Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) αποτελεί χρυσή ευκαιρία για τα κράτη μέλη τα οποία επλήγησαν περισσότερο από την κρίση της Ευρωζώνης και από την πανδημική κρίση. Η Ελλάδα θα λάβει σημαντικά κονδύλια τα οποία μπορούν να επιταχύνουν την ανάκαμψη της αγοράς εργασίας. Θα αξιοποιηθούν οι πόροι του ΤΑΑ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο; Το κείμενο αυτό επιχειρεί μία ανασκόπηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) αξιολογώντας τη πιθανή συνεισφορά του σχεδίου στην αναβάθμιση του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου, μέσω της ενίσχυσης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και συνεπώς της απασχόλησης.

  • Το 2019, οι επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν 70% χαμηλότερες από ό,τι το 2007. Πιο αναλυτικά, την ίδια περίοδο, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 62%, οι επιχειρηματικές επενδύσεις κατά 44%, και οι επενδύσεις των νοικοκυριών (κυρίως για στέγαση) κατά 89%.
  • Το τεράστιο αυτό επενδυτικό κενό καθηλώνει την ανάπτυξη και υπονομεύει τις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
  • Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προσφέρει στην Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία κάλυψης αυτού του επενδυτικού κενού, δίνοντας ώθηση στην βιώσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
  • Τεχνικά, το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) είναι άρτιο, όπως δείχνει η ευνοϊκή υποδοχή του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πολιτικά, φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη συναίσθηση ότι τα λάθη του παρελθόντος πρέπει να αποφευχθούν. Όμως, ισχυρές δυνάμεις πιέζουν για μια (καταστροφική) εμμονή στην πεπατημένη.
  • Με την έννοια αυτή, το Ελλάδα 2.0 ενσαρκώνει τις αντιφάσεις της τρέχουσας συγκυρίας. Από τη μια, αντανακλά τη συναίνεση ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να ακολουθήσει μια αναπτυξιακή στρατηγική που βασίζεται περισσότερο στις εξαγωγές και λιγότερο στην εγχώρια καταναλωτική ζήτηση που χρηματοδοτείται από το χρέος. Από την άλλη, η κληρονομιά του παρελθόντος βαραίνει στους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών τους, ενώ ο κατάλογος των προβλημάτων που παραμένουν άλυτα είναι μακρύς. Μένει να αποδειχθεί ποια τάση θα επικρατήσει.

Το Κείμενο Πολιτικής υπογράφουν οι Μάνος Ματσαγγάνης, Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος», Καθηγητής, Politecnico di Milano, και Γιώργος Μανάλης, Ερευνητής, Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας, Ερευνητής, Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου.

Διαβάστε το εδώ σε μορφή pdf.


Μια δύσκολη δεκαετία 

Όταν ο Covid-19 έφτασε επίσημα στην Ελλάδα, η χώρα μας πάσχιζε να ανακάμψει από μια δεκαετία οικονομικής παρακμής, κοινωνικής δυσφορίας και πολιτικής αστάθειας.

Στις 26 Φεβρουαρίου 2020, όταν ο Covid-19 έφτασε επίσημα στην Ελλάδα, η χώρα μας πάσχιζε να ανακάμψει από μια δεκαετία οικονομικής παρακμής, κοινωνικής δυσφορίας και πολιτικής αστάθειας. Το 2010-14 πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους, οι μέσες αποδοχές όσων εξακολουθούσαν να εργάζονται μειώθηκαν κατά το ένα τέταρτο, ενώ τα εισοδήματα των νοικοκυριών έπεσαν κατακόρυφα. Το 2015-19, η οικονομία σταθεροποιήθηκε και η ανεργία άρχισε να μειώνεται, αν και η ανάπτυξη παρέμενε αναιμική[1].

Ανάμεσα στο 2007 (όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση) και το 2019 (τη χρονιά πριν ξεσπάσει η πανδημία) ο αριθμός των εργαζομένων συρρικνώθηκε κατά 15%, το πραγματικό κατά κεφαλήν  ΑΕΠ κατά 21%, και οι συνολικές επενδύσεις κατά 70%. Παράλληλα, την περίοδο 2007-19 μειώθηκαν κατά 6% οι κατά κεφαλήν δαπάνες κοινωνικής προστασίας. Η εισοδηματική ανισότητα (είτε τη μετράμε με το συντελεστή Gini, είτε με το λόγο εισοδήματος του πλουσιότερου 20% με το φτωχότερο 20% του πληθυσμού) βρισκόταν το 2019 πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ, αν και είχε υποχωρήσει σε σχέση με το 2007. Το ποσοστό φτώχειας επίσης μειώθηκε, αν και αυτό οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι η κρίση μείωσε το διάμεσο εισόδημα και ως εκ τούτου μείωσε το όριο της σχετικής φτώχειας (60% του διαμέσου εισοδήματος). Όσον αφορά το μερίδιο των ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό, ήταν 30% το 2019, το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ, έχοντας όμως υποχωρήσει από το 36% του 2014[2].

Στις αρχές του 2020, καθώς το σύστημα υγείας ετοιμαζόταν για το ξέσπασμα της πανδημίας, η ανθεκτικότητά του ήταν αμφίβολη. Όπως και πριν από την οικονομική κρίση, τα διαχρονικά δομικά του προβλήματα παρέμεναν: υπερβολικά πολλοί γιατροί, υπερβολικά λίγοι νοσηλευτές, υπερβολικά λίγη πρωτοβάθμια φροντίδα, υπερβολικά μεγάλη κατανάλωση αντιβιοτικών, υπερβολικά πολλές διαγνωστικές εξετάσεις, υπερβολικά λίγη πρόληψη[3]. Εν τω μεταξύ, λόγω των πολιτικών λιτότητας, η κατά κεφαλήν δαπάνη για τη δημόσια υγεία μειώθηκε την περίοδο 2009-19 κατά 46% σε πραγματικούς όρους[4]. Παρότι οι περικοπές περιόρισαν τη σπατάλη στο σύστημα υγείας, αναπόφευκτα έπληξαν και ζωτικές υπηρεσίες[5]. Έτσι, η ισότητα πρόσβασης, λόγος ύπαρξης ενός δημόσιου συστήματος υγείας, υποχώρησε και άλλο: 8,1% του συνόλου των Ελλήνων (17,6% όσων ανήκουν στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού) ανέφερε ότι αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του για περίθαλψη, υψηλότερο ποσοστό από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ.

