών δεξιοτήτων των στρατευσίμων, σε συνδυασμό με την αυξημένη σε διάρκεια θητεία των εφέδρων, μπορεί να προσφέρει ένα ποιοτικό πλεονέκτημα στο Στρατό Ξηράς (και στην περίπτωση των λειτουργιών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας σε όλους τους κλάδους των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων) έναντι του αντίστοιχου τουρκικού. Οι δύο βασικοί λόγοι που οδηγούν στη χρησιμοποίηση εφέδρων μεγαλύτερης ηλικίας, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εκπαίδευση σε εκτός στρατού περιβάλλον είναι οι επιταγές της αποτροπής σε πολλαπλά πεδία, και του αδιάκοπου εκσυγχρονισμού των λειτουργιών του «back office» των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η «διατομεακή αποτροπή» (cross-domain deterrence), όπως αναφέραμε στην εισαγωγή, αναφέρεται στη συμπερίληψη σε καταστάσεις σύγκρουσης και άλλων τομέων εκτός της ξηράς, του αέρα και της θάλασσας, όπως των τομέων του κυβερνοχώρου, του διαστήματος και των πληροφοριών[37]. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της σύγχρονης ένοπλης σύγκρουσης απαιτεί από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να αξιοποιούν συστηματικά την τεχνογνωσία από το κληρωτό τμήμα τους καθώς μια τέτοια ποικιλόμορφη τεχνογνωσία δεν μπορεί ρεαλιστικά να παρέχεται μόνο από επαγγελματίες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Ουσιαστικά μια τέτοια αξιοποίηση θα ενίσχυε την ικανότητα του Στρατού Ξηράς να διαθέτει ποιοτικό πλεονέκτημα όχι μόνο στο επίπεδο της διεξαγωγής ολοκληρωτικού πολέμου αλλά και σε όλα τα άλλα επίπεδα ή/και καταστάσεις κρίσεων που υπολείπονται ή προηγούνται ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Ο εκσυγχρονισμός των λειτουργιών «back office» αναφέρεται κατ’ εξοχήν σε λειτουργίες διπλής χρήσης –όπως είναι η διοικητική μέριμνα, τα οικονομικά, η διαχείριση ανεφοδιασμού και εξαρτημάτων– η αύξηση της αποτελεσματικότητας των οποίων μπορεί να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην ετοιμότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο εκσυγχρονισμός των λειτουργιών «back office» αναφέρεται κατ’ εξοχήν σε λειτουργίες διπλής χρήσης –όπως είναι η διοικητική μέριμνα, τα οικονομικά, η διαχείριση ανεφοδιασμού και εξαρτημάτων– η αύξηση της αποτελεσματικότητας των οποίων μπορεί να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην ετοιμότητα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Και εδώ οι άρτια εκπαιδευμένοι και καταρτισμένοι στρατεύσιμοι μπορούν να κάνουν την ουσιαστική διαφορά στις επιδόσεις. Μια κρίσιμη μάζα ελλήνων εφέδρων εκπαιδεύεται και καταρτίζεται συστηματικά πριν από την κατάταξη, έτσι ώστε να είναι αποτελεσματικοί σε σύνθετες, μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες (π.χ. ένας στρατευμένος 27 ετών, με πτυχίο στα οικονομικά και MBA και διετή εργασιακή εμπειρία στο ενεργητικό του), ενώ προηγμένοι Στρατοί και προηγμένες μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες διαχρονικά μεταγγίζουν τεχνογνωσία μεταξύ τους[38].
Αν και κατανοούμε τις ανησυχίες υψηλού κύρους αποστράτων αξιωματικών του Στρατού ότι η χαλάρωση των κανόνων για την υπηρεσία σε μονάδες στα χερσαία σύνορα με την Τουρκία και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου θα γίνει αντικείμενο κατάχρησης, πιστεύουμε ότι τέτοιοι αυστηροί κανόνες, από μόνοι τους, καταλήγουν πάντα να υπονομεύονται από πελατειακές πιέσεις που δημιουργούν, εν ευθέτω χρόνω, διάφορα «παραθυράκια»[39]. Αντίθετα, η καλύτερη εγγύηση ότι οι στρατεύσιμοι θα αξιοποιηθούν, σε γενικές γραμμές, αποτελεσματικά από το Στρατό Ξηράς και τους άλλους Κλάδους, έγκειται στον συνολικό επιτυχή εκσυγχρονισμό των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και του Υπουργείου Άμυνας.
Τόσο οι σκανδιναβικές χώρες που εξετάστηκαν εδώ όσο και το Ισραήλ χρησιμοποιούν την επιστράτευση ως μηχανισμό πρόσληψης επαγγελματιών.
Επιπροσθέτως, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της χώρας πρέπει και μπορούν να δοκιμάσουν να προσφέρουν τη δυνατότητα σε ιδιαίτερα αξιόλογους στρατεύσιμους, όσον αφορά την τεχνοκρατική και επιστημονική τους εξειδίκευση, να υπηρετήσουν περισσότερο είτε ως επαγγελματίες στρατιωτικοί είτε ως πολιτικό προσωπικό του Υπουργείου Άμυνας. Τόσο οι σκανδιναβικές χώρες που εξετάστηκαν εδώ όσο και το Ισραήλ χρησιμοποιούν την επιστράτευση ως μηχανισμό πρόσληψης επαγγελματιών[40]. Άλλες χώρες εκτιμούν επίσης ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις τους χρειάζονται τακτικές εισροές εμπειρογνωμοσύνης για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων επιχειρησιακών και τεχνικών προκλήσεων[41]. Για παράδειγμα, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας θα μπορούσε να αναπτύξει ευκαιρίες σταδιοδρομίας για υποσχόμενους στρατεύσιμους σε τομείς όπως ο κυβερνοχώρος, προσφέροντας ένα πολλά υποσχόμενο βήμα σταδιοδρομίας –μέσω πρόσθετης τριετούς ή/και πενταετούς θέσης σε στρατεύσιμους με υψηλή εξειδίκευση στην πληροφορική ή/και σε άλλους τομείς υψηλής τεχνικής εξειδίκευσης. Τα μέτρια επίπεδα μισθοδοσίας, με βάση τις κλίμακες μισθοδοσίας στελεχών του Ελληνικού Δημοσίου , θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν στη συνέχεια με ευκαιρίες απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα που θα εκτιμούσε δεόντως το επίπεδο ευθύνης και εξειδίκευσης που θα προσέφερε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και οι Ένοπλες Δυνάμεις σε αυτούς τους πρώην εφέδρους. Η καινοτομία που σχετίζεται με την άμυνα στις ελληνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις θα μπορούσε επίσης να εκτιμήσει τη τεχνογνωσία που αποκτάται μέσω αυτών των επαγγελματικών διαδρομών, οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να ενισχύσουν τη δική τους καινοτομική ικανότητα.
