Το Πρόγραμμα Ασφάλειας και Εξωτερικής Πολιτικής του ΕΛΙΑΜΕΠ δημοσιεύει μια συνολική, λεπτομερή έκθεση, στηριγμένη στα πραγματικά δεδομένα και σε επίσημες διεθνείς πηγές καταγραφή της προβληματικής συμπεριφοράς, των παραβιάσεων της διεθνούς νομιμότητας και των αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου από το σημερινό καθεστώς Ερντογάν της Τουρκίας. Το έγκυρο περιοδικό Politico παρουσίασε σε αποκλειστικότητα την “sobering” αυτή έκθεση, σχολιάζοντας ότι “θα ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για τους Προέδρους της ΕΕ γιατί περιλαμβάνει κάθε τομέα όπου η ΕΕ, οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και οι γείτονες της Τουρκίας έχουν προβλήματα μαζί της.” H έκθεση δόθηκε στη διεθνή δημοσιότητα από το ΕΛΙΑΜΕΠ την ημέρα της επίσκεψης στην Άγκυρα των Προέδρων της ΕΕ Σαρλ Μισέλ και Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, προκειμένου να υπενθυμίσει την ανάγκη να τηρηθούν οι αυστηρές αρχές και προϋποθέσεις που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στην πρόσφατη απόφασή του για το «σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο» άνοιγμα της θετικής ατζέντας προς την Τουρκία.

Περίληψη των βασικών σημείων της έρευνας

Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η Τουρκία εξέφρασε για πρώτη φορά – αν και για μικρό χρονικό διάστημα – την ιδέα των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές της». Εκείνη την περίοδο, η χώρα προωθούσε θετικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής και ένα μέλλον συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες με βάση την αμοιβαία κατανόηση και τα συγκλίνοντα συμφέροντα.  Επιπλέον, η Τουρκία φανταζόταν τον εαυτό της ως γέφυρα που θα ένωνε διαφορετικές περιοχές και όχι ως τείχος που θα τις χώριζε και θα τις απομόνωνε.

Δυστυχώς οι μέρες αυτές ανήκουν στο παρελθόν. Για σχεδόν μια δεκαετία πλέον, η Τουρκία χαρακτηρίζεται από αντιδραστική συμπεριφορά απέναντι στους ίδιους της τους πολίτες, καθώς και από σολιψιστική στάση έναντι των γειτόνων της. Η δημοκρατική οπισθοδρόμηση και οι παραβιάσεις  ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό της έχουν γίνει κανόνας, ενώ η στρατιωτικοποίηση και οι μονομερείς ενέργειες χαρακτηρίζουν ολοένα και περισσότερο την εξωτερική της πολιτική, με τις ενέργειες της κυβέρνησης να παραπέμπουν πλέον σε κράτος-παρία.

Τα συμπτώματα της διολίσθησης των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία είναι εκτεταμένα σε κάθε πτυχή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Η αρχικώς σχεδιασθείσα στρατηγική για την αντιμετώπιση και διαχείριση της κρίσης που προκάλεσε το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα οδήγησε εν τέλει σε πλήρη αντιστροφή της διαδικασίας εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης της Τουρκίας.

Είναι ενδεικτικό πως από την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 οι τουρκικές αρχές έχουν απολύσει ή θέσει σε διαθεσιμότητα πάνω από 60.000 μέλη της αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων και περίπου 125.000 δημόσιους υπαλλήλους, έχουν αποπέμψει το ένα τρίτο των δικαστικών, έχουν συλλάβει ή φυλακίσει πάνω από 90.000 πολίτες, έχουν διακόψει τη λειτουργία πάνω από 1500 μη κυβερνητικών οργανώσεων με δικαιολογία τη σχέση τους με την τρομοκρατία, ενώ τουλάχιστον 1000 μέσα ενημέρωσης έκλεισαν χωρίς την εφαρμογή δικαστικών διαδικασιών. Η Τουρκία βρίσκεται επίσης στην κορυφή της λίστας των χωρών με τους περισσότερους φυλακισμένους δημοσιογράφους (περίπου 70 το 2018). Οι διώξεις βάσει του άρθρου 299 του τουρκικού ποινικού κώδικα περί «προσβολής του προέδρου» αυξήθηκαν δραματικά, από 132 το 2014 σε πάνω από 6000 το 2017.