Η μεγάλη δημοσιονομική επέκταση είχε ως αποτέλεσμα ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να ξεπεράσει για λίγο το 200%, προτού πέσει στο επίσης ιλιγγιώδες 193% κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2021.

Λόγω της υπερβολικής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τον τουρισμό, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 9,0% το 2020, δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση στην Ευρώπη μετά την  Ισπανία[6]. Όπως και αλλού, όταν η Ελλάδα εισήλθε σε lockdown, η κυβέρνηση αύξησε τις δαπάνες για την ενίσχυση του συστήματος υγείας και για τη στήριξη επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Εκτιμήσεις του ΔΝΤ[7] θέλουν  το δημοσιονομικό κόστος όλων των μέτρων που υιοθετήθηκαν το 2020 και το 2021 να φτάνει το 17,5% του ΑΕΠ του 2020, υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Η ενίσχυση της ρευστότητας κόστισε επιπρόσθετα 3,7% του ΑΕΠ του 2020 (όχι ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό, συγκριτικά με άλλες οικονομίες). Η μεγάλη δημοσιονομική επέκταση είχε ως αποτέλεσμα ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να ξεπεράσει για λίγο το 200%, προτού πέσει στο επίσης ιλιγγιώδες 193% κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2021.

Εργασία και δεξιότητες

Το ποσοστό απασχόλησης της Ελλάδας (62,6%) ήταν το χαμηλότερο στην ΕΕ το 2021, με την απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ (73,1%) να έχει αυξηθεί σε πάνω από δέκα ποσοστιαίες μονάδες.

Η απασχόληση, χαμηλή ακόμα και σε περιόδους ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, μειώθηκε σημαντικά τη δεκαετία του 2010. Το ποσοστό απασχόλησης της Ελλάδας (62,6%) ήταν το χαμηλότερο στην ΕΕ το 2021, με την απόσταση από το μέσο όρο της ΕΕ (73,1%) να έχει αυξηθεί σε πάνω από δέκα ποσοστιαίες μονάδες[8].

Παρά τη σταθερή αύξηση της γυναικείας απασχόλησης τα τελευταία σαράντα χρόνια (από 35,8% το 1981 σε 52,7% το 2021)[9], η Ελλάδα βρίσκεται πολύ πίσω από τα άλλα κράτη μέλη (το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στην ΕΕ ήταν 67,7% το 2021). Το σημαντικό χάσμα στην απασχόληση των φύλων  μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι Ελληνίδες πασχίζοντας να συνδυάσουν εργασιακές και οικογενειακές ευθύνες χωρίς αξιόλογη κρατική βοήθεια. Τα μεγάλα κενά στην παροχή προσχολικής φροντίδας και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών συμβάλλουν στη χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας[10].

Η αναντιστοιχία δεξιοτήτων είναι άλλο σημαντικό εμπόδιο για την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση της απασχόλησης. Η παρατεταμένη ύφεση της δεκαετίας του 2010 επιδείνωσε μια κατάσταση που ήταν ήδη προβληματική. Παρόλο που η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει επεκταθεί μαζικά τις τελευταίες δεκαετίες[11], τα δεδομένα από την Έρευνα Δεξιοτήτων Ενηλίκων (PIAAC) του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι οι επιδόσεις των νεότερων γενιών λίγο είχαν βελτιωθεί σε σχέση με τις επιδόσεις προηγούμενων γενιών[12]. Επιπλέον, οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σημείωναν  απελπιστικά χαμηλές βαθμολογίες στην κατανόηση κειμένου, στην αριθμητική και στην επίλυση προβλημάτων[13]. Μόνο 9,3% των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών είχαν «σφαιρικές δεξιότητες» – χαμηλότερο ποσοστό από όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα PIAAC εκτός από την Τουρκία και τη Χιλή[14]. Ο Ευρωπαϊκός Δείκτης Δεξιοτήτων 2022 επιβεβαίωσε την υστέρηση της Ελλάδας στην ανάπτυξη και ενεργοποίηση δεξιοτήτων, ενώ στην αντιστοίχιση δεξιοτήτων η χώρα μας καταλάμβανε την 30ή θέση σε 31 χώρες[15]. Άλλη πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι, παρά την υψηλή ανεργία, 61% των εργοδοτών αντιμετώπιζε δυσκολίες στην πρόσληψη ειδικευμένου προσωπικού, ποσοστό μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ[16]. Από την άλλη, μόνο 21,7% των επιχειρήσεων πρόσφεραν επαγγελματική κατάρτιση στους υπαλλήλους τους το 2015 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), πολύ κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ (70,5%)[17].

Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας

Το επενδυτικό κενό είναι ίσως η πιο ζημιογόνα κληρονομιά της ελληνικής κρίσης. Η επίδοση της Ελλάδας στην απορρόφηση και στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι αναμφίβολα αρνητική. Αυτή τη φορά, όμως, οι προοπτικές φαίνονται αρκετά ευνοϊκότερες.

Το επενδυτικό κενό είναι ίσως η πιο ζημιογόνα κληρονομιά της ελληνικής κρίσης. Το 2007-19, οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 62% σε πραγματικούς όρους. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις μειώθηκαν επίσης κατά 44%,  ενώ τα νοικοκυριά περιόρισαν τις επενδυτικές τους δαπάνες (κυρίως για στέγαση) κατά 89%. Το συνολικό κεφαλαιουχικό απόθεμα έχει μειωθεί, καθώς οι νέες επενδύσεις δεν επαρκούν για να αντισταθμίσουν τις αποσβέσεις. Το επενδυτικό κενό καθηλώνει την ανάπτυξη και υπονομεύει τις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Εδώ έγκειται η ιδιαίτερη σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) για την Ελλάδα, μαζί με τα κονδύλια του νέου ΕΣΠΑ (Συμφωνία Συνεργασίας 2021-2027) και άλλων προγραμμάτων της ΕΕ.