Έχει διαπιστωθεί ότι τόσο στις σκανδιναβικές χώρες όσο και στο Ισραήλ οι αποσπάσεις στην πρώτη γραμμή, ιδιαίτερα σε επίλεκτους σχηματισμούς, είναι περιζήτητες και ελκυστικές.
Θεωρούμε επίσης ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει καμία διαφοροποίηση ως προς τη διάρκεια της υπηρεσίας μεταξύ των εφέδρων που συμμετέχουν σε μονάδες «πρώτης γραμμής» και εκείνων που υπηρετούν σε μονάδες υποστήριξης ή σε διευθύνσεις του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Η υπηρεσία και στους δύο τύπους μονάδων θα πρέπει να είναι απαιτητική. Ούτε σε ένα συνολικά υψηλής ποιότητας μεικτό Στρατό, αποτελούμενο από επαγγελματίες και εφέδρους, θα πρέπει να θεωρείται μειονεκτική η τοποθέτηση στην «πρώτη γραμμή» στην περιοχή του Έβρου ή στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Έχει διαπιστωθεί ότι τόσο στις σκανδιναβικές χώρες όσο και στο Ισραήλ οι αποσπάσεις στην πρώτη γραμμή, ιδιαίτερα σε επίλεκτους σχηματισμούς, είναι περιζήτητες και ελκυστικές. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω αυτό συμβαίνει και στις Ειδικές Δυνάμεις της Ελλάδας, όπου εθελοντικά υπηρετούν στρατεύσιμοι από κοινωνικοοικονομικά προνομιούχα στρώματα. Συνακόλουθα αναμένουμε ότι ένα αναβαθμισμένο καθεστώς εκπαίδευσης σε όλα τα όπλα πρώτης γραμμής, δηλαδή στα Τεθωρακισμένα, το Πυροβολικό, το Πεζικό συμπεριλαμβανομένων των Ειδικών Δυνάμεων, το Μηχανικό αλλά και άλλες τεχνικά απαιτητικές λειτουργίες όπως η διοικητική μέριμνα και οι διαβιβάσεις, θα αποκτήσει γρήγορα το ίδιο κύρος μεταξύ των στρατεύσιμων της Ελλάδας. Μάλιστα αναμένουμε ότι η θητεία σε καλά εξοπλισμένες, άρτια εκπαιδευμένες και ολοένα και πιο αξιόμαχες μονάδες του Στρατού Ξηράς που βρίσκονται στα ανατολικά σύνορα και τα νησιά, καθώς και στις μονάδες των Ειδικών Δυνάμεων και της 71ης Αερομεταφερόμενης Ταξιαρχίας που βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα, θα είναι ελκυστική για προνομιούχα, αστικά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Μια τέτοια θητεία άλλωστε (α) μοιάζει πολύ με την προ της στράτευσης ενασχόληση αυτών των κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων με τον ανταγωνιστικό αθλητισμό και την ψυχαγωγική τους έκθεση στην ελληνική ύπαιθρο και (β) καθίσταται ελκυστική χάρη στη δυνατότητα στρατηγικής χρήσης του κύρους της αναβαθμισμένης θητείας από αυτά τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα για σκοπούς επαγγελματικής ανέλιξης σε άκρως ανταγωνιστικές αγορές εργασίας, εγχώριες και διεθνείς, π.χ. τράπεζες, συμβουλευτικές υπηρεσίες και άλλα.
Τόσο συμβολικά όσο και επιχειρησιακά, η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία θα πρέπει να αποδείξει ότι εκτιμά ιδιαίτερα το ανθρώπινο κεφάλαιο των εφέδρων που έχει στη διάθεσή της και ότι είναι πρόθυμη να αφιερώσει τη σκέψη και τα μέσα που απαιτούνται ώστε να μην υπονομεύεται το ηθικό αυτών και να μην σπαταλάται ο χρόνος τους σε περιττές διαδικασίες.
Είναι επίσης ανάγκη να επενδυθούν με τρόπο παραγωγικό πόροι τόσο στις μονάδες της πρώτης γραμμής όσο και στις μονάδες των μετόπισθεν, έτσι ώστε να περιοριστούν σημαντικά τα αναγκαία αλλά καθήκοντα ρουτίνας, όπως η φύλαξη στρατοπέδων. Ενδεικτικά, η φύλαξη μπορεί να αντικατασταθεί από την εγκατάσταση καμερών και αιθουσών ελέγχου (τεχνολογίες επιτήρησης που μπορούν πλέον να αποκτηθούν με μικρό κόστος) καθώς και μέσω της βελτίωσης της περίφραξης των στρατοπέδων. Τόσο συμβολικά όσο και επιχειρησιακά, η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία θα πρέπει να αποδείξει ότι εκτιμά ιδιαίτερα το ανθρώπινο κεφάλαιο των εφέδρων που έχει στη διάθεσή της και ότι είναι πρόθυμη να αφιερώσει τη σκέψη και τα μέσα που απαιτούνται ώστε να μην υπονομεύεται το ηθικό αυτών και να μην σπαταλάται ο χρόνος τους σε περιττές διαδικασίες. Επενδύσεις κεφαλαίου και βελτίωση της αποδοτικότητας σε άλλες παρόμοιες δραστηριότητες, όπως η διαχείριση των εγκαταστάσεων, ο ανεφοδιασμός και το μαγείρεμα, μπορούν επίσης να εξοικονομήσουν χρόνο για τους εφέδρους, ενώ παράλληλα θα μεταδώσουν σε αυτούς εφαρμόσιμες δεξιότητες σε τομείς όπως ο τουρισμός.
Η Ελλάδα θα πρέπει να παραδειγματιστεί από το σκανδιναβικό μοντέλο μιας ουσιαστικά εθελοντικής στράτευσης για τις γυναίκες. Με τον όρο εθελοντική στράτευση εννοούμε ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας θα πρέπει να καθορίσει τον αριθμό των γυναικών που χρειάζεται και να επιτύχει αυτόν τον αριθμό κατάταξης με την πρόσληψη μεταξύ όλων των υποψηφίων εκείνων που επιθυμούν να υπηρετήσουν.
