Το 2020, 36 εκατομμύρια Ευρωπαίοι (8% του πληθυσμού της ΕΕ) αδυνατούσαν να ζεστάνουν το σπίτι τους το χειμώνα. Το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας αναμένεται να οξυνθεί μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση που έχει προκαλέσει.

Η ενεργειακή φτώχεια προκύπτει ως αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων: χαμηλό εισόδημα, υψηλή δαπάνη για ενέργεια (ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος), και χαμηλή ενεργειακή απόδοση κτιρίων. Όσοι αδυνατούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες υποχρεώνονται να ζουν ή να εργάζονται σε ακατάλληλο περιβάλλον, με αποτέλεσμα να θέτουν την υγεία τους πρωταρχικά αλλά και την παραγωγικότητά τους σε κίνδυνο. Ταυτόχρονα, όσοι βρίσκονται κάτω από το όριο της ενεργειακής φτώχειας αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, νοσηρότητας, και αυξημένη ψυχολογική πίεση, που επιβαρύνεται από την αδυναμία εξόφλησης των λογαριασμών κοινής ωφελείας.

Καθώς η ενεργειακή φτώχεια αποτελεί πολύπλευρο φαινόμενο, δεν υπάρχει ενιαίος δείκτης καταγραφής της έκτασης της. Το Κέντρο Συμβουλευτικής για την Ενεργειακή Φτώχεια (Energy Poverty Advisory Hub) χρησιμοποιεί ένα σύνθετο δείκτη ο οποίος αποτελείται από τέσσερις κύριες παραμέτρους: (α) αδυναμία πληρωμής λογαριασμών κοινής ωφελείας, (β) χαμηλή ενεργειακή δαπάνη, (γ) υψηλό μερίδιο της ενεργειακής δαπάνης στο διαθέσιμο εισόδημα, και (δ) αδυναμία επαρκούς θέρμανσης κατοικίας.

Στο γράφημα παρουσιάζονται το ποσοστό του πληθυσμού που αδυνατεί να πληρώσει τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας στην ώρα τους και το ποσοστό που αδυνατεί να κρατήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό στην ΕΕ (τα δεδομένα αναφέρονται στο 2018). Η Ελλάδα σημειώνει αρνητική πρωτιά αναφορικά με τους λογαριασμούς  κοινής ωφελείας αφού το 35,6% του πληθυσμού καθυστερεί την πληρωμή τους (το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ ανέρχεται στο 6,6%), ενώ με το 22,7% του πληθυσμού να αδυνατεί να κρατήσει το σπίτι του επαρκώς ζεστό, η χώρα μας πλασάρεται στην τρίτη θέση πίσω από τη Βουλγαρία (33,7%) και τη Λιθουανία (27,9%).

Για τον περιορισμό του προβλήματος, η στήριξη του εισοδήματος των ευάλωτων νοικοκυριών που πλήττονται από την ακρίβεια αποτελεί ένα αναγκαίο μέτρο, το οποίο όμως αντιμετωπίζει το πρόβλημα μονάχα βραχυπρόθεσμα. Μέτρα μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα συνδέονται με την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και υποστηρίζονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Συγκεκριμένα, ο άξονας “Ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας και χωροταξική μεταρρύθμιση” υπό τον πυλώνα της Πράσινης Μετάβασης του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στοχεύει αποκλειστικά στην ανακαίνιση κατοικιών, εμπορικών, βιομηχανικών και δημόσιων κτιρίων, θέτοντας ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της ενεργειακής σπατάλης και φτώχειας.

Φαίνεται λοιπόν πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα εκτεταμένο πρόβλημα ενεργειακής φτώχειας το οποίο αναμφίβολα θα επιδεινωθεί με την εκτόξευση των τιμών ενέργειας ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης. Ο επόμενος χειμώνας αναμένεται να είναι εξαιρετικά δύσκολος αφού οι τιμές θα παραμείνουν υψηλές και η ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης θα τεθεί εν αμφιβόλω. Οι γενικές επιδοτήσεις τιμών θα πρέπει να αποφευχθούν: ενθαρρύνουν την αλόγιστη κατανάλωση (ακόμη και εύπορων καταναλωτών), σπαταλούν πόρους, και επιβαρύνουν το έλλειμμα. Χρειάζονται στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις προς ευάλωτα νοικοκυριά, σε συνδυασμό με επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, για τον περιορισμό της ενεργειακής φτώχειας, καθώς και της σπατάλης ενέργειας.

Το In Focus στη μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 15.07.2022.