Η επίδοση της Ελλάδας στην απορροφητικότητα και στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων είναι αναμφίβολα αρνητική[18]. Αυτή τη φορά, όμως, οι προοπτικές φαίνονται αρκετά ευνοϊκότερες. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή[19] τον Απρίλιο του 2021, βασίστηκε κατά μεγάλο μέρος στην έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη[20], υπό την προεδρία του καθηγητή της London School of Economics και κατόχου του Βραβείου Νόμπελ, η οποία  παραδόθηκε στον Πρωθυπουργό τον Νοέμβριο 2020. Μετά από εκατό και πλέον συναντήσεις με κυβερνητικούς αξιωματούχους[21], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδέχθηκε επισήμως το ελληνικό σχέδιο τον Ιούνιο του 2021, χαιρετίζοντας το ως «ολοκληρωμένη και ισορροπημένη απάντηση στην οικονομική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας»[22].

Πόσο πιθανό είναι να επιταχυνθεί η ανάπτυξη, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του σχεδίου Ελλάδα 2.0; Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπουν «θετική συμβολή του σχεδίου στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά περίπου 1,2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο ετησίως κατά την περίοδο 2021-2026»[23]. Ειδικά για το 2023 και το 2024, το σχέδιο προβλέπει ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί «πάνω από 4%»[24].

Πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η εκτίμηση; Οι οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (άνοιξη 2022) είναι επιφυλακτικές[25], ενώ το ΔΝΤ είναι πιο απαισιόδοξο, εκτιμώντας ότι «μεσοπρόθεσμα, η ανάπτυξη αναμένεται να συγκλίνει στο 1½ τοις εκατό, υποστηριζόμενη από πόρους του ΤΑΑ» [26].

Αναφορικά με τις επιπτώσεις του σχεδίου στην απασχόληση, οι επίσημες εκτιμήσεις προβλέπουν ότι από την εφαρμογή του Ελλάδα 2.0 θα δημιουργηθούν από 180.000 έως 200.000 νέες θέσεις εργασίας[27], το οποίο αντιστοιχεί σε αύξηση του ποσοστού απασχόλησης κατά περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες (σε 66%)[28]. Η προβλεπόμενη μείωση του ποσοστού ανεργίας[29] φαίνεται μάλλον αισιόδοξη αν συγκριθεί με την πρόβλεψη του ΔΝΤ[30], και  την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[31]. Οι σχετικές εκτιμήσεις παρουσιάζονται στον Πίνακα 1.

Το Ελλάδα 2.0 παρέχει ελάχιστες πληροφορίες για τη φύση (και την ποιότητα) των θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν, ενώ παραμένει σιωπηλό για τις θέσεις εργασίας που αναπόφευκτα θα χαθούν εξαιτίας της οικονομικής αναδιάρθρωσης.

Έχει σημασία η απόκλιση εκτιμήσεων μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και διεθνών οργανισμών; Στην πραγματικότητα, διακυβεύονται πολύ περισσότερα από μια απλή διαφωνία για τα νούμερα. Όπως το έθεσαν δύο οξυδερκείς παρατηρητές της ελληνικής οικονομίας: «Εάν οι πολιτικές και οι διαθέσιμοι πόροι σχεδιαστούν με βάση ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τους δυνητικούς, τότε η Ελλάδα κινδυνεύει να μπει σε μια νέα κρίση ανταγωνιστικότητας και χρέους»[32].

Πίνακας 1: Εκτιμήσεις ανάπτυξης και απασχόλησης

Αύξηση πραγματικού ΑΕΠ Ποσοστό ανεργίας
2023 2024 2023 2024
Ελλάδα 2.0 4,1% 4,4% 11,7% 10,5%
Ευρωπαϊκή Επιτροπή 3,1% 13,1%
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο 2,6% 2,0% 12,4% 11,6%

Πηγή: Ελλάδα 2.0 (σελ. 703), Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2022, σελ. 71), ΔΝΤ (2022, σελ. 33).

Επιπλέον, το Ελλάδα 2.0 παρέχει ελάχιστες πληροφορίες για τη φύση (και την ποιότητα) των θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν, ενώ παραμένει σιωπηλό για τις θέσεις εργασίας που αναπόφευκτα θα χαθούν εξαιτίας της οικονομικής αναδιάρθρωσης, η οποία επιταχύνεται από τη στροφή προς την εξ αποστάσεως εργασία ως απάντηση στον Covid-19 και τη «δημιουργική καταστροφή» που αναμένεται να επιφέρει η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.

Επιπτώσεις του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην αγορά εργασίας

Οι περισσότερες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται στο πλαίσιο του Ελλάδα 2.0 έχουν άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή. Βέβαια, η εφαρμογή του σχεδίου βρίσκεται ακόμα στην αρχή, γεγονός που καθιστά αδύνατη την εξακρίβωση των επιπτώσεων του.

Οι περισσότερες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται στο πλαίσιο του Ελλάδα 2.0 έχουν άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην απασχόληση και στην κοινωνική συνοχή. Βέβαια, η εφαρμογή του σχεδίου βρίσκεται ακόμα στην αρχή, γεγονός που καθιστά αδύνατη την εξακρίβωση των επιπτώσεων του. Ωστόσο, πολύτιμα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν από την ανάλυση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που δρομολογούνται.

Απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή 

Ο άξονας «Αύξηση των θέσεων εργασίας και προώθηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας» περιλαμβάνει δράσεις που στοχεύουν στη τόνωση της αγοράς εργασίας είτε μέσω  ενεργών πολιτικών (με στόχο την ενίσχυση της απασχόλησης) είτε μέσω παθητικών πολιτικών (κυρίως εισοδηματικής στήριξης των ανέργων). Η ψηφιοποίηση και η γενικότερη διοικητική αναβάθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ, πρώην ΟΑΕΔ) αναμένεται να βελτιώσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Η μεταρρύθμιση των επιδομάτων ανεργίας είναι μια ακόμα σημαντική δράση στο πλαίσιο αυτού του άξονα. Συγκεκριμένα, θα εφαρμοστεί πιλοτικά ένα νέο τακτικό επίδομα ανεργίας, στο οποίο το ποσό αρχικά θα κλιμακώνεται ανάλογα με τις αποδοχές (έως 800 ευρώ το μήνα), ενώ σταδιακά θα μειώνεται (σε 400 ευρώ το μήνα), με μέγιστη διάρκεια 12 μήνες, όπως ισχύει σήμερα. Επιπλέον, θα εφαρμοστεί ένα νέο επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας, με παρόμοια κλιμάκωση (325 ευρώ το μήνα για το πρώτο τετράμηνο, σταδιακά μειούμενο στα σημερινά 200 ευρώ το μήνα, με συνολική διάρκεια 12 μήνες). Η καταβολή των επιδομάτων  θα προϋποθέτει τη συμμετοχή του ωφελούμενου σε προγράμματα κατάρτισης, με σκοπό την ενίσχυση των κινήτρων αναζήτησης εργασίας. Θα φανεί εάν οι αλλαγές αυξήσουν το ποσοστό κάλυψης, που σήμερα παραμένει απογοητευτικά χαμηλό[33]. Η αναμόρφωση της εργατικής νομοθεσίας ανήκει επίσης σε αυτό τον άξονα, αν και οι πρόσφατες κυβερνητικές πρωτοβουλίες έχουν επικριθεί για την αποτυχία τους να προστατεύσουν επαρκώς τους εργαζόμενους στις πλατφόρμες (delivery), καθώς και για τη συνεισφορά τους στη διαιώνιση του υψηλού ποσοστού αυτοαπασχόλησης (αντίθετα με τις συστάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη)[34].

Η μεταρρύθμιση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αποτελεί βασικό στόχο. 

Ο άξονας «Ενίσχυση των ψηφιακών δυνατοτήτων της εκπαίδευσης και εκσυγχρονισμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης» στοχεύει στην προώθηση της επανακατάρτισης και αναβάθμισης δεξιοτήτων (με ιδιαίτερη έμφαση στις ψηφιακές δεξιότητες). Η μεταρρύθμιση της τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αποτελεί βασικό στόχο του άξονα. Επίσης, ζωτικής σημασίας είναι οι πολιτικές για την προώθηση της επιχειρησιακής κατάρτισης. Δεδομένου ότι οι δεξιότητες που αποκτώνται κατά την επιχειρησιακή κατάρτιση μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διαφορετική επιχείρηση από αυτή που παρέχει την κατάρτιση, είναι σκόπιμος ο επιμερισμός του κόστους μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης[35].

Επιπλέον, ο άξονας «Ενίσχυση της προσβασιμότητας, της αποτελεσματικότητας και της ποιότητας του συστήματος υγείας» στοχεύει στον εκσυγχρονισμό των νοσοκομείων και τη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης (ένας τομέας όπου τα κενά στη δημόσια παροχή είναι εμφανή). Ο άξονας προβλέπει στοχευμένες δράσεις για τη βελτίωση της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, η οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, ειδικά για τους φτωχούς και τους ηλικιωμένους. Η προώθηση της «κατ’ οίκον υγειονομικής περίθαλψης», συμπεριλαμβανομένης της εξ αποστάσεως παροχή υπηρεσιών, για ασθενείς με χρόνιες παθήσεις, καθώς και η μεταρρύθμιση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και απεξάρτησης, θα χρηματοδοτηθούν επίσης με πόρους του ΤΑΑ.

Η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών προσχολικής φροντίδας, ώστε να είναι ελκυστική και ταυτόχρονα προσιτή στις νέες γυναίκες, αποτελεί βασικό στόχο.

Ο άξονας «Αύξηση της πρόσβασης σε αποτελεσματικές και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνικές πολιτικές» απαριθμεί διάφορες δράσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την αύξηση της (γυναικείας) απασχόλησης. Η βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών προσχολικής φροντίδας, ώστε να είναι ελκυστική και ταυτόχρονα προσιτή στις νέες γυναίκες, αποτελεί βασικό στόχο του άξονα. Άλλες δράσεις απευθύνονται σε ευάλωτες ομάδες, με στόχο την παροχή ψηφιακών δεξιοτήτων σε ηλικιωμένους και άτομα με ειδικές ανάγκες, τη βελτίωση της απασχολησιμότητας των Ρομά, καθώς και τη στέγαση των αστέγων.

Πράσινη μετάβαση 

Οι ανακαινίσεις κατοικιών, εμπορικών ακινήτων, και δημόσιων κτιρίων που προγραμματίζεται αναμένεται να αναζωογονήσουν τον κατασκευαστικό τομέα.

Ο άξονας «Ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας και χωροταξική μεταρρύθμιση» αποτελεί φιλόδοξη προσπάθεια ανασχεδιασμού του δομημένου περιβάλλοντος για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων. Οι ανακαινίσεις κατοικιών, εμπορικών ακινήτων, και δημόσιων κτιρίων που προγραμματίζεται, αναμένεται να αναζωογονήσουν τον κατασκευαστικό τομέα (παραδοσιακά από τους βασικούς μοχλούς της εθνικής οικονομίας, που επλήγη σημαντικά τόσο από την οικονομική κρίση όσο και από την πανδημία).

Ο άξονας «Μετάβαση σε νέο ενεργειακό μοντέλο φιλικό στο περιβάλλον» στοχεύει στην αναβάθμιση του εθνικού ενεργειακού μοντέλου. Η σταδιακή κατάργηση των  λιγνιτωρυχείων, που παραδοσιακά χρησιμοποιούνται για την τροφοδοσία σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας, είναι μέρος του σχεδίου. Αν και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η επακόλουθη αναταραχή στις ενεργειακές αγορές ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναβάλει την προγραμματισμένη σταδιακή κατάργηση των ορυχείων λιγνίτη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τελικά θα χαθούν θέσεις εργασίας[36].

Στόχος του άξονα «Μετάβαση σε ένα πράσινο και βιώσιμο σύστημα μεταφορών» είναι η προώθηση καθαρότερης, ασφαλέστερης και πιο προσβάσιμης αστικής μετακίνησης, επενδύοντας στην εγκατάσταση και λειτουργία σταθμών φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων. Από την άλλη, η αντικατάσταση των κινητήρων εσωτερικής καύσης αναμένεται να απειλήσει τις θέσεις εργασίας στον τομέα της συντήρησης και επισκευής αυτοκινήτων[37].