Το θεσμικό πλαίσιο έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα, συμπεριλαμβανομένων κεντρικών δημοκρατικών αξιών, όπως το κράτος δικαίου, το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών και η διάκριση των εξουσιών. Μία ηγεμονικού τύπου προεδρία ασκεί αυτήν τη στιγμή την εξουσία, μην επιτρέποντας κανένα έλεγχο ή λογοδοσία.

Και στον τομέα χάραξης και εφαρμογής εξωτερικής πολιτικής, η Τουρκία επιδεικνύει επιθετικότητα και έλλειψη διάθεσης για συνεννόηση με τα όμορα κράτη.

Συγκεκριμένα, τον Νοέμβριο του 2019 η Τουρκία υπέγραψε με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας της Λιβύης ένα διμερές μνημόνιο κατανόησης, το οποίο αφορούσε σε παράνομη οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών δίχως να λαμβάνει υπόψη τα κυριαρχικά δικαιώματα των ελληνικών νησιών σύμφωνα με το Άρθρο 121 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Η αποστολή ενός ερευνητικού σκάφους με τη συνοδεία πολεμικών σκαφών σε μη οριοθετημένη περιοχή, την οποία η Ελλάδα θεωρεί πως ανήκει στη δική της Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), προκάλεσε περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης.

Οι ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της συμμάχου της στο ΝΑΤΟ Ελλάδας πήραν επικίνδυνη τροπή εξαιτίας των προκλητικών και παράνομων ενεργειών της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Η Τουρκία επανεπιβεβαίωσε την απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης πως ενδεχόμενη άσκηση από την Ελλάδα των κυριαρχικών της δικαιωμάτων προς επέκταση των χωρικών της υδάτων θα συνιστούσε για την ίδια αιτία πολέμου (casus belli). Τόσο ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όσο και ανώτεροι τούρκοι αξιωματούχοι, έχουν χρησιμοποιήσει επιθετική ρητορική κατά της Ελλάδας, σε συνδυασμό με το άκρως εθνικιστικό αφήγημα της Γαλάζιας Πατρίδας (Mavi Vatan). Η Τουρκία έχει προβεί σε περαιτέρω προκλητικές ενέργειες με τη διεξαγωγή υπερπτήσεων πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, αλλά και με απειλές κατά γεωτρήσεων στη θάλασσα.

Επιπρόσθετα, η Τουρκία ανέπτυξε σειρά κοντόφθαλμων δράσεων στα ελληνοτουρκικά σύνορα κατά μήκος του ποταμού Έβρου στα τέλη Φεβρουαρίου και τις αρχές Μαρτίου του 2020, όταν επιχείρησε να χρησιμοποιήσει μετανάστες και πρόσφυγες ως μέσο εκβιασμού προς την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετης οικονομικής βοήθειας και άλλων παροχών.

Στην περίπτωση της Κύπρου, η Τουρκία προμηθεύτηκε δικά της σκάφη γεωτρήσεων και ξεκίνησε έρευνες και γεωτρήσεις εντός νόμιμα οριοθετημένης περιοχής-τμήματος της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε ορισμένες περιπτώσεις βάσει άδειας που εκδόθηκε από τη μη αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Τούρκοι αξιωματούχοι έχουν αμφισβητήσει ευθέως τη συμφωνημένη βάση επίλυσης του Κυπριακού Προβλήματος στο πλαίσιο των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (550, 789, 1251), υποστηρίζοντας μια λύση δύο κρατών αντί της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Επιπρόσθετα, από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία η Τουρκία έχει επιχειρήσει να επεκτείνει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα στην περιοχή, περιορίζοντας ταυτόχρονα την επιρροή του κουρδικού στοιχείου στη Βόρεια Συρία. Τα μέσα που μεταχειρίστηκε για να επιτύχει τους στόχους της προσκρούουν στο διεθνές δίκαιο και έχουν καταδικαστεί τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μονομερείς στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία οδήγησαν στην κατοχή συριακού εδάφους. Επίσης, η Τουρκία φέρεται να έχει συνεργαστεί με παραστρατιωτικές οργανώσεις επί συριακού εδάφους, όπως η Hayat Tahrir al-Sham (HTS), η οποία υπήρξε μέρος του δικτύου της Al-Qaeda, ενώ η προσήλωσή της στη σύλληψη πρώην μαχητών του Ισλαμικού Κράτους κάθε άλλο παρά σταθερή υπήρξε. Ακόμη χειρότερα, εκμεταλλευόμενη τη δυσχερή κοινωνική και οικονομική κατάσταση στη Συρία, η Τουρκία μετέτρεψε τη Βόρεια Συρία σε πεδίο στρατολόγησης μισθοφόρων, τους οποίους χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στρατιωτικών στόχων της στη Συρία και αλλού, όπως στη Λιβύη και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Τέλος, σε συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν η Τουρκία προωθεί τη διαδικασία της Αστάνα, αποδυναμώνοντας το πλαίσιο που έθεσε το ψήφισμα 2254 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.