Τρίτον, η Ελλάδα θα πρέπει να παραδειγματιστεί από το σκανδιναβικό μοντέλο μιας ουσιαστικά εθελοντικής στράτευσης για τις γυναίκες. Με τον όρο εθελοντική στράτευση εννοούμε ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας θα πρέπει να καθορίσει τον αριθμό των γυναικών που χρειάζεται και να επιτύχει αυτόν τον αριθμό κατάταξης με την πρόσληψη μεταξύ όλων των υποψηφίων εκείνων που επιθυμούν να υπηρετήσουν. Ένα τέτοιο σύστημα θα πρέπει να ενισχύσει τη διαθεσιµότητα εφέδρων µε υψηλό φρόνημα, επιτρέποντας την κατανομή τους µε βάση τις δεξιότητες και τις ικανότητές τους και όχι µε γνώμονα την επιτακτική ανάγκη να υπάρχουν πλήρως επανδρωμένες μονάδες πρώτης γραμμής. Η κατάταξη γυναικών εφέδρων με πανεπιστημιακούς τίτλους σπουδών σε θέματα όπως η πληροφορική, η μηχανική και τα οικονομικά, θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδιαίτερα επωφελής. Όπως και με όλες τις πτυχές της θητείας που εξετάσαμε παραπάνω, η στρατολόγηση των γυναικών αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα του ελληνικού πολιτεύματος και της ελληνικής κοινωνίας που δεν μπορεί να ακολουθήσει το τουρκικό κράτος και η τουρκική κυβέρνηση: μια σταθερά θεμελιωμένη ισότητα των δύο φύλων στην ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη και ταχέως εξελισσόμενα κοινωνικά ήθη που ευθυγραμμίζονται με αυτή την έννομη τάξη. Όσον αφορά στα κριτήρια και τη χρησιμότητα της συμμετοχής των γυναικών στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι χρήσιμη η παράθεση μιας πραγματιστικής αναφοράς των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων: «Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία εξαιρετικά σημαντικών θέσεων, συμπεριλαμβανομένων και θέσεων μάχης, που δεν απαιτούν από τον στρατιώτη να κουβαλάει 70 κιλά στην πλάτη του για 50 χιλιόμετρα. Ο κανόνας θα πρέπει να είναι ότι οι γυναίκες μπορούν να κατέχουν οποιαδήποτε θέση, εκτός αν υπάρχουν αντικειμενικές προϋποθέσεις που οι γυναίκες δεν μπορούν να εκπληρώσουν και ότι μόνο τότε δικαιολογείται η μη ενσωμάτωσή τους σε τέτοιες θέσεις»[42]. Φυσικά, όσο πιο επιτυχημένη είναι η εθελοντική κατάταξη των γυναικών, τόσο πιο ικανός θα είναι ο Στρατός να εκπληρώσει και τους τρεις βασικούς στόχους: της επαρκούς στελέχωσης των μονάδων «πρώτης γραμμής», ενός ικανοποιητικού σε διάρκεια εκπαιδευτικού κύκλου και της απόκτησης και αξιοποίησης ενός ευρέος φάσματος δεξιοτήτων που είναι απαραίτητες για την αποτροπή σε πολλαπλούς τομείς και τον επιχειρησιακό εκσυγχρονισμό του «back office».
Οι στρατεύσιμοι θα μπορούσαν επίσης να λαμβάνουν μηνιαίο επίδομα, ενδεικτικά 300 ευρώ το μήνα, το οποίο θα έδινε μια χρηματική και άρα απτή αξία στην εκτίμηση της Πολιτείας για τη ζωτική συμβολή της θητείας στην εθνική άμυνα. Ένα τέτοιο μικρό αλλά αξιοπρεπές ποσό, ως ουσιαστική αναγνώριση της πολύτιμης υπηρεσίας που προσφέρει ο στρατεύσιμος στο έθνος, θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τις αξιώσεις που έχει η Πολιτεία για αφοσίωση και επιμέλεια του στρατεύσιμου κατά τη διάρκεια της θητείας του. Καθώς αυτό το κονδύλι θα ενισχύσει κυρίως τη ζήτηση στις παραμεθόριες περιοχές της Ελλάδας όλο το χρόνο, μπορεί να εξισορροπηθεί με άλλες παροχές σε αυτές τις περιοχές. Τα μέτρα εξορθολογισμού, όσον αφορά στην ενοποίηση μονάδων, το κλείσιμο στρατοπέδων που πλεονάζουν και ούτω καθεξής, θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν εν μέρει αυτή την πρόσθετη δαπάνη.
Μια συνετή επένδυση στη θητεία μπορεί να καταστήσει την επιστράτευση συγκρίσιμης και συμπληρωματικής αξίας με την επαγγελματική κατάρτιση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Μια τέτοια συνετή επένδυση στη θητεία, όσον αφορά την επιλογή του προσωπικού, την απόκτηση και ανάπτυξη δεξιοτήτων και τεχνογνωσίας και την ανάληψη επιχειρησιακής ευθύνης, μπορεί κάλλιστα να καταστήσει την επιστράτευση συγκρίσιμης και συμπληρωματικής αξίας με την επαγγελματική κατάρτιση και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι η θητεία εφέδρων σε επίλεκτες μονάδες μάχης και σε ειδικές μονάδες υψηλής τεχνολογίας στις ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις Άμυνας έχει αξιολογηθεί ως πιο σημαντική όσον αφορά στις προοπτικές σταδιοδρομίας στην ισραηλινή βιομηχανία τεχνολογίας από ό,τι τα ακαδημαϊκά πτυχία[43].
Θα συμπεριλαμβάναμε σε αυτές τις δαπάνες τη δημιουργία ενός ενιαίου κέντρου βασικής εκπαίδευσης για το σύνολο των στρατεύσιμων (ενδεικτικά ο Στρατός των ΗΠΑ διαθέτει μόνο τέσσερα τέτοια κέντρα σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα και ο Στρατός του Ηνωμένου Βασιλείου μόνο ένα) που θα συστεγάζεται με ένα Κέντρο Αρχικής Στρατιωτικής Εκπαίδευσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης του στρατού, του οποίου η συνιστώσα της θητείας εφέδρων αποτελεί ζωτικό μέρος, καλύπτει ένα ευρύ φάσμα δαπανών, από την υιοθέτηση βελτιωμένου εξοπλισμού, την ευρύτερη χρήση προηγμένου εξοπλισμού, την εντατικότερη και επαναλαμβανόμενη εξάσκηση στα όπλα και τις ασκήσεις με πραγματικά πυρά, και συνεπώς την αύξηση του επιχειρησιακού κόστους μέσω της ταχύτερης απόσβεσης του εξοπλισμού, της χρήσης πυρομαχικών, της αναβάθμισης των εγκαταστάσεων εκπαίδευσης κ.λπ. Αναμφισβήτητα, οι δαπάνες αυτές θα έπρεπε να αναληφθούν προκειμένου να μπορέσει ο Στρατός να υπηρετήσει ικανοποιητικά τον αποτρεπτικό του ρόλο. Θα συμπεριλαμβάναμε σε αυτές τις δαπάνες τη δημιουργία ενός ενιαίου κέντρου βασικής εκπαίδευσης για το σύνολο των στρατεύσιμων (ενδεικτικά ο Στρατός των ΗΠΑ διαθέτει μόνο τέσσερα τέτοια κέντρα σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα και ο Στρατός του Ηνωμένου Βασιλείου μόνο ένα) που θα συστεγάζεται με ένα νεοσυσταθέν Κέντρο Αρχικής Στρατιωτικής Εκπαίδευσης. Η ιδέα εδώ είναι να δημιουργηθεί ένας χωροταξικός και θεσμικός τόπος σύγχρονης, κατά τα πρότυπα του ΝΑΤΟ, και συνεχώς εξελισσόμενης βασικής εκπαίδευσης, ο οποίος θα μπορεί να επιτύχει οικονομίες κλίμακας όσον αφορά στη δημιουργία και χρήση προηγμένων εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων, καθώς και την εξέλιξη, συσσώρευση και διάχυση της σχετικής τεχνογνωσίας βασικής εκπαίδευσης και την τυποποίηση της υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης σε όλους τους στρατεύσιμους του Στρατού Ξηράς. Οι Ειδικές Δυνάμεις της Ελλάδας κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση και είναι καιρός όλοι οι στρατεύσιμοι να λάβουν την υψηλής ποιότητας βασική εκπαίδευση. Από αυτή την άποψη, η κατάργηση των διαφόρων μικρών και μη εξελιγμένων Κέντρων Εκπαίδευσης Στρατού, τα οποία συνήθως διέθεταν κοιτώνες, χώρο παρέλασης και ένα απλό πεδίο βολής, μπορεί να αποτελέσει θετική εξέλιξη, αρκεί να ληφθεί η απόφαση να επιστρέψει η βασική εκπαίδευση από τις μονάδες πρώτης γραμμής, στο ενιαίο, σύγχρονο, εκπαιδευτικό κέντρο που προτείνουμε[44]. Αυτές οι μεγαλύτερες κατανομές χρόνου από τους στρατεύσιμους και χρημάτων από το κράτος πρέπει να ενσωματωθούν σε ένα νέο δόγμα εθνικής άμυνας.
