Συνεχίζοντας την έρευνα στα πλαίσια του προγράμματος ‘ΙΜΕ: Ταυτότητες και Νεωτερικότητες στην Ευρώπη’, οι Ρουμπίνη Γρώπα, Χαρά Κούκη και Άννα Τριανταφυλλίδου έστρεψαν την προσοχή τους στον τρόπο που κρατικοί φορείς αντιλαμβάνονται σήμερα την Ευρώπη σε σχέση με τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα. Για τα αναλυτικά πορίσματα της έρευνας, δείτε την μελέτη της ομάδας του ΕΛΙΑΜΕΠ ‘Identity Construction Programmes of the State and the EU’ (σελ. 40).

Σύνοψη έρευνας

Από την πτώση της χούντας το 1974 κι έπειτα, και κυρίως μετά τις κοσμογονικές αλλαγές που βίωσε η Ευρώπη το 1989, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα έχουν προσπαθήσει να εφαρμόσουν μεταρρυθμιστικά προγράμματα απαραίτητα έτσι ώστε η χώρα να ‘προλάβει’ την υπόλοιπη Ευρώπη και να γίνει ενεργό μέλος της ‘σύγχρονης Δύσης’.  Αυτές οι προσπάθειες, ωστόσο, έχουν προκαλέσει αυξανόμενες και έντονες διαμαρτυρίες και μια ευρεία δημόσια αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου νεωτερικότητας που μοιάζει να ‘επιβάλλεται’ από την ευρωπαϊκή Ένωση και να βασίζεται σε αξίες της αγοράς. Για να διερευνήσουν τις διαστάσεις αυτής της κρίσης σ αυτό το στάδιο της έρευνας, οι Γρώπα, Κούκη και Τριανταφυλλίδου εξέτασαν τον λόγο που παρήγε το κράτος από το 1999 έως το 2009 στην προσπάθεια του αφενός να ‘εξευρωπαΐσει’ την εθνική εκπαίδευση μέσα από την συμμετοχή της χώρας στην διαδικασία της Μπολόνια, αφετέρου να προωθήσει τον Ελληνικό πολιτισμό και τις νεοελληνικές σπουδές στο εξωτερικό σε επίπεδο δημόσιας πολιτιστικής διπλωματίας.

Η συμμετοχή της Ελλάδας, λοιπόν, στην διαδικασία της Μπολόνια, όπως την ενσωμάτωσε ο επίσημος κρατικός λόγος, φέρνει στο φως όλες εκείνες τις εντάσεις κι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν την διαμόρφωση της σύγχρονης Ελληνικής ταυτότητας. Από τη μία πλευρά, οι Υπουργοί Παιδείας δεν παύουν να υπενθυμίζουν πόσο πιεστική είναι η ανάγκη να συγκλίνει η χώρα με τα Ευρωπαϊκά κριτήρια που έχουν τεθεί στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Ένα τέτοιο πρόγραμμα νεωτερικότητας θα βελτιώσει την ποιότητα των εγχώριων ιδρυμάτων και θα επιτρέψει στους Έλληνες πολίτες να συμμετάσχουν σε μια όλο και πιο παγκοσμιοποιημένη αγορά εργασίας. Την ίδια στιγμή, βέβαια, κι ενώ μιλούν με τους Ευρωπαίους εταίρους τους, όλοι αναγνωρίζουν πως αυτές οι συνεχείς προσπάθειες σύγκλισης τελικά δεν καταφέρνουν να πραγματωθούν επί της ουσίας καθώς συναντούν ολοένα και περισσότερα προβλήματα και αδιέξοδα. Όταν απευθύνονται στην Ελληνική κοινή γνώμη για το ίδιο θέμα, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι υιοθετούν ένα εθνικιστικό αφήγημα που παρουσιάζει μεν τις εξελίξεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ως επιθυμητές για να επιτευχθεί η ‘πρόοδος’, αλλά τονίζει παράλληλα πως μόνο η Ελλάδα λόγω του κλασσικού Ελληνισμού μπορεί να προάγει μια ‘ουσιαστική παιδεία’ στην Ευρώπη. Υπό αυτό το πρίσμα, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έρχονται να εμφυσήσουν εθνική υπερηφάνεια στους πολίτες και να τους τονώσουν την εμπιστοσύνη στην κλασσική κληρονομιά της χώρας, που δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως παράδειγμα προς μίμηση για την υπόλοιπη Ευρώπη. Προσπαθώντας, άρα, να ανταποκριθεί στις εξελίξεις στο χώρο της παιδείας, ο επίσημος κρατικός λόγος βρίσκεται εκ νέου παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο αντικρουόμενα πλαίσια νεωτερικότητας που καθορίζονται αφενός από μία επιθυμία να εκσυγχρονιστεί η χώρα σύμφωνα με δυτικά πρότυπα και αφετέρου σε μία προσκόλληση στην παράδοση και την εθνική ιδιαιτερότητα (βλέπε WP4).

