Ένα από τα ασθενέστερα επιχειρήματα υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού (ή της θεσμοθέτησής του, όπου δεν έχει θεσμοθετηθεί ακόμη) είναι ότι κάτι τέτοιο θα μειώσει τη φτώχεια. Λογικά, η σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και φτώχειας είναι απροσδιόριστη. Από τη μία, πολλοί φτωχοί δεν εργάζονται: είναι ανήλικα παιδιά, άνεργοι, νοικοκυρές, άτομα με αναπηρίες, ηλικιωμένοι. Ή εάν εργάζονται δεν είναι μισθωτοί: είναι αυτοαπασχολούμενοι. Όλες αυτές οι κατηγορίες μένουν ανεπηρέαστες από τυχόν μεταβολές του κατώτατου μισθού (όχι ευθέως τουλάχιστον). Από την άλλη, ένας χαμηλά αμειβόμενος εργαζόμενος δεν είναι αναγκαστικά φτωχός. Η φτώχεια υπολογίζεται σε οικογενειακό επίπεδο, όχι σε ατομικό, και εξαρτάται από το σύνολο των εισοδημάτων, όχι μόνο από τους μισθούς. Ένας εργαζόμενος που εισπράττει τον κατώτατο μισθό μπορεί κάλλιστα να μην είναι φτωχός – εάν π.χ. είναι παιδί ευκατάστατης οικογένειας που ζει με τους γονείς του και εργάζεται περιστασιακά για να συμπληρώσει το χαρτζιλίκι που του δίνουν.

Για τους παραπάνω λόγους, το ερώτημα του εάν η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση της φτώχειας ή όχι δεν μπορεί να απαντηθεί αφηρημένα. Η απάντηση εξαρτάται από το ποιοι είναι οι εργαζόμενοι που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε μια συγκεκριμένη χώρα.

Η πρόσφατη μελέτη του Carlos Vacas-Soriano (Eurofound) δίνει απάντηση στο ερώτημα αυτό αναλύοντας τα δεδομένα για την κοινή κατανομή (ατομικών) αποδοχών και (οικογενειακών) εισοδημάτων. Όπως δείχνει το διάγραμμα, το ποσοστό των φτωχών μεταξύ όσων εργάζονται με τον κατώτατο μισθό ποικίλλει πολύ στα κράτη μέλη της ΕΕ. Στο ένα άκρο βρίσκεται η Ολλανδία, όπου μόνο 5% των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι μέλη φτωχών νοικοκυριών. Στο άλλο άκρο είναι η Ελλάδα, όπου το σχετικό ποσοστό φτάνει το 47%. Ο μέσος όρος στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 15%.

Σημαίνει αυτό ότι κάθε αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα μας θα έχει πάντοτε ευεργετική επίδραση στην καταπολέμηση της φτώχειας; Όχι αναγκαστικά. Μια υπερβολική αύξηση του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να θεωρηθεί ασύμφορη από τους εργοδότες, και να τους ωθήσει σε απολύσεις, ή ακόμη και να οδηγήσει σε κλείσιμο της επιχείρησης.

Το ερώτημα είναι πέρα από ποιο σημείο η αύξηση γίνεται «υπερβολική». Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις των κατώτατων μισθών στην απασχόληση συχνά υπερτιμώνται. Στη Γερμανία, όπου οι εργοδοτικές οργανώσεις αντιδρούσαν σθεναρά στη νομοθετική κατοχύρωση του κατώτατου μισθού, επικαλούμενες εκτιμήσεις για απώλεια 750.000 θέσεων εργασίας, η απασχόληση συνέχισε να αυξάνεται και μετά τη θεσμοθέτηση κατώτατου ωρομισθίου 8,50 ευρώ (τον Ιανουάριο 2015). Η πρόσφατη μελέτη του Christian Dustmann (University College London) και των συνεργατών του δείχνει ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις που απασχολούν χαμηλόμισθους αντέδρασαν στην πρόκληση της προσαρμογής με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: αναβαθμίζοντας την παραγωγική διαδικασία τους, επενδύοντας σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, και σε κάποιες περιπτώσεις λειτουργώντας σε μεγαλύτερη κλίμακα, με επεκτάσεις ή συγχωνεύσεις, χωρίς απολύσεις ή ακύρωση προσλήψεων. Η απασχόληση αυξήθηκε σε όλους τους τομείς της γερμανικής οικονομίας, και σε εκείνους που απασχολούν χαμηλόμισθους.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη χώρα μας, όπου οι μέσοι μισθοί είναι 20% χαμηλότεροι από ό,τι πριν μια δεκαετία; Ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να συμβάλλει τόσο στην καταπολέμηση της φτώχειας, όσο και στην αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Αρκεί να γίνει σταδιακά, και να είναι προσεκτική.

Το In Focus στη μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 4.11.2021.