Υποστηρίξαμε ότι οι πολιτικές συνθήκες είναι πλέον ώριμες για να εξασφαλιστούν αυτές οι κατανομές. Παίρνοντας παράδειγμα από χώρες όπως η Φινλανδία, το νέο αμυντικό δόγμα θα αναφέρεται με αξιοπιστία στο μέγεθος και την ποιότητα των εφεδρικών δυνάμεων του στρατού.[45] Ένα τέτοιο αμυντικό δόγμα θα πρέπει επίσης να δεσμευτεί ότι θα καταστήσει τους στρατεύσιμους με υψηλή εκπαίδευση και κατάρτιση αναπόσπαστο μέρος (α) της απόκτησης από τις Ένοπλες Δυνάμεις διατομεακών αποτρεπτικών ικανοτήτων, όπως στην περίπτωση του κυβερνοπολέμου, και (β) του εκσυγχρονισμού των Ενόπλων Δυνάμεων και των «back office» λειτουργιών του Υπουργείου Άμυνας, όπως τα οικονομικά, η διοικητική μέριμνα και η διαχείριση του ανεφοδιασμού.
Συμπερασματικές σκέψεις και προτάσεις
Αυτή η βέλτιστη ανάπτυξη και κατανομή των δεξιοτήτων, η ποιοτική υπεροχή που είναι απαραίτητη για την Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη την ποσοτική υπεροχή της Τουρκίας, πρέπει και μπορεί να είναι το προϊόν μεθοδικών και συστηματικών μεταρρυθμίσεων και καινοτομιών όσον αφορά στο μοντέλο εφέδρων της Ελλάδας.
Η Ελλάδα, όπως και όλες οι ομοειδείς χώρες στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, «μικρές -μεσαίες» δημοκρατίες υψηλού εισοδήματος, οι οποίες αντιμετωπίζουν οξείες απειλές εθνικής ασφάλειας, χρειάζεται ένα καλά εξοπλισμένο και καλά εκπαιδευμένο τμήμα εφέδρων. Επιπλέον, οι ομοειδείς χώρες της μελέτης παρέχουν πρότυπα που μπορούν να αντιγραφούν και να προσαρμοστούν ώστε η Ελλάδα να εφαρμόσει έναν επιτυχημένο μετασχηματισμό της στρατεύσιμης θητείας ως πυλώνα της εθνικής της άμυνας. Σε μια εποχή που ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα κυριαρχείται από την απόκτηση υπερσύγχρονων πολεμικών πλοίων και μαχητικών αεροσκαφών είναι σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η αποτροπή δεν αφορά μόνο τη διάθεση ανώτερης τεχνολογίας αλλά και τη διάθεση ανώτερων ανθρώπινων δεξιοτήτων. Συνεπώς οι ανθρώπινες δεξιότητες, όσον αφορά το ικανά εκπαιδευμένο τμήμα εφέδρων, μπορούν τόσο να αμβλύνουν τη στρατιωτική τεχνολογία που χρησιμοποιεί ο εχθρός όσο και να ενισχύσουν και να διευρύνουν την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής τεχνολογίας που χρησιμοποιούν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι αυτή η βέλτιστη ανάπτυξη και κατανομή των δεξιοτήτων, η ποιοτική υπεροχή που είναι απαραίτητη για την Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη την ποσοτική υπεροχή της Τουρκίας, πρέπει και μπορεί να είναι το προϊόν μεθοδικών και συστηματικών μεταρρυθμίσεων και καινοτομιών όσον αφορά στο μοντέλο εφέδρων της Ελλάδας. Δεν γεννιόμαστε ποιοτικότεροι, γινόμαστε ποιοτικότεροι με προμελέτη και συστηματική προσπάθεια.
H μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική και εθνοτική ομοιογένεια της Ελλάδας καθιστά τη μεταρρύθμιση της στρατεύσιμης θητείας πολύ πιο επιδεκτική σε αλλαγές από την αντίστοιχη τουρκική.
Το εξαιρετικά προβληματικό μοντέλο στρατολόγησης της Τουρκίας, το οποίο διακρίνεται από ταξικές, αστικές και επαρχιακές, ακόμη και εθνοτικές διαιρέσεις, επιτρέπει σε νέους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο να κάνουν ελάχιστη θητεία ή να εξαγοράζουν συνολικά τις υποχρεώσεις τους και ενσωματώνει οπισθοδρομικές μεθόδους όπως η εκτεταμένη σωματική τιμωρία, σημαίνει ότι η Ελλάδα, μετασχηματίζοντας το μοντέλο στρατολόγησής της μπορεί να μετατρέψει την συνιστώσα των εφέδρων της σε βασική πηγή ποιοτικής υπεροχής έναντι των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Με απλά λόγια, η μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική και εθνοτική ομοιογένεια της Ελλάδας καθιστά τη μεταρρύθμιση της στρατεύσιμης θητείας πολύ πιο επιδεκτική σε αλλαγές από την αντίστοιχη τουρκική. Για τον Στρατό που είναι ‘εντάσεως εργασίας’, σε αντίθεση με την Αεροπορία και το Ναυτικό που είναι ‘εντάσεως κεφαλαίου’, οι στρατεύσιμοι αποτελούν ένα ιδιαίτερα προσιτό σε κόστος ανθρώπινο δυναμικό, σε αντίθεση με ένα ιδιαίτερα ακριβό, εισαγόμενο περιουσιακό στοιχείο, όπως τα αεροσκάφη και φρεγάτες πέμπτης γενιάς. Μάλιστα οι περισσότερες από τις δημοσιονομικές δαπάνες που απαιτούνται ώστε οι στρατεύσιμοι να παρέχουν ένα τέτοιο ποιοτικό πλεονέκτημα στον ελληνικό Στρατό θα στηρίξουν την ελληνική οικονομία άμεσα ή έμμεσα (αρχής γενομένης με την παρεπόμενη συμβολή της αναβαθμισμένης θητείας που προτείνουμε στον σχηματισμό ανθρώπινου κεφαλαίου στη χώρα μας).