Ψηφιακός μετασχηματισμός 

Καθώς οι διοικητικές διαδικασίες γίνονται πιο γρήγορες, πιο δίκαιες και πιο διαφανείς, οι επιχειρήσεις θα επιβαρύνονται με χαμηλότερο κόστος συναλλαγής. Αυτό θα απελευθερώσει πόρους οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν σε παραγωγικές δραστηριότητες.

Ο άξονας «Ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους» αφορά την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Μια πιο αποτελεσματική κυβερνητική γραφειοκρατία συνεπάγεται οφέλη τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις. Καθώς οι διοικητικές διαδικασίες γίνονται πιο γρήγορες, πιο δίκαιες και πιο διαφανείς, οι επιχειρήσεις θα επιβαρύνονται με χαμηλότερο κόστος συναλλαγής. Αυτό θα απελευθερώσει πόρους οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν σε παραγωγικές δραστηριότητες. Η καθαρή επίδραση στις θέσεις εργασίας, αν και είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί, αναμένεται να είναι θετική.

Ομοίως, ο άξονας «Ψηφιακός μετασχηματισμός  των επιχειρήσεων» (με ιδιαίτερη έμφαση στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να μειώσουν το λειτουργικό κόστος τους υιοθετώντας ψηφιακά εργαλεία, και έτσι να στρέψουν πόρους σε δραστηριότητες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.

Ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας 

Ο άξονας «Βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος δικαιοσύνης» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταρρύθμισης που θα μπορούσε να έχει θετικές επιπτώσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας, χωρίς να επηρεάζει άμεσα την αγορά εργασίας. Οι μεγάλες καθυστερήσεις και το υψηλό οικονομικό κόστος που ενέχουν οι δικαστικές διαδικασίες επιβαρύνουν την ανάπτυξη, τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Τέλος, ο άξονας «Ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των κεφαλαιαγορών» στοχεύει στη διευκόλυνση της πρόσβασης σε δανεισμό για τις επιχειρήσεις. Δεδομένου ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν δανειακή στενότητα και υψηλότερο κόστος δανεισμού, ειδικά από την έναρξη της κρίσης χρέους της χώρας, είναι λογικό να αναμένεται ότι η βελτίωση της πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό θα αναζωογονήσει τις επιχειρηματικές επενδύσεις, δίνοντας ώθηση στη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Είναι ρεαλιστική η φιλοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης το Ελλάδα 2.0  «να οδηγήσει τη χώρα – οικονομία, κοινωνία και θεσμούς – σε μια νέα εποχή. Να πυροδοτήσει μια θεμελιώδη αλλαγή οικονομικού υποδείγματος προς ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό και πράσινο παραγωγικό μοντέλο, με πιο αποτελεσματικό και ψηφιοποιημένο κράτος, λιγότερο γραφειοκρατικό, με δραστικά μειωμένη παραοικονομία, με φορολογικό σύστημα φιλικό προς την ανάπτυξη και με ένα ποιοτικό και αποτελεσματικό δίκτυο κοινωνικής προστασίας, προσβάσιμο σε όλους»[38];

Η επιτυχία του Σχεδίου θα εξαρτηθεί καθοριστικά από τη μεταρρύθμιση του συστήματος δια βίου μάθησης, και από το κατά πόσον θα συμβάλει στη διασφάλιση υψηλής ποιότητας προγραμμάτων, σχετικών με την αγορά εργασίας, καθώς και στη λογοδοσία των παρόχων, και στη σωστή επιλογή των καταρτιζομένων.

Αυτό είναι δύσκολο να εκτιμηθεί εκ των προτέρων. Παρότι ο κίνδυνος υπερεκτίμησης των θετικών επιπτώσεων του σχεδίου είναι σαφής, και το ιστορικό της Ελλάδας στη συνετή  χρήση των κονδυλίων της ΕΕ βεβαρυμένο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φαίνεται να πιστεύει ότι το Ελλάδα 2.0 έχει δυνατότητες, ιδίως όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Επισημαίνεται ωστόσο ότι η επιτυχία του «θα εξαρτηθεί καθοριστικά από τη μεταρρύθμιση του συστήματος δια βίου μάθησης, και από το κατά πόσον θα συμβάλει στη διασφάλιση υψηλής ποιότητας προγραμμάτων, σχετικών με την αγορά εργασίας, καθώς και στη λογοδοσία των παρόχων, και στη σωστή επιλογή των καταρτιζομένων»[39].

Θέματα εφαρμογής

Η Ελλάδα αναδύεται από μια δεκαετία περιδίνισης: αντιμετώπισε κατά σειρά μια κρίση χρέους, που προκλήθηκε από μεγάλες δημοσιονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες, στη συνέχεια μια αναιμική ανάκαμψη, την οποία διαδέχθηκε το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημικής κρίσης. Ως αποτέλεσμα, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε κατά 21,8% το 2007-2021 (ενώ στην ΕΕ ως σύνολο αυξήθηκε κατά 9,1%). Ένας παραστατικός τρόπος περιγραφής της απότομης οικονομικής υποβάθμισης της χώρας είναι ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας, το οποίο το 2006 είχε φτάσει το 97,8% του μέσου όρου της ΕΕ (σε όρους αγοραστικής δύναμης), είχε πέσει το 2020 στο 62,4%[40].

Το βασικό δίδαγμα αυτής της καταστροφής είναι ότι τα δίδυμα ελλείμματα, κρατικού προϋπολογισμού και εξωτερικού ισοζυγίου, είναι συνταγή καταστροφής: οδηγούν αναπόφευκτα σε διόγκωση του χρέους, και μετά κάποια στιγμή σε φυγή κεφαλαίων, απότομη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, κοινωνική εξαθλίωση, και πολιτική αστάθεια.

