Το 2020 η οικονομία της Ευρωζώνης σημείωσε ύφεση της τάξεως του 6,6%, η οποία ήταν η μεγαλύτερη της ιστορίας της. Όπως φαίνεται από το παραπάνω γράφημα, η ισπανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 11%, ακολουθούμενη από την Ιταλία (-8,9%), την Ελλάδα (-8,2%) και τη Γαλλία (-8,2%). Η γερμανική οικονομία σημείωσε ελαφρώς πιο ήπια ύφεση της τάξεως του 5%.

Το κρίσιμο ερώτημα τώρα είναι πότε θα έρθει η ανάκαμψη και τι μέγεθος θα έχει. Στη σκιασμένη περιοχή του παραπάνω γραφήματος παρουσιάζονται οι πρόσφατες προβλέψεις του ΔΝΤ.

Σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις που παρουσιάστηκαν στην παρούσα στήλη τον περασμένο Οκτώβριο, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την πλειονότητα των χωρών είναι περισσότερο αισιόδοξες, στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, αλλά πιο συντηρητικές μακροπρόθεσμα. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στη μικρότερη από το αναμενόμενο ύφεση κατά το δεύτερο ήμισυ του 2020 για τις περισσότερες οικονομίες, έπειτα από την πρόσκαιρη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων αλλά και την προσαρμογή των οικονομιών στο καθεστώς εργασίας που επιβλήθηκε κατά την πανδημία.

Συγκεκριμένα, η ελληνική οικονομία  προβλέπεται να αναπτυχθεί κατά 3,7% κατά το 2021, ρυθμός ο οποίος είναι σημαντικά χαμηλότερος από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (4,4%). Η Γερμανία και η Πορτογαλία προβλέπεται να παρουσιάσουν παρόμοιους ρυθμούς μεγέθυνσης με την Ελλάδα (3,9% και 3,6% αντίστοιχα), ενώ η Ιταλία και η Ισπανία που σημείωσαν τη μεγαλύτερη ύφεση το 2020, αναμένεται να ανακάμψουν κατά 4,2% και 6,3% αντίστοιχα.

Η οικονομική μεγέθυνση στην πλειονότητα των χωρών αναμένεται να μετριαστεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα μετά από την περίοδο της ανάκαμψης, γεγονός που αντανακλά τις ενδεχόμενες μακροπρόθεσμες απώλειες στις οικονομίες ως αποτέλεσμα των περιορισμών που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.