Βοηθάει και το γεγονός ότι η σχεδόν δεκαετής οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει συνθήκες ευρύτερης αναθεώρησης των πλέον απηρχαιωμένων ή διαστρεβλωμένων με την πάροδο του χρόνου μεταπολιτευτικών δοξασιών. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα επιστημονικά τεκμηριωμένο, επαγγελματικά εφαρμοσμένο πρόγραμμα φυσικής κατάστασης δεν συνιστά «καψόνι» των στρατεύσιμων από ένα αδιόρθωτα αυταρχικό σώμα αξιωματικών αλλά αποτελεί αντίθετα απαραίτητη προϋπόθεση για την υγεία και ευεξία των στρατευμένων, ανδρών και γυναικών, των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας καθώς και για την αποτελεσματικότητα στο πεδίο της μάχης των επαγγελματιών και των εφέδρων. Μια απαιτητική, όσον αφορά στην εκπαίδευση και τη συμμετοχή σε επιχειρήσεις, στρατιωτική θητεία π.χ. 18 ή 20 μηνών, με επαρκή αν και περιορισμένη χρηματική αποζημίωση, σε υπερσύγχρονες Ένοπλες Δυνάμεις δεν αποτελεί απαράδεκτη και ξεπερασμένη σπατάλη χρόνου για τη νεολαία του 21ου αιώνα σε μια δυτική χώρα υψηλού εισοδήματος. Αντίθετα, μια τέτοια θητεία προσδίδει στους στρατεύσιμους αυξημένη ωριμότητα μέσω της ανάληψης ευθύνης για τα μέλη της ομάδας τους και τον εξελιγμένο και ακριβό εξοπλισμό που χειρίζονται και τους παρέχει αξιοποιήσιμες τεχνικές ή επιστημονικές δεξιότητες και κρίσιμο κοινωνικό κεφάλαιο για την είσοδό τους στην αγορά εργασίας.
Ένα αναμορφωμένο μοντέλο στρατολόγησης μπορεί να ενισχύσει την ελληνική κλασική αποτροπή, είτε αποκλείοντας το ενδεχόμενο πολέμου με την Τουρκία είτε, σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης, παρέχοντας την απόλυτη εγγύηση για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Με απλά λόγια, ο έλληνας έφεδρος που υπηρετεί περισσότερο, εκπαιδεύεται καλύτερα, αξιοποιείται ανάλογα με τις μοναδικές του δεξιότητες και ικανότητες και προέρχεται από όλα τα κοινωνικά στρώματα της ελληνικής ζωής, θα είναι σημαντικά ανώτερος στρατιωτικά από τον τούρκο ομόλογό του.
Ένας Στρατός που αποτελείται από τέτοιους έφεδρους στρατιώτες συνιστά επίσης μια από τις ισχυρότερες εγγυήσεις ότι, μέσω της ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας, οι ίδιοι οι κληρωτοί δεν θα αντιμετωπίσουν ποτέ τη φρίκη της σύγχρονης μάχης.
Είναι ακριβώς αυτός ο τύπος του έλληνα στρατιώτη που μπορεί να προκαλέσει δεύτερες και τρίτες σκέψεις σε μια τυχοδιωκτική τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία πριν κλιμακώσει την ένταση από ένα μελλοντικό, τύπου Ιμίων, αεροναυτικό θερμό επεισόδιο, όπου πιθανότατα θα αναχαιτιστεί από την ολοένα και πιο ενισχυμένη Ελληνική Πολεμική Αεροπορία και Ναυτικό, σε έναν ολοκληρωτικό χερσαίο πόλεμο. Ένας Στρατός που αποτελείται από τέτοιους έφεδρους στρατιώτες συνιστά επίσης μια από τις ισχυρότερες εγγυήσεις ότι, μέσω της ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας, οι ίδιοι οι κληρωτοί δεν θα αντιμετωπίσουν ποτέ τη φρίκη της σύγχρονης μάχης.
Στην απομακρυσμένη περίπτωση που η Ελλάδα, αφού ενισχύσει με αυτόν τον τρόπο την αποτροπή της έναντι της Τουρκίας, βρεθεί σε πόλεμο μαζί της, η ανώτερη εκπαίδευση των εφέδρων του Στρατού είναι αυτή που θα διασφαλίσει ότι οι έφεδροι των Ενόπλων Δυνάμεων της θα βγουν από έναν τέτοιο πόλεμο με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες ζωών, σωματικής ακεραιότητας και ψυχικής υγείας, έχοντας πρώτα αποδείξει την ικανότητά τους να υπερασπιστούν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας τους.
Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ποιοτικά ανώτερη συνιστώσα των εφέδρων μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ικανότητα του Στρατού, καθώς και των άλλων κλάδων όπως και του Υπουργείου Άμυνας, προκειμένου να εφαρμόζει την αποτροπή σε διάφορους τομείς εκτός του πολέμου, λόγω της ποικιλίας των υψηλής ποιότητας δεξιοτήτων που μόνο οι στρατεύσιμοι μπορούν να προσφέρουν. Συνεπώς, ένα τέτοιο στοιχείο στρατευσίμων δεν είναι μόνο το τίμημα που θα πληρώσουμε για την εξασφάλιση έναντι ενός λιγότερο πιθανού αλλά δυνητικά καταστροφικού γεγονότος, δηλαδή ενός ολοκληρωτικού πολέμου, αλλά θα συνιστά επίσης την ανταμοιβή από τη διαχείριση προς όφελός μας όλων των κρίσεων που σίγουρα θα προκύψουν και οι οποίες θα αμφισβητούν περιοδικά την εθνική μας ασφάλεια και τα εθνικά μας συμφέροντα.
Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις και διαπιστώσεις κατατίθενται οι εννέα σημαντικότερες προτάσεις πολιτικής:
- Συστηματοποίηση της διαδικασίας κατάταξης σε μονάδες για όλους τους στρατεύσιμους μετά την επισκόπηση και αξιολόγηση της εκπαίδευσης, των δεξιοτήτων και της κατάρτισης των στρατεύσιμων, ανεξάρτητα από την ηλικία που κάποιος επιλέγει να καταταγεί.