Αναμφίβολα, το βασικό δίδαγμα αυτής της καταστροφής είναι ότι τα δίδυμα ελλείμματα, κρατικού προϋπολογισμού και εξωτερικού ισοζυγίου, είναι συνταγή καταστροφής: οδηγούν αναπόφευκτα σε διόγκωση του χρέους, και μετά κάποια στιγμή σε φυγή κεφαλαίων, απότομη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, κοινωνική εξαθλίωση, και πολιτική αστάθεια[41]. Έχει διδαχθεί η Ελλάδα από την εμπειρία της; Σε κάποιο βαθμό ναι: η εξισορρόπηση της ελληνικής οικονομίας είναι το βασικό θέμα της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη[42] , την οποία η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει. Από άλλες απόψεις όμως, όχι: πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς με επιρροή, συμπεριλαμβανομένων μεγάλου τμήματος του κυβερνώντος κόμματος, συμπεριφέρονται σαν να έχουν κιόλας λησμονήσει την πρόσφατη εμπειρία. Ως αποτέλεσμα, η πορεία προς την εξισορρόπηση θα είναι πιο αργή και πιο βασανιστική από ό,τι διαφορετικά.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εναρκτήρια φράση της οποίας είναι: «Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υπερβολικές ανισορροπίες. Τα τρωτά σημεία σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την ελλιπή εξωτερική εξισορρόπηση και το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ένα ευρύτερο πλαίσιο χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας»[43].

Υπάρχουν ενδείξεις ότι και οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας έχουν διδαχθεί από την πρόσφατη ελληνική κρίση. Σε αντίθεση με την εμμονή στην «εσωτερική υποτίμηση» κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης[44], η επισκόπηση της Επιτροπής σχολιάζει ευνοϊκά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% τον Μάιο 2022, τη δεύτερη μετά την αύξηση 2% του Ιανουαρίου 2022: «Αυτό πρόκειται να στηρίξει την αύξηση των ονομαστικών μισθών και να προστατεύσει τους εργαζόμενους με χαμηλό εισόδημα το δεύτερο εξάμηνο του έτους, δεδομένου ότι το 28% του συνόλου των εργαζομένων στη χώρα λαμβάνει κατώτατο μισθό»[45].

Όσο για την κρίση που προκλήθηκε από τα lockdown κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το ΔΝΤ συνόψισε τα βασικά διδάγματα ως εξής: «Η πανδημία ανέδειξε τα πλεονεκτήματα της ίσης πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες – υγειονομική περίθαλψη, ποιοτική εκπαίδευση και ψηφιακές υποδομές – και των πλεονεκτημάτων της συμπεριληπτικής αγοράς εργασίας[46] χωρίς αποκλεισμούς, καθώς και των αποτελεσματικών δικτύων κοινωνικής προστασίας».

Η επισκόπηση της Επιτροπής ακολουθεί παρόμοια γραμμή, επαινώντας την «αποτελεσματική εφαρμογή μέτρων και πολιτικών» από την ελληνική κυβέρνηση, χάρη στα οποία «η πανδημία είχε σχετικά περιορισμένο αντίκτυπο στην αγορά εργασίας». Ειδικότερα, το πρόγραμμα Συνεργασία, που χρηματοδοτείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού μηχανισμού για την προσωρινή στήριξη και τον  περιορισμό της ανεργίας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (SURE), στήριξε κατά την περίοδο Μαρτίου 2020 – Φεβρουαρίου 2021 τα εισοδήματα έως και δύο εκατομμυρίων εργαζομένων (πάνω από το ήμισυ της συνολικής απασχόλησης στη χώρα). Η προσπάθεια συνεχίστηκε με εθνικούς πόρους, για μικρότερο βέβαια αριθμό δικαιούχων, μέχρι και τον Μάρτιο 2022[47].

Ενώ η σημασία του ΤΑΑ για την Ελλάδα είναι κομβική, η δημόσια συζήτηση για το εθνικό σχέδιο υπήρξε υποτονική.

Ενώ η σημασία του ΤΑΑ για την Ελλάδα είναι κομβική, η δημόσια συζήτηση για το εθνικό σχέδιο υπήρξε υποτονική. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι περισσότεροι πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς σπάνια προχωρούν πέρα από το ζήτημα της «απορροφητικότητας» των ευρωπαϊκών κονδυλίων, αποφεύγοντας το ερώτημα του ποια επενδυτικά σχέδια εξυπηρετούν αποτελεσματικότερα το εθνικό συμφέρον. Συχνά το πρόβλημα είναι η απουσία στρατηγικής. Τα σχέδια καταρτίζονται επιπόλαια μόλις προκύψουν ευκαιρίες χρηματοδότησης από την ΕΕ. Επιπλέον, προγράμματα που ξεκινούν με ευρωπαϊκούς πόρους συχνά διακόπτονται μόλις τελειώσει η χρηματοδότηση της ΕΕ, αντί να συνεχίζουν να υποστηρίζονται από τον εθνικό προϋπολογισμό, ακόμη και όταν είναι καινοτόμα και επιτυχημένα[48]. Τέλος, ο πειρασμός του επιμερισμού των διαθέσιμων πόρων σε μικρά έργα με μεγάλο αριθμό δικαιούχων, με πρόσχημα τη μεγιστοποίηση της «απορροφητικότητας», αλλά βασικά για τη μεγιστοποίηση της εκλογικής απόδοσης, συχνά οδηγεί σε επενδύσεις μηδενικής πολλαπλασιαστικής αξίας, χωρίς προστιθέμενο όφελος πέρα από τη δημιουργία εισοδημάτων για τους άμεσα εμπλεκόμενους.

Πρέπει να αναγνωριστεί ωστόσο, ότι η δημοσίευση της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη, στην οποία βασίστηκε το Ελλάδα 2.0, προκάλεσε κάποια συζήτηση, όχι τόσο γύρω από το στόχο της τόνωσης των εξαγωγών και της εξισορρόπησης του εξωτερικού ισοζυγίου (άλλωστε σε αυτό φαίνεται να υπάρχει ευρεία συναίνεση), όσο γύρω από τα κατάλληλα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου[49].

Ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα τέθηκαν σε μια σπάνια συνεισφορά στη δημόσια συζήτηση για το Ελλάδα 2.0: «Ποιος και με ποια κριτήρια θα αποφασίζει ότι η στήριξη σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις ενισχύει περισσότερο την εξωστρέφεια της οικονομίας οδηγώντας στην βαθμιαία υποκατάσταση των εισαγωγών ή/και αύξηση των εξαγωγών; Ποιος και με ποια κριτήρια θα αποφασίσει ποιες επιχειρήσεις είναι βιώσιμες και πρέπει να στηριχτούν με κριτήριο την ενίσχυση της παραγωγικότητας τους; Ποιος και με ποια κριτήρια θα αποφασίσει ποια προγράμματα θα προετοιμάσουν τη χώρα για τις μεγάλες τεχνολογικές προκλήσεις του παρόντος όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη. Ποια είναι τα πράσινα ή ψηφιακά προγράμματα που θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη εγχώρια προστιθέμενη αξία στις επόμενες δεκαετίες; H εξισορρόπηση της συνεισφοράς των επιμέρους τομέων της οικονομίας είναι αναγκαία προϋπόθεση για να γίνει ανθεκτικότερη η οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι θα μετακινηθούν σε άλλους τομείς οι εργαζόμενοι. Επομένως θα χρειαστούν  επανεκπαίδευση τους σε νέες δεξιότητες αλλά όχι με τα ΚΕΚ που ξέρουμε.»[50].

Μια ανησυχητική πτυχή του πολιτικού κλίματος στη χώρα είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ το 2020-23, η οποία θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν την πανδημία, θα λάβει μόνιμο χαρακτήρα, λόγω των επιπτώσεων στην παγκόσμια οικονομία από τη Ρωσική επιθετικότητα και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η άποψη αυτή  ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, παρότι τεράστιο, είναι στα χέρια θεσμικών επενδυτών, με χαμηλά επιτόκια και μακρά περίοδο αποπληρωμής, γεγονός που συμβάλλει στην ψευδαίσθηση ασφάλειας.

Τελικές παρατηρήσεις

Το ΤΑΑ είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός για την ΕΕ και μια χρυσή ευκαιρία για εκείνα τα κράτη μέλη που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση χρέους και από την πανδημία. Στη χώρα μας, όπου οι επενδύσεις την προηγούμενη δεκαετία κατέρρευσαν, καθηλώνοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές, πρόκειται να συρρεύσουν μεγάλα ποσά που μπορούν να θέσουν σε πιο στέρεη και βιώσιμη βάση την επανεκκίνηση της οικονομίας. Η μελλοντική πορεία της χώρας θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τη σύνεση και την αποτελεσματικότητα με την οποία θα  δαπανηθούν οι πόροι. Κάτι αντίστοιχο ισχύει για όλη την Ευρώπη: όσο καλύτερα δαπανώνται τα ευρωπαϊκά κονδύλια στις χώρες του Νότου (και αλλού), τόσο μεγαλύτερη η προθυμία των φορολογουμένων του Βορρά να συνεισφέρουν σε συλλογικές προσπάθειες της ΕΕ, και τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να διαδεχθούν το ΤΑΑ παρόμοια εγχειρήματα (π.χ. ένα Ευρωπαϊκό Ταμείο Κλιματικής Αλλαγής). Επομένως, το διακύβευμα είναι μεγάλο.

Το Ελλάδα 2.0, ενσαρκώνει τις αντιφάσεις της τρέχουσας συγκυρίας. Από τη μια, αντανακλά τη συναίνεση ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να ακολουθήσει μια αναπτυξιακή στρατηγική που βασίζεται περισσότερο στις εξαγωγές και λιγότερο στην εγχώρια καταναλωτική ζήτηση που χρηματοδοτείται από το χρέος. Από την άλλη, η κληρονομιά του παρελθόντος βαραίνει στους κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες, περιορίζοντας τα περιθώρια ελιγμών τους: οικονομική υποβάθμιση, ανεπαρκείς επενδύσεις, δημόσιος τομέας χαμηλής δυναμικής, εξαντλημένο εργατικό δυναμικό χωρίς τις κατάλληλες δεξιότητες, γερασμένη κοινωνία, πολωμένο πολιτικό τοπίο, εκτεταμένη έλλειψη εμπιστοσύνης. Ο κατάλογος είναι ζοφερός.

Το Ελλάδα 2.0 μπορεί να βοηθήσει στην επούλωση των πληγών των πρόσφατων κρίσεων. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι δράσεις του να θέσουν τις βάσεις για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψη της οικονομίας.

Το Ελλάδα 2.0 μπορεί να βοηθήσει στην επούλωση των πληγών των πρόσφατων κρίσεων. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι δράσεις του να θέσουν τις βάσεις για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψη της οικονομίας. Η ανάγκη για αυτό είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ. Τεχνικά, το Ελλάδα 2.0 είναι άρτιο, όπως δείχνει η υποδοχή του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πολιτικά, φαίνεται να υπάρχει μεγαλύτερη συναίσθηση ότι τα λάθη του παρελθόντος πρέπει να αποφευχθούν. Όμως, ισχυρές δυνάμεις πιέζουν για μια (καταστροφική) εμμονή στην πεπατημένη. Σύντομα θα φανεί ποια τάση θα υπερισχύσει.

[1] Για μια πρόσφατη ανάλυση της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα τη δεκαετία του 2010, βλ. Matsaganis (2020).

[2] Όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο κείμενο προέρχονται από τη Eurostat, εκτός εάν διευκρινίζεται η πηγή τους.

[3] Για ανάλυση ορισμένων κρίσιμων ζητημάτων της πολιτικής υγείας στην Ελλάδα, βλ. Matsaganis (2013).

[4] Βάση δεδομένων ΟΟΣΑ (Health expenditure and financing; Financing scheme: Government/compulsory schemes; Function: Current expenditure on health (all functions); Provider: All providers; Measure: Per capita, current prices). Οι τρέχουσες τιμές μετατράπηκαν σε σταθερές χρησιμοποιώντας τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) της Eurostat – ετήσια στοιχεία.

[5] Βλ. την επισκόπηση των Kentikelenis et al. (2014), Kanavos & Souliotis (2017), και Petmesidou (2020).

[6] Παρατίθεται στη σελ. 71 στο European Commission (2022). Βλ. επίσης Γράφημα 1 “Greece: The Economic Impact of the Pandemic” στη σελ. 4 στο IMF (2022).

[7] Αυτή η εκτίμηση αναφέρεται σε “Above-the-Line Revenue and Spending”. Βλ. IMF (2021a), και επίσης Γράφημα 3 “Greece: The Fiscal Response to COVID-19” στη σελ. 8 στο IMF (2022).

[8] Όλα τα στοιχεία αφορούν την ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών.

