Σύμφωνα με τα δεδομένα της Eurostat, το 78,3% των ελληνικών επιχειρήσεων δεν ασχολείται με την κατάρτιση του προσωπικού τους. Για την ακρίβεια, δεν προσφέρει κανενός είδους συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, είτε ενδοεπιχειρησιακή είτε μέσω κάποιου άλλου παρόχου. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο μέσος όρος είναι 29,5%. Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι το πρόβλημα των χαμηλών δεξιοτήτων στη χώρα μας δεν βρίσκεται μόνο στην πλευρά της προσφοράς (δηλ. στις αποτυχίες του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης), που ήταν το θέμα του προηγούμενου σημειώματος αυτής της σειράς. Εντοπίζεται εξίσου στην πλευρά της ζήτησης, δηλ. στην άρνηση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων να επενδύσουν στις δεξιότητες των εργαζομένων.

Ο αντίλογος είναι γνωστός. Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι μικρές. Δεν έχουν τη δυνατότητα να ασχοληθούν με την κατάρτιση.

Το ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι κατά μέσο όρο μικρότερες από εκείνες των άλλων χωρών είναι αλήθεια. Σύμφωνα με τις σχετικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι μεγάλες επιχειρήσεις (με πάνω από 250 άτομα προσωπικό) απασχολούν 35% του συνόλου των εργαζομένων, ενώ στην Ελλάδα μόνο το 17%. Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων είναι πράγματι σοβαρό εμπόδιο για τη βελτίωση των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Όμως, δεν εξηγεί την αποχή των ελληνικών επιχειρήσεων από την κατάρτιση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ενώ στην ΕΕ 66,9% των μικρών επιχειρήσεων (με 10 έως 49 άτομα προσωπικό) παρέχουν στους εργαζομένους τους επαγγελματική κατάρτιση, στη χώρα μας το αντίστοιχο ποσοστό είναι μόλις 18,6%.

Αντιστρόφως, όπως δείχνει το γράφημα, η άρνηση των επιχειρήσεων να επενδύσουν στις δεξιότητες των εργαζομένων είναι διαδεδομένη ακόμη και μεταξύ όσων απασχολούν πάνω από 250 άτομα προσωπικό. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, μόνο 5% των μεγάλων επιχειρήσεων απέχουν από την συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων τους. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι έξι φορές υψηλότερο: ανέρχεται σε 31,8%, δεύτερο στην ΕΕ μετά τη Ρουμανία (32,6%). Ενδεικτικά, στην Πορτογαλία το ποσοστό των μεγάλων επιχειρήσεων που απείχαν από την κατάρτιση του προσωπικού τους δεν ξεπερνούσε το 1,4%.

Όπως γράφαμε την περασμένη εβδομάδα, οι χαμηλές δεξιότητες είναι τροχοπέδη της ανάκαμψης, αφού καθηλώνουν την ελληνική οικονομία στις χαμηλές επιδόσεις και εμποδίζουν την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου. Όμως οι ανεπάρκειες του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι η μια μόνο όψη του προβλήματος. Η άλλη όψη είναι η άρνηση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως μεγέθους, να επενδύσουν στις δεξιότητες των εργαζομένων.

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα; Όχι εύκολα, και όχι από τη μια μέρα στην άλλη. Θα χρειαστεί η Πολιτεία αντί να επιδοτεί την αυτοαπασχόληση (π.χ. μέσω του ασφαλιστικού νόμου) να θεσμοθετήσει φορολογικά και άλλα κίνητρα για τις επιχειρήσεις που επενδύουν στην κατάρτιση. Θα πρέπει η δημόσια επαγγελματική εκπαίδευση να αναβαθμιστεί, και το κύρος της να ανυψωθεί. Θα πρέπει το τοπίο των ιδιωτικών φορέων επαγγελματικής κατάρτισης να εξυγιανθεί, και η έμφαση να μετατοπιστεί από την πάση θυσία απορροφητικότητα στην αξιολόγηση του έργου τους, καθώς και στην παρακολούθηση της πορείας των καταρτιζόμενων στην αγορά εργασίας. Θα πρέπει να αποτραπεί η κατασπατάληση και του νέου πακτωλού του ΕΣΠΑ και του ΤΑΑ. Θα πρέπει όμως επίσης οι εργοδοτικές οργανώσεις και οι επιχειρηματικές ελίτ να αναγνωρίσουν την τραγική υστέρηση, να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν για το κενό δεξιοτήτων της ελληνικής οικονομίας, και να συνεισφέρουν στη γεφύρωση του.

Το In focus στην μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 02.12.21.