- Θεσμοθέτηση της τυποποίησης και της αριστείας στη βασική εκπαίδευση των στρατευσίμων με τη δημιουργία ενός και μόνο Ενιαίου Κέντρου Βασικής Εκπαίδευσης σε όλη την Ελλάδα, όπου όλοι οι προς κατάταξη στον Στρατό Ξηράς θα λαμβάνουν τη βασική τους εκπαίδευση πριν από την ανάθεση της μονάδας όπου θα υπηρετήσουν.
- Σύνδεση των προ της θητείας άρτια εκπαιδευμένων και καταρτισμένων στρατεύσιμων με τον συνεχή εκσυγχρονισμό όλων των κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων (Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας), κυρίως όσον αφορά σε διακλαδικές λειτουργίες αποτροπής καθώς και σε λειτουργίες «back-office» όπως ο ανεφοδιασμός, η διοικητική μέριμνα, τα οικονομικά και η συντήρηση του εξοπλισμού.
- Υιοθέτηση επιλεκτικής στρατολόγησης γυναικών προκειμένου να ενισχυθεί αριθμητικά η συνιστώσα των εφέδρων και να επωφεληθούν από τις ιδιαίτερα ταλαντούχες και με υψηλό φρόνημα γυναίκες στρατεύσιμες, μεταξύ άλλων σε τομείς έντασης γνώσης (π.χ. κυβερνοχώρος, μηχανική κ.λπ.).
- Παροχή επιλογών σταδιοδρομίας μετά τη στράτευση, είτε ως ένστολοι είτε ως πολίτες, στις Ένοπλες Δυνάμεις και στο Υπουργείο Άμυνας, για ιδιαίτερα ικανούς στρατεύσιμους.
- Καθορισμός της διάρκειας της θητείας με τέτοιο τρόπο ώστε α) όλες οι μάχιμες μονάδες είτε στα ανατολικά χερσαία σύνορα με την Τουρκία, είτε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, είτε στην ενδοχώρα (Ειδικές Δυνάμεις, 71η Αερομεταφερόμενη Ταξιαρχία) να είναι πλήρως στελεχωμένες, β) οι στρατεύσιμοι να συμμετέχουν σε όλο τον κύκλο της εκπαίδευσης και των επιχειρήσεων μεγιστοποιώντας την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή των μονάδων τους και γ) οι εξειδικευμένοι στρατεύσιμοι να μπορούν να είναι διαθέσιμοι για διακλαδικές αποτρεπτικές επιχειρήσεις (π.χ. στον κυβερνοχώρο) και κρίσιμες επιχειρήσεις «back-office» (π.χ. διοικητική μέριμνα, οικονομικά κ.λπ.)
- Μικρή αλλά ουσιαστική χρηματική αποζημίωση των στρατευμένων, ώστε να μετριαστεί το βάρος της θητείας στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και να ενισχυθεί η διάθεση ανταπόδοσης αυτών, όσον αφορά την επιμέλεια και την αφοσίωση κατά τη διάρκεια της θητείας.
- Εκσυγχρονισμός και εξορθολογισμός των δραστηριοτήτων ρουτίνας (π.χ. φύλαξη στρατοπέδων, διαχείριση εγκαταστάσεων), ώστε να γίνεται σεβαστός ο χρόνος και η προσπάθεια των στρατεύσιμων και να μεταδίδονται αξιοποιήσιμες δεξιότητες σε όσους στρατεύσιμους τις αναλαμβάνουν.
- Εισαγωγή και θεσμοθέτηση, τόσο για τους επαγγελματίες όσο και για τους στρατεύσιμους, ενός στιβαρού, επιστημονικά τεκμηριωμένου προγράμματος φυσικής κατάστασης ώστε τόσο οι επαγγελματίες όσο και οι έφεδροι να βρίσκονται στην καλύτερη δυνατή φυσική κατάσταση.
Ο σωστός τρόπος εφαρμογής αυτής της βαθιάς και ουσιαστικής αλλαγής στην αντίληψη του ρόλου των εφέδρων του Στρατού στην εθνική άμυνα της Ελλάδας είναι μέσα από ένα –δημόσια διαθέσιμο— εθνικό αμυντικό δόγμα και μία αντίστοιχη δομή δυνάμεων. Μια τουρκική ηγεσία που έχει αμφισβητήσει επίσημα και ανερυθρίαστα την κυριαρχία του ελληνικού εδάφους την οποία υπερασπίζονται οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο από τη λεπτομερή διατύπωση και υλοποίηση της δέσμευσης για τον αποφασιστικό εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και της αποστολής του έφεδρου τμήματος και μέσω αυτού την με καταλυτικό τρόπο ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας μας.
[1] Βλ. M. Χαραλαμπάκης, Συναγερμός στο «Πεντάγωνο» για το δυναμικό του Στρατού, Τα Νέα, 6-8 Απριλίου 2018.
[2] Για μία παρουσίαση της ισορροπίας δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης του Ελληνικού Στρατού, βλ. Β. Νέδος, Τα Rafale και η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο – Η αέναη κούρσα Ελλάδας και Τουρκίας, Η Καθημερινή, 27 Ιανουαρίου 2022.
[3] Για μια συναρπαστική περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, βλ. M.B. Oren (2002), Six Days of War: June 1967 and the Making of the Modern Middle East, Penguin.
[4] Για μια ανάλυση της διαχείρισης της κρίσης στην Κύπρο από τις ΗΠΑ, βλ. J. Sakkas (2021), The Greek Military Regime and the Cyprus Question, στο Othon Anastasakis & Katerina Lagos (Επιμ.), The Greek Military Dictatorship – Revisiting A Troubled Past, Berghahn, σ. 320-339, και A. Παπαχελάς (2021), Ένα Σκοτεινό Δωμάτιο, Μεταίχμιο.
[5] Βλ. P. Tsakonas & A. Tournikiotis (2003), Greece’s Elusive Quest for Security Providers: The ‘Expectations-Reality Gap’, Security Dialogue, 34:3, σ. 301-314.
[6] Βλ. The menace of midsized meddlers, The Economist, 27 Νοεμβρίου 2021.
[7] Αυτό επισημαίνει ένας από τους συγγραφείς του παρόντος κειμένου στο Α. Καμάρας, (Οκτώβριος 2021), Η Ελληνογαλλική Συμφωνία και η Στρατιωτική θητεία, GR Diplomatic Review, σ. 50-55
[8] Βλ. Ο Ακάρ επιμένει σε «Γαλάζια Πατρίδα»: «Μάταιο» να εξοπλίζεται η Ελλάδα, Η Καθημερινή,25 Ιουλίου2021.
