Η αυξημένη πίεση που δέχονται τα εθνικά συστήματα υγείας πολλών χωρών στην Ευρώπη από την πανδημία έχει αναθερμάνει τον διάλογο για το ύψος των κονδυλίων που κατευθύνονται στην υγεία. Ένας δείκτης που χρησιμοποιείται συχνά για την αποτύπωση της κάλυψης των υγειονομικών αναγκών των πολιτών από τα δημόσια συστήματα υγείας είναι ο αυτός που μετράει την επιβάρυνση του καταναλωτή με ίδιες δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (out-of-pocket payments on healthcare). Μάλιστα, ο συγκεκριμένος δείκτης έχει αναφερθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως κρίσιμος για την επίτευξη του Στόχου Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDG) περί καθολικής πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη.

Στο διάγραμμα αντιπαραβάλλονται οι δαπάνες που επιβαρύνουν τον ασθενή με το σύνολο δαπανών που κατευθύνονται στην υγεία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τα στοιχεία μας επιτρέπουν να εξάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα. Πρώτον, σύμφωνα με τη γραμμή τάσης (κόκκινη γραμμή) παρατηρούμε πως υπάρχει μία ασθενής αρνητική συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού του ΑΕΠ που κατευθύνεται στην υγεία και του ποσοστού των δαπανών που επιβαρύνουν τον ασθενή/καταναλωτή. Με άλλα λόγια, οι χώρες που πραγματοποιούν σημαντικές δαπάνες για την υγεία τείνουν να επιβαρύνουν τους ασθενείς με λιγότερες δαπάνες από την τσέπη τους.

Δεύτερον, παρατηρούμε δύο ευρύτερες ομάδες χωρών στις απέναντι πλευρές της γραμμής τάσης, ενώ κάποιες χώρες εμφανίζονται διάσπαρτα ως περιπτώσεις άτυπης συμπεριφοράς (outliers). Στην κάτω δεξιά γωνία του διαγράμματος, εμφανίζονται πολλές χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης (Γερμανία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Ηνωμένο Βασίλειο). Οι χώρες αυτές παρουσιάζουν έναν συνδυασμό υψηλών δαπανών υγείας με χαμηλή επιβάρυνση για τους καταναλωτές/ασθενείς. Φαίνεται να επιτυγχάνουν υψηλά ποσοστά υγειονομικής κάλυψης, κατευθύνοντας ωστόσο ένα σημαντικό μερίδιο της οικονομικής δραστηριότητας στην παροχή υπηρεσιών υγείας.

Στην άνω-αριστερή γωνία του διαγράμματος, εμφανίζονται χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Ελλάδα, Κύπρος) και της Βαλτικής (Λετονία, Λιθουανία). Οι χώρες αυτές φαίνεται να αφιερώνουν συνολικά ένα σχετικά μικρό μερίδιο δαπανών για υπηρεσίες υγείας, τις οποίες μάλιστα καλούνται να πληρώσουν, σε ένα σημαντικό βαθμό, οι ίδιοι οι ασθενείς. Η κατάσταση αυτή δυσχεραίνει την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας για πολλούς ασθενείς που δεν έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τις σχετικές δαπάνες μόνοι τους, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον δείκτη «Self-reported unmet needs for health care» της Eurostat, για χώρες όπως η Λετονία και η Ελλάδα. Σε αυτές τις χώρες, μια σημαντική μείωση των εισοδημάτων απειλεί να αποκλείσει σημαντικό αριθμό ασθενών από τις υπηρεσίες υγείας ή να αποκλείσει άλλες δαπάνες διαβίωσης προκειμένου να καλύψει το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης.

Τέλος, εντοπίζονται εξαιρέσεις όπως η Γαλλία και η Ελβετία, οι οποίες δαπανούν σημαντικούς πόρους για τις υπηρεσίες υγείας ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνουν τους ασθενείς/καταναλωτές με ένα υψηλό ποσοστό ίδιων δαπανών.