Ένα από τα θέματα που έχουν κυριαρχήσει διεθνώς στο δημόσιο διάλογο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι η επίδραση των μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας στην πορεία της οικονομίας. Με άλλα λόγια, εξετάζεται σε τι βαθμό τα περιοριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί από τις κυβερνήσεις για να περιορίσουν την εξάπλωση του κορωνοϊού είναι υπεύθυνα για τους αρνητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που έχουν σημειωθεί κατά τη διάρκεια του έτους.

Παρότι, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, όλες οι κυβερνήσεις που πλήγηκαν από την πανδημία έλαβαν περιοριστικά μέτρα, η αυστηρότητα τους διαφοροποιήθηκε σημαντικά από χώρα σε χώρα. Το Blavatnik School of Governance του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, κατασκεύασε ένα σύνθετο δείκτη αυστηρότητας των περιοριστικών μέτρων (κλείσιμο καταστημάτων, απαγόρευση κυκλοφορίας, περιορισμοί στην εστίαση, κ.α.). Ο δείκτης έχει ημερήσια συχνότητα και καταγράφει τα μέτρα που έχουν ληφθεί από κάθε κυβέρνηση κάθε ημέρα από το ξεκίνημα της πανδημίας, λαμβάνοντας τιμές από το 0 (κανένα περιοριστικό μέτρο) έως το 100 (πολύ αυστηρά περιοριστικά μέτρα).

Στο διάγραμμα απεικονίζεται η συσχέτιση του εν λόγω δείκτη αυστηρότητας των μέτρων με τους καταγεγραμμένους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ ξεχωριστά για το 2ο και το 3ο τρίμηνο (εκφρασμένους ως διαφορά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019).[1] Το δείγμα αφορά Ευρωπαϊκές οικονομίες.

Παρατηρώντας το διάγραμμα το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: υπάρχει ισχυρή αρνητική συσχέτιση μεταξύ της αυστηρότητας των μέτρων που λήφθηκαν και του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης στο αντίστοιχο τρίμηνο. Με άλλα λόγια, όσο αυστηρότερα ήταν τα μέτρα που λάμβαναν οι κυβερνήσεις τόσο μεγαλύτερη ήταν η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι οι κυβερνήσεις έπραξαν λανθασμένα όταν λάμβαναν αυστηρά περιοριστικά μέτρα; Κατηγορηματικά όχι. Η έγκαιρη λήψη μέτρων απέτρεψε έναν εκτροχιασμό που θα συνεπαγόταν ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες ζωές αλλά και σε ανάγκη εφαρμογής ακόμη αυστηρότερων μέτρων, με ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές επιπτώσεις, σε δεύτερο χρόνο.

Αυτό που προκύπτει ωστόσο, δεδομένης της αρνητικής σχέσης μεταξύ της αυστηρότητας των μέτρων και της οικονομικής μεγέθυνσης, είναι η ανάγκη συστηματικής μελέτης της αποτελεσματικότητας των μέτρων για τον περιορισμό της πανδημίας, σε σχέση με το μέγεθος των οικονομικών ζημιών που επιφέρουν. Η ανάγκη περαιτέρω μελέτης προκύπτει και από το γεγονός ότι έως τώρα, ο συνηθέστερος τρόπος πρόβλεψης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας εστιάζει στο μερίδιο, σε κάθε οικονομία, της οικονομικής δραστηριότητας που θίγεται περισσότερο από τα μέτρα (π.χ. τουρισμός) και λιγότερο στην ένταση και στον τύπο των περιοριστικών μέτρων.

 

[1] Το πρώτο τρίμηνο δεν συμπεριλαμβάνεται καθώς για τις περισσότερες χώρες η έξαρση της πανδημίας και κατά συνέπεια η επιβολή των περιοριστικών μέτρων ξεκίνησε τον Μάρτιο, γεγονός που επηρεάζει τη σύγκριση του με τα άλλα δύο τρίμηνα.