[9]Μπαχτσελί – Η Ελλάδα να μη βασίζεται στα γαλλικά αεροσκάφη – Ξέρουμε πώς να υπογράψουμε με αίμα άλλη μια νίκη, Τα Νέα, 4 Ιανουαρίου 2022.
[10] Eurasia Group, Top Risks 2022.
[11] Όπως υποστηρίζει σχετικά ο Ηλίας Μαγκλίνης στο άρθρο Περί ηττοπάθειας ξανά, Η Καθημερινή, 29 Ιουλίου 2020.
[12] Η Δανία, η Φινλανδία και η Σουηδία είναι χώρες μέλη της ΕΕ. Η Δανία και η Νορβηγία είναι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ. Το Ισραήλ και η Ελλάδα έχουν αναπτύξει μια βαθιά και ποικιλόμορφη αμυντική εταιρική σχέση.
[13] Βλ. σχετικά M. Petersen & H.L. Saxi (2013), Shifted Roles: Explaining Danish and Norwegian Alliance Strategy 1949-2009, Journal of Strategic Studies, 36 (6), σ. 761-788.
[14] Βλ. E. Adres, P. Vanhuysse & D.R. Vashdi (2012), The Individual’s Level of Globalism and Citizen Commitment to the State: The Tendency to Evade Military Service in Israel, Armed Forces & Society, 38 (1), σ. 92-116.
[15] Βλ. G. Ben-Dor, A. Pedahur & D. Canetti-Nism (2008), I versus We, Collective and Individual factors of Reserve Service Motivation during War and Peace, Armed Forces & Society, 34 (4), σ. 565-592.
[16] Για μια εξέταση των πλεονεκτημάτων και του υψηλού κύρους της θητείας στις σκανδιναβικές χώρες, βλ. E. Braw (Οκτώβριος 2019), Competitive National Service: How the Scandinavian Model Can Be Adapted by the UK, Royal United Services Institute for Defence and Security Studies.
[17] Το Ισραήλ εφαρμόζει επίσης ένα σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι μαθητές με υψηλές επιδόσεις στο λύκειο στρατολογούνται αργότερα, μετά την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών τους σπουδών, υπηρετούν περισσότερο και σε επίλεκτες μονάδες υψηλής τεχνολογίας και πληροφοριών. Βλ. G. Baram & I. Ben-Israel (Φθινόπωρο 2019) The Academic Reserve – Israel’s Fast Track to High-Tech Success, Israel Studies Review, 34 (2), σ. 75-91.
[18] Για μια ανάλυση επιτυχημένων και αποτυχημένων μοντέλων εφέδρων, βλ. Call on me – The military draft is making a comeback, The Economist, 2 Οκτωβρίου 2021.
[19] Στο ίδιο.
[20] Σχετικά με αυτά τα χαρακτηριστικά του τουρκικού μοντέλου εφέδρων, βλ. Onur Kara, Conscription Reform and the Future of Military Manpower in Turkey, The Strife Blog, 12 Φεβρουαρίου 2019, M., Young Turks with enough cash seek to skip military service, Al–Monitor, Gurcan 3 Ιουλίου 2018, M. Engin (Μάρτιος 2016), Evaluation of Compulsory Military Service in Turkey using a population representation model, Naval Postgraduate School, A. Ozgur Peker Dogra (Σεπτέμβριος 2007), The Soldier and the Civilian: Conscription and Military Power in Turkey (μη δημοσιευμένη διδακτορική διατριβή), New York University, και Ν. Ματέρ (2004), Το Βιβλίο του Μεχμέτ – Οι στρατιώτες που πολέμησαν στην Νοτιοανατολική Τουρκία αφηγούνται, Εκδόσεις Κατάρτι.
[21] Βλ. S. Biddle (Φθινόπωρο 1996), Victory Misunderstood – What the Gulf War Tells Us about the Future of Conflict, International Security, 21 (2), σ. 139-179.
[22] Βλ. C. Talmadge (2015), The Dictator’s Army-Battlefield Effectiveness in Authoritarian Regimes, Cornell University Press, σ. 36.
[23] Βλ. Μ. Ηλιάδης & Θ. Ντόκος (Ιανουάριος 2019), Στρατιωτική Θητεία και Άμυνα, Κείμενο Πολιτικής Νο 27, ΕΛΙΑΜΕΠ, Σάββας Δ. Βλάσσης, Θητεία και εκπαίδευση κληρωτών: ούτε καν τυφεκιοφόρους, doureios.com, 28 Φεβρουαρίου 2021, Μ. Καραγιάννης, Η επιβεβλημένη μετεξέλιξη των Ενόπλων Δυνάμεων, Η Καθημερινή, 3 Οκτωβρίου 2021.
[24] Βλ. Συνέντευξη με έναν Έλληνα σε ξένο στρατό – Βασική εκπαίδευση πεζικού (Ιούνιος-Αύγουστος 2019), Δούρειος Ίππος, 38, σ. 48-53.
[25] Βλ. Σ. Κασιμάτης, Δύσκολο αλλά αναγκαίο, Η Καθημερινή, 19 Δεκεμβρίου 2019 και Σ. Θεοδωράκης, Ποιος λοιπόν θέλει και άλλους φαντάρους;, Η Καθημερινή, 13 Ιανουαρίου 2021.
[26] Για αναλύσεις των Ενόπλων Δυνάμεων της Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένου του κληρωτού τους τμήματος, και του ευρύτερου πλαισίου που διαμόρφωσε την εξέλιξή τους, βλ. R.C. Bush (2021), Difficult Choices–Taiwan’s Quest for Security and the Good Life, Brookings Institution Press, P. Huang (15 Φεβρουαρίου 2020), Taiwan’s Military Is a Hollow Shell, Foreign Policy, και M.A. Hunzeker & A. Lanozsca, (Νοέμβριος 2018), A Question of Time, Enhancing Taiwan’s Conventional Deterrence Posture, Schar School of Policy and Government – Center for Security Policy Studies.
[27] Για τα γεωπολιτικά αλλά και επιχειρησιακά οφέλη που απορρέουν από τη συμμετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε απαιτητικές αποστολές σε τρίτες χώρες, βλ. Α. Διακόπουλος, Έχει δουλειά η χώρα μας στο Σαχέλ;, Η Καθημερινή, 17 Οκτωβρίου 2021.
[28] Βλ. Η άποψη ενός απόστρατου των Ειδικών Δυνάμεων (Απρίλιος 2015), Περιοδικό ΛΟΚ, σ. 105-115
[29] Για μια ανασκόπηση του αυξανόμενου ρυθμού αυτών των ασκήσεων, βλ. Σάββας Δ. Βλάσσης, Γιατί οι Ειδικές Δυνάμεις δεν είχαν χρόνο να «ασχοληθούν» με το θεατριλίκι του Πολυτεχνείου, Δούρειος Ίππος, 26 Νοεμβρίου 2021.