Όσο για το δεύτερο μέρος της έρευνας του ΕΛΙΑΜΕΠ, αυτό μοιάζει να αναδεικνύει την έλλειψη οργανωμένης και συστηματικής πολιτικής στον τομέα της δημόσιας πολιτιστικής διπλωματίας. Οι Γρώπα, Κούκη και Τριανταφυλλίδου διατυπώνουν την άποψη πως αυτό οφείλεται στην αδυναμία του Ελληνικού κράτους να επεξεργαστεί κριτικά και γόνιμα το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας και να συνδέσει οργανικά τα σύγχρονα επιτεύγματα του Ελληνικού έθνους (και έθνους-κράτους) με το ένδοξο παρελθόν του. Και, πράγματι, η Ελληνική δημόσια πολιτιστική διπλωματία συχνά αναπαράγει εθνικά στερεότυπα προσκολλημένα ακριβώς σε αυτό το παρελθόν, ενώ, αντίθετα, λίγες είναι οι προσπάθειες να κατανοήσει και να προάγει τις σύγχρονες μεταρρυθμίσεις και τις Ευρωπαϊκές εξελίξεις που έχουν ουσιαστικά δώσει στην χώρα την σύγχρονή της ταυτότητα. Ως εκ τούτου, η εικόνα του Ελληνικού πολιτισμού που προάγει προς τα έξω το κράτος παραμένει τελικά αποκομμένη από την ίδια την κοινωνία και από τις νεωτερικές αλλαγές που αυτή έχει βιώσει, για παράδειγμα, κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, όπως τον εκδημοκρατισμό που ακολούθησε την μεταπολίτευση, την επανάσταση που έφερε η κοινωνία της πληροφορίας, τις Ευρωπαϊκές ανταλλαγές, την μετανάστευση και τις πολυπολιτισμικές πόλεις. Αντίθετα, στην προσπάθειά τους καταδείξουν το πολιτιστικό κεφάλαιο της χώρας, οι κρατικοί φορείς ανατρέχουν στο πολύ μακρινό παρελθόν ως μια ‘εύκολη’ και ασφαλή λύση.

Ως εκ τούτου, οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν σταθεί μάλλον αδύναμες να προσεγγίσουν κριτικά και συνθετικά τις εμπειρίες της Ελληνικής κοινωνίας, η οποία και αναδεικνύεται είτε ως μία εθνική περίπτωση ‘εξαιρετικής μοναδικότητας’, είτε παρουσιάζεται με διάθεση αυτοκριτικής ως εξαίρεση στον κανόνα της νεωτερικότητας. Η ερευνητική ομάδα του ΕΛΙΑΜΕΠ, υποστηρίζει, ωστόσο, ότι ένα ενιαίο όραμα για την Ελλάδα του 20ου αιώνα θα προκύψει αν προσεγγίσουμε την Ελληνική εμπειρία πέρα από αυτό το διπολικό σχήμα, σαν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας Ευρωπαϊκής χώρας η οποία χαράζει το δικό της ξεχωριστό μονοπάτι προς την νεωτερικότητα, την οποία προσεγγίζει μαζί με τις υπόλοιπες χώρες μέσα από τους πολλαπλούς δρόμους που διαμορφώνουν οι εξελίξεις της σύγχρονης ιστορίας.