Με τον πληθωρισμό να εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για ολόκληρο το 2022, οι οικονομικοί αναλυτές προσανατολίζονται σε προτάσεις πολιτικής για την καλύτερη διαχείριση των επιπτώσεων στο κόστος ζωής των νοικοκυριών. Ειδικότερα στην Ευρώπη όπου οι πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται στην εκτόξευση του κόστους ενέργειας, οι κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει μέχρι στιγμής διάφορα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης των πολιτών: οριζόντιες επιδοτήσεις, μειώσεις φορολόγησης καυσίμων, ελέγχους τιμών, με στόχο τη μείωση της επιβάρυνσης των νοικοκυριών.

Όπως διαπιστώνει πρόσφατη έρευνα του ΔΝΤ, οι οριζόντιες επιδοτήσεις επιβραδύνουν την προσαρμογή στις αυξημένες τιμές, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνουν υπερβολικά τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Για αυτό, προτείνει την πλήρη μεταφορά του κόστους στους καταναλωτές, ώστε να μειωθεί η ζήτηση, με αποτέλεσμα τη σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας.

Βέβαια, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα νέα επιβάρυνση του κόστους ζωής. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η επιβάρυνση από τις αυξημένες τιμές ενέργειας είναι ήδη σημαντική: το μέσο Ευρωπαϊκό νοικοκυριό θα πληρώσει 7% περισσότερο από ό,τι προβλεπόταν στις αρχές του 2021 (δηλ. πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία). Η αύξηση οφείλεται τόσο στις υψηλότερες τιμές για ενέργεια και καύσιμα, όσο και στην επακόλουθη αύξηση τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, οι αυξήσεις αυτές θα είναι μεγαλύτερες για τα φτωχότερα νοικοκυριά (βλ. γράφημα). Στην Εσθονία και το Ηνωμένο Βασίλειο η αύξηση του κόστους ζωής στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού είναι σχεδόν διπλάσια από ό,τι στο πλουσιότερο 20%. Η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση αναφορικά με την αύξηση του κόστους ζωής, ενώ δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που θέλει τα φτωχότερα νοικοκυριά να επηρεάζονται περισσότερο από τον πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, η επιβάρυνση εξαιτίας των αυξήσεων του κόστους της ενέργειας αντιστοιχεί σε 8,5% του οικογενειακού προϋπολογισμού των ευπορότερων νοικοκυριών (όσων ανήκουν στο υψηλότερο 20% της κατανομής εισοδήματος), και 10,1% του οικογενειακού προϋπολογισμού των φτωχότερων νοικοκυριών (όσων ανήκουν στο χαμηλότερο 20%).

Σύμφωνα λοιπόν με τους ερευνητές του ΔΝΤ, η διαφοροποίηση της επίπτωσης του πληθωρισμού ανάλογα με το εισόδημα ενισχύει το επιχείρημα υπέρ της αντικατάστασης των οριζόντιων επιδοτήσεων τιμών από στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις προς τα ευάλωτα νοικοκυριά. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη, η ολοκληρωτική κάλυψη του κόστους των αυξήσεων για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού θα στοίχιζε στο δημόσιο ταμείο μόλις 0,66% του ΑΕΠ, ενώ εάν η κάλυψη αφορούσε το φτωχότερο 40% το δημοσιονομικό κόστος θα έφτανε το 1,57% του ΑΕΠ. Αντίθετα, οι οριζόντιες επιδοτήσεις τιμών κοστίζουν πολύ περισσότερο: στην Ελλάδα, όπου οι επιδοτήσεις αφορούν όλες τις παροχές κύριας και μη κύριας κατοικίας, για το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, το τελικό κόστος προβλέπεται να είναι πολλαπλάσιο. (Σημειώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος θα καλυφθεί από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, ενώ το υπόλοιπο θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.)

Φυσικά, η πρόταση του ΔΝΤ για αντικατάσταση των οριζόντιων επιδοτήσεων τιμών από στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις προς τα ευάλωτα νοικοκυριά θα πρέπει να προσαρμόζεται στις εθνικές ιδιαιτερότητες. Σε χώρες με μεγάλη φοροδιαφυγή, όπως η Ελλάδα, ο σχεδιασμός των στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη πιο σύνθετα κριτήρια (π.χ. περιουσίας). Επίσης, στο βαθμό που προκρίνονται οριζόντιες επιδοτήσεις τιμών, αυτές θα μπορούσαν να αφορούν μόνο την πρώτη κατοικία, μόνο τις πρώτες Χ κιλοβατώρες κατανάλωσης ενέργειας ετησίως, με το πλαφόν να κλιμακώνεται ανάλογα με τον αριθμό μελών νοικοκυριού και την τοποθεσία (όχι το μέγεθος) της πρώτης κατοικίας, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες των πιο πολυάριθμων οικογενειών, καθώς και όσων κατοικούν σε περιοχές με ψυχρότερο κλίμα.

Το In Focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 25.08.2022.