[30] Οφείλουμε τη διαπίστωση αυτή σε ανώτατο εν αποστρατεία αξιωματικό της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
[31] Η ανάπτυξη του AFCT καθυστέρησε λόγω του COVID-19, αλλά η σε γενικές γραμμές θετική υποδοχή του μαρτυρεί την κεντρική σημασία ενός κατάλληλου προγράμματος φυσικής κατάστασης για τον πιο προηγμένο στρατό του κόσμου. Για τις απαιτήσεις φυσικής κατάστασης στο σύγχρονου πεδίο μάχης, βλ. C. Thomas, What are the physical requirements for the modern battlefield?, The Cove, 9 Νοεμβρίου 2021. Για τη θεσμοθέτηση και την έξυπνη προσαρμογή του συστήματος ACFT, βλ. J. Rozman & E. Irby, The Army Combat Fitness Test is exactly what the Army needs – as long as these challenges are addressed, Modern War Institute at West Point, 6 Ιουλίου 2020.
[32] Σχετικά με την παιδική παχυσαρκία στην Ελλάδα, βλ. K.D. Tambalis, D.B. Panagiotakos, S.A. Kavouras, A.A. Kallistratos, I.P. Moraiti, S.I. Douvis, P.K. Toutouzas & L.S. Sidossis (2010), Eleven-year prevalence trends of obesity in Greek children: first evidence that prevalence of obesity is leveling off, Obesity (Silver Spring), 18(1), σ. 161-6.
[33] Βλ. S. Moutrakos, G. Vassilliou, Ch. Papageorgiou, κ.α. (2021), Resilience of the Hellenic Navy Seals assessed by heart rate variability during cognitive tasks, Physiology and Behavior, 239, σ. 1-6.
[34] Αυτό το τμήμα βασίζεται στις παρακάτω μελέτες: A. Kamaras (5 Μαρτίου 2021), Turkish drones, Greek challenges, Policy Paper, ELIAMEP, S. Borg (2020), Below the radar. Examining a small state’s usage of tactical unmanned aerial vehicles, Defence Studies, 20:3, σ. 185-201, S. Borg (2020), Assembling Israeli drone warfare: Loitering surveillance and operational sustainability, Security & Dialogue, και F. Cottigia & F.N. Moro (2016), Learning from others? Emulation and change in the Italian Armed Forces since 2001, Armed Forces & Society, 42:4, σ. 696-718.
[35] Βλ. Κ.Π. Παπαδιόχος, Με «Μοντέλο Ισραήλ» η αξιοποίηση των στρατευσίμων, Η Καθημερινή, 28 Ιουνίου 2021.
[36] Σύμφωνα με σχετικά στοιχεία του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ, η σωματική απόδοση κορυφώνεται στα μέσα της δεκαετίας των είκοσοι, και οι νεότεροι πεζοναύτες στα τέλη της εφηβείας τους ευθύνονται για ένα δυσανάλογο ποσοστό διαφόρων ατυχημάτων, βλ. Commandant of the Marine Corps – U.S. Marine Corps, General, D.H. Berger, (Νοέμβριος 2021), Talent Management 2030.
[37] Για μια εισαγωγή στην έννοια της διατομεακής αποτροπής, βλ. J.R. Lindsay & E. Gartzke (2019), Introduction: Cross-Domain Deterrence, from Practice to Theory στο J.R. Lindsay & E. Gartzke (Επιμ.), Cross-Domain Deterrence – Strategy in the Era of Complexity, Oxford University Press, σ. 1-23.
[38] Το ιστορικό αυτό γεγονός υποδείχθηκε σε έναν από τους συντάκτες του παρόντος κειμένου πολιτικής όταν, το 1990 και ενώ υπηρετούσε στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, συνάντησε στρατιώτες με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στην Επιχειρησιακή Έρευνα από το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίοι βοηθούσαν στη διαδικασία κατάρτισης του προϋπολογισμού του Υπουργείου. Η Επιχειρησιακή Έρευνα ως επιστημονικός κλάδος καθιερώθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με γνώμονα, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ανάγκη των στρατιωτικών ηγεσιών του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ να υπολογίσουν την επίδραση των βομβαρδισμών στην πολεμική οργάνωση της Γερμανίας. Στη μεταπολεμική περίοδο, χρησιμοποιήθηκε εκτενώς από μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις.
[39] Για μια ισχυρή υπεράσπιση ενός τέτοιου αυστηρού κανόνα, βλ. τη θέση του πρώην αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγού ε.α. Μιχαήλ Κωσταράκου, Tι πρέπει να γίνει για να ωφεληθούν έμπρακτα οι Ένοπλες Δυνάμεις από την αύξηση της θητείας; Τα Nέα., 28 Ιανουαρίου 2021.
[40] Βλ. G. Baram & I. Ben-Israel (Φθινόπωρο 2019), The Academic Reserve – Israel’s Fast Track to High-Tech Success, Israel Studies Review, 34 (2). σ.75-91.
[41] Σχετικά με το σύστημα των αυστραλιανών Δυνάμεων Άμυνας για την πρόσληψη πολιτών ως ένστολο προσωπικό σε καίριες λειτουργίες ακόμη και στα μέσα της σταδιοδρομίας τους, βλ. A. Vlachos, Benefits of Australian Defense Recruitment System, Kathimerini (English Edition), 15 Νοεμβρίου 2020.
[42] Βλ. P.S. Baruch (Σεπτέμβριος 2016), What is the Appropriate Model for Female Service in the IDF? στο M. Elran & G. Sheffer (Επιμ.), Military Service in Israel: Challenges and Ramifications, Institute for National Security Studies, Memorandum 159, σ.77-93.
[43] Βλ. σχετικά O. Swed & J.S. Butler (2015), Military Capital in the Israeli High-tech Industry, Armed Forces & Society, 41 (1), σ. 123-141.
[44] Για την αποστολή ενός εξελιγμένου Κέντρου Αρχικής Εκπαίδευσης, συμβουλευτείτε τον ιστότοπο του αντίστοιχου οργανισμού του αμερικανικού στρατού, https://usacimt.tradoc.army.mil/historyandfunction.html.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μονάδα βασικής εκπαίδευσης του βρετανικού στρατού, η οποία προσφέρει σε όλους τους νεοσύλλεκτους του Στρατού την καθιερωμένη βασική εκπαίδευση τρεισήμισι μηνών, βλ. https://www.army.mod.uk/who-we-are/our-schools-and-colleges/atc-pirbright/#:~:text=Left%20Right-,Training,when%20they%20join%20the%20Army. Για την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων εκπαίδευσης των ελληνικών ειδικών δυνάμεων, βλ. Σάββας Δ. Βλάσσης, Εγκαίνια νέου Πεδίου Βολής Κανδηλίου για τις Ειδικές Δυνάμεις, Δούρειος Ίππος, 13 Δεκεμβρίου 2021.
[45] Βλ. Government’s Defense Report, Prime Minister’s Office-Finland (Ιούνιος 2017).