Giannis-GrigoriadisYou can read below the article ‘Ethics and pragmatism’ written by Research Fellow of ELIAMEP and Assistant Professor at the Department of Political Science, Bilkent University, Dr. Ioannis N. Grigoriadis. This commentary was published in Kathimerini on 27 August 2013 and is available in greek.

 

Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) στην ηγεσία της Τουρκίας το 2002 είχε προκαλέσει έντονες ανησυχίες εντός και εκτός της χώρας λόγω των ισλαμιστικών καταβολών του ιδίου αλλά και εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας.

Αυτές, ωστόσο, γρήγορα ξεπεράσθηκαν, καθώς οι κυβερνήσεις Ερντογάν πολιτεύθηκαν μετριοπαθώς σε ζητήματα σχέσεων θρησκείας, κράτους και κοινωνίας και εφάρμοσαν επιτυχώς το πρόγραμμα ανατάξεως της τουρκικής οικονομίας. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η προώθηση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες συνδυάσθηκε και με βελτίωση των οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων της Τουρκίας με τους περισσότερους από τους γείτονές της.

Ο πραγματισμός, εντούτοις, πέφτει συχνά θύμα της μέθης που προκαλεί η επιτυχία. Ιδίως στο πεδίο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η ανύψωση του πήχυ των προσδοκιών και η παρείσφρυση ιδεολογικών στοιχείων έχουν γίνει πλέον προφανείς. Οι κρίσεις στην Συρία και την Αίγυπτο αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Οι πρόσφατες επιθέσεις Ερντογάν εναντίον της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των Ηνωμένων Πολιτειών για την «χλιαρή» στάση τους έναντι του πραξικοπήματος της Αιγύπτου στηρίζονται και σε ηθικά επιχειρήματα. Δεν συνοδεύονται, βεβαίως, από αντίστοιχη κριτική στην αναφανδόν στήριξη που παρέχουν η Σαουδική Αραβία και άλλες μοναρχίες του Κόλπου προς την πραξικοπηματική κυβέρνηση της Αιγύπτου. Έτσι, προωθείται η εικόνα ότι η Τουρκία αποτελεί την μοναδική χώρα που θεμελιώνει την μεσανατολική της πολιτική σε ηθικές βάσεις. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η έντονη κριτική εναντίον του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την ανικανότητα αποτελεσματικής παρεμβάσεως στην Συρία, που έφθασε μέχρι του σημείου να προταθεί η ίδρυση ενός νέου οργανισμού διαδόχου του ΟΗΕ.

Η διεκδίκηση ενός ηθικού προβαδίσματος για την τουρκική εξωτερική πολιτική αντίκειται στην πραγματικότητα. Η συνεχιζόμενη κατοχή τμήματος της Κύπρου δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Η μέχρι πρότινος αγαστή συνεργασία της Τουρκίας με το καθεστώς Άσαντ στην Συρία, το καθεστώς Καντάφι στην Λιβύη ή και το καθεστώς Μπασίρ στο Σουδάν δεν προσιδιάζουν σε μια εξωτερική πολιτική που στηρίζεται σε ηθικά θεμέλια. Οι αναφορές Ερντογάν θυμίζουν επίσης την αντίστοιχη αντιδυτική πολεμική του ιστορικού ηγέτη του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ Νετζμεττίν Ερμπακάν.

Υιοθετώντας ένα ερμηνευτικό σχήμα αντίστροφο των δυτικών οριενταλιστών, ο Ερμπακάν υποστήριζε ότι η Δύση διέθετε μεν «ισχύ», λόγω του προηγμένου τεχνικού της πολιτισμού και της στρατιωτικής της υπεροχής, αλλά υστερούσε ηθικώς. Ο ισλαμικός πολιτισμός, αντιθέτως, χαρακτηριζόταν από «δικαιοσύνη» και ακριβώς γι’αυτόν τον λόγο έμελλε αργά ή γρήγορα να επικρατήσει στην αναμέτρηση. Ο πολιτικός στόχος του Ερμπακάν για την εγκαθίδρυση μιας «δίκαιης τάξεως» πάνω σε ισλαμικά ηθικά θεμέλια δεν πραγματώθηκε ποτέ. Η στροφή του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ προς τον πραγματισμό ήταν μία από τις βασικές αιτίες πίσω από την πολιτική επιτυχία του ΑΚΡ και συνέβαλε στο αυξημένο κύρος της Τουρκίας τόσο στην Δύση, όσο και στον ισλαμικό κόσμο.

Η αναμόχλευση ηθικών επιχειρημάτων δείχνει ότι ο πραγματισμός εκλείπει και η τουρκική εξωτερική πολιτική αποκτά ιδεολογική χροιά. Οι εξελίξεις, ωστόσο, αργά ή γρήγορα μπορεί να λειτουργήσουν τιμωρητικά. Εν μέσω συζητήσεων για τις ηθικές ευθύνες της Δύσεως στην Μέση Ανατολή, η ισοτιμία τουρκικής λίρας-δολλαρίου ξεπέρασε για πρώτη φορά το ψυχολογικό φράγμα των 2 λιρών. Τούτο έχει βαρύνουσα σημασία για ένα κόμμα η πολιτική ηγεμονία του οποίου οικοδομήθηκε πάνω στην εμπέδωση κλίματος οικονομικής σταθερότητος και την εισροή ξένων επενδύσεων.