Σε προηγούμενο In Focus είχαμε αναφερθεί στη δυσκολία πρόσβασης των ελληνικών νοικοκυριών (και ιδίως των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος) στην απαραίτητη περίθαλψη για οικονομικούς λόγους. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι τωρινό: παρά τη μεγάλη αύξηση της δαπάνης υγείας προ κρίσης, στην Ελλάδα ο στόχος της καθολικής πρόσβασης στην περίθαλψη παρέμεινε άπιαστος, ενώ σε χώρες όπως η Ισπανία επιτεύχθηκε ολοκληρωτικά.

Διάφοροι παράγοντες συνετέλεσαν σε αυτό. Ο (αυτο)περιορισμός της δημόσιας παροχής στη νοσοκομειακή περίθαλψη, και η ντε φάκτο ιδιωτικοποίηση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Η διάδοση αντιδεοντολογικών πρακτικών (π.χ. «φακελάκι») στα δημόσια νοσοκομεία. Η υποχώρηση του κύρους των δημόσιων νοσοκομείων, και η στροφή της μεσαίας τάξης στον ιδιωτικό τομέα. Η χαμηλή διείσδυση της ιδιωτικής ασφάλισης. Ούτε η ίδρυση του ΕΣΥ το 1983 ούτε οι κατά καιρούς μεταρρυθμίσεις τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες κατάφεραν να μεταβάλλουν ουσιαστικά τα βασικά αυτά δεδομένα. Η υπερβολική επιβάρυνση των ελληνικών οικογενειών από δαπάνες υγείας ήταν το αποτέλεσμα.

Στη διάρκεια της κρίσης, τα πράγματα χειροτέρευσαν. Η δημόσια δαπάνη υγείας μειώθηκε σημαντικά (κατά 46% σε σταθερές τιμές την περίοδο 2009-2014). Αν και η μείωση αυτή εν μέρει οφείλεται στον περιορισμό της προηγούμενης σπατάλης και κακοδιαχείρισης, εν μέρει οδήγησε στην υποχώρηση της δημόσιας παροχής ζωτικών υπηρεσιών. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός όσων στερήθηκαν αναγκαία περίθαλψη επειδή δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στο κόστος της τριπλασιάστηκε (από 4% του πληθυσμού το 2009 σε 12% το 2016), ενώ η συμμετοχή των ασθενών «από την τσέπη τους» στο κόστος της υγείας αυξήθηκε και άλλο (από 29% της συνολικής δαπάνης το 2009 σε 35% το 2015). Έκτοτε το ποσοστό όσων δεν μπόρεσαν να λάβουν την περίθαλψη που χρειάζονταν επειδή ήταν «υπερβολικά ακριβή» υποχώρησε (σε 7,5% το 2019 – το υψηλότερο στην ΕΕ), ενώ η συμμετοχή των ασθενών στο κόστος της περίθαλψης παρέμεινε στο επίπεδο του 35,2% της συνολικής δαπάνης υγείας το 2019.

Όπως δείχνει το διάγραμμα, και η ανάλυση του ΟΟΣΑ από όπου προέρχεται, το ποσοστό αυτό φέρνει την Ελλάδα στην τρίτη θέση της επιβάρυνσης των οικογενειών από δαπάνες υγείας στην ΕΕ. Μόνο η Βουλγαρία (37,8%) και η Λετονία (35,6%) έχουν υψηλότερο ποσοστό δαπάνης υγείας «από την τσέπη» των ασθενών.

Η πανδημία αυξάνει περαιτέρω την επιβάρυνση των ελληνικών οικογενειών από έξοδα υγείας. Ταυτόχρονα, κάνει ακόμη πιο χειροπιαστή την αξία της πρόσβασης στην περίθαλψη, και ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη  ενίσχυσης της δημόσιας παροχής των αναγκαίων υπηρεσιών υγείας.

Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 06.01.2022.