Παρά την εκπεφρασμένη δέσμευση της Τουρκίας υπέρ της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ ως απάντηση στο δικό της κουρδικό πρόβλημα, τόσο η ρητορική της, όσο και οι ενέργειές της έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτή τη δέσμευση. Οι μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και δημιουργούν μια δυναμική που θα μπορούσε να εντείνει την αστάθεια του ήδη εύθραυστου πολιτικού και στρατιωτικού κλίματος του Ιράκ.

Παρότι η Τουρκία δεν φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την επιδείνωση των συγκρούσεων και την παράταση του εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη, ευθύνεται για την εδραίωση της αστάθειας στη Λιβύη και την ευρύτερη περιοχή τόσο μέσω μονομερών ενεργειών της, όσο και μέσω σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου. Πρώτον, ήταν η πρώτη ξένη δύναμη που παραβίασε ανοικτά και κατ’ εξακολούθηση το εμπάργκο όπλων και ειδικότερα η μόνη δύναμη που μετέφερε χιλιάδες μισθοφόρους (πάνω από 5000) από το ένα θέατρο μαχών στο άλλο. Δεύτερον, υπέγραψε μνημόνιο θαλάσσιων οριοθετήσεων με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, το οποίο παραβιάζει ξεκάθαρα τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) εις βάρος των νόμιμων δικαιωμάτων της Ελλάδας στην περιοχή νότια της Κρήτης, της Καρπάθου και της Ρόδου, συνδέοντας έτσι τη σύρραξη στη Λιβύη με ανταγωνισμούς συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο.

Με τον ίδιο τρόπο που επενέβη στη Συρία και τη Λιβύη, η Τουρκία προώθησε τα γεωπολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα σε σχέση με το Αζερμπαϊτζάν και τον Καύκασο μέσω μιας στρατιωτικοποιημένης εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία παρείχε εκτεταμένη στρατιωτική βοήθεια στο Αζερμπαϊτζάν, κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου του με την Αρμενία, η οποία περιελάμβανε εξοπλισμό, συλλογή πληροφοριών και στρατιωτικούς συμβούλους. Ο ρόλος των μη επανδρωμένων ιπτάμενων οχημάτων (UAV) και ο συμβουλευτικός ρόλος της τουρκικού στρατού ειδικότερα φέρονται να συνέβαλαν καθοριστικά στην πλήρη επικράτηση του Αζερμπαϊτζάν, αν και ορισμένοι αναλυτές εξέφρασαν την άποψη πως η στρατιωτική προπαρασκευή του Αζερμπαϊτζάν από την Τουρκία στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών ήταν εκείνη που οδήγησε στη νίκη. Η Τουρκία δεν παρείχε μόνο εξοπλισμό, συλλογή πληροφοριών και στρατιωτικούς συμβούλους. Σύμφωνα με πηγές εντός του Συριακού Εθνικού Στρατού, απέστειλε περίπου «1500 Σύριους μισθοφόρους» στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.

Μια μακρά σειρά περιπτώσεων καταδεικνύει το πραγματικό πρόσωπο της σημερινής Τουρκίας του Ερντογάν, ως εξαιρετικά προβληματικού εταίρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε το Κείμενο Εργασίας (στα Αγγλικά)