[9] Βλ. την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ για το έτος 1981.

[10] Το 2020, μόνο το 21,5% των παιδιών ηλικίας 0-2 ετών και το 52,1% των παιδιών ηλικίας 3-5 ετών έλαβαν παιδική φροντίδα στην Ελλάδα, έναντι 32,3% και 64,3% αντίστοιχα στην ΕΕ.

[11] Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 25-34 ετών με πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε από 23,3% το 2000 σε 43,7% το 2020.

[12] Συγκεκριμένα, η διαφορά στην κατανόηση κειμένου των ηλικιών 25-34 σε σχέση με τα άτομα ηλικίας 55-64 ήταν 6 μονάδες, ενώ η μέση διαφορά μεταξύ των δύο ηλικιακών ομάδων σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα PIAAC ήταν 29 μονάδες. Βλ. σελ. 33 στο OECD (2018).

[13] Το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών χωρίς βασικές δεξιότητες έφτανε το 18,7% στην Ελλάδα, διπλάσιο από ό,τι στη Λιθουανία (9,3%), την ευρωπαϊκή χώρα με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση. Βλ. Γράφημα 6.2 “Education levels linked with lacking basic skills” στο OECD (2019a).

[14] Βλ. Γράφημα 4.17 “Skills mix of countries’ populations” στο OECD (2019a).

[15] Βλ. CEDEFOP (2022).

[16] Βλ. Γράφημα 3.3 “Employer-reported labour market imbalances” στο OECD (2019b).

[17] Η υστέρηση της Ελλάδας ήταν ανεξάρτητη από το μέγεθος της επιχείρησης: το μερίδιο των μεγάλων επιχειρήσεων (250+ εργαζόμενοι) που προσφέρουν επαγγελματική κατάρτιση στους υπαλλήλους τους ήταν 68,2%, έναντι μέσου όρου 95,0% στην ΕΕ.

[18] Για μια πρόσφατη ανάλυση, βλ. Μακαντάση & Βαλέντης (2020).

[19] Βλ. Ελλάδα 2.0.

[20] Βλ. Επιτροπή Πισσαρίδη (2020).

[21] Βλ. σελ. 211 στο Theodoropoulou (2022).

[22] Βλ. σελ. 33 στο SWD (2021a).

[23] Βλ. σελ. 727 στο Ελλάδα 2.0.

[24] Βλ. σελ. 703 στο Ελλάδα 2.0.

[25]  Βλ. σελ. 71 στο European Commission (2022).

[26] Βλ. σελ. 8 στο IMF (2022).

[27] Βλ. σελ. 19 στο Ελλάδα 2.0.

[28] Ποσοστό απασχόλησης στην ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών.

[29] Βλ. σελ. 703 στο Ελλάδα 2.0.

[30] Βλ. σελ. 33 στο IMF (2022).

[31] Βλ. σελ. 71 στo European Commission (2022).

[32] Βλ. Traa & Bastian (2021).

[33] Το 2019, το ποσοστό των ανέργων που έλαβαν το κύριο επίδομα ασφάλισης ανεργίας ήταν 18,2%. Το επίδομα ανεργίας για τους μακροχρόνια ανέργους καταβλήθηκε σε μερικές χιλιάδες δικαιούχους.

[34] Σχετικά με τις ρυθμιστικές αλλαγές που επηρεάζουν τους εργαζόμενους στις πλατφόρμες, βλ. σελ. 213-214 στο Theodoropoulou (2022). Για την προνομιακή μεταχείριση της αυτοαπασχόλησης, βλ. Ματσαγγάνης (2021).

[35] Βλ. ενότητα 8.3.3 στο Boeri & van Ours (2021). Το σημείο αυτό αναφέρεται και από την Επιτροπή Πισσαρίδη.

[36] Μια πρόσφατη έρευνα ανέδειξε τον αριθμό των θέσεων εργασίας σε λιγνιτικά ορυχεία και σε λιγνιτικές μονάδες ηλεκτρικής ενέργειας σε 4.900 και 1.600 αντίστοιχα. Βλέπε σελ. 21 στο Miranda Barbosa et al. (2018). Ενώ τα στοιχεία αυτά είναι αμελητέα σε εθνικό επίπεδο (0,16% του συνόλου των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα), είναι σημαντικά σε τοπικό επίπεδο, καθώς τα ορυχεία και τα εργοστάσια βρίσκονται σε δύο περιοχές με υψηλή ανεργία (Πτολεμαΐδα και Μεγαλόπολη).

[37] Το 2020, η NACE Class 45.2 – Συντήρηση και επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων υποστήριξε 30.751 θέσεις εργασίας (0,78% του συνόλου των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα).

[38] Βλ. σελ. 19 στο Ελλάδα 2.0 .

[39] Βλ. σελ. 44 στο SWD (2021a).

[40] Βλ. το Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τρέχουσες τιμές αγοράς κατά κεφαλήν (HVGDPR) σε σχέση με το PPS: EU-27 = 100 στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων AMECO της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (τρέχουσα έκδοση: 16 Μαΐου 2022).

[41] Βλ. Matsaganis (2018).

[42] Βλ. Έκθεση Επιτροπής Πισσαρίδη (2020).

[43]Βλ. σελ. 1 στο SWD (2022). Βλ. επίσης την παρόμοια αξιολόγηση της επισκόπησης του 2021 (SWD 2021b).

[44] Βλ. κεφάλαιο 7 στο Hemerijck & Matsaganis (forthcoming).

[45] Βλ. σελ. 3 στο SWD (2022).

[46] Βλ. σελ. 27 στο IMF (2021b).

[47] Βλ. σελ. 9 στο SWD (2022).

[48] Αυτή ήταν η μοίρα του δημοφιλούς προγράμματος Βοήθεια στο Σπίτι, το οποίο εφαρμόστηκε πιλοτικά το 1997, επεκτάθηκε σε όλη τη χώρα το 2000 με χρηματοδότηση από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης 2000-06, περιορίστηκε σταδιακά μέχρι πλήρους κατάργησης το 2011, και τελικά επαναλειτούργησε ως δημοτική υπηρεσία το 2019.

[49] Βλ. σελ. 2 στο Ευστρατόγλου (2022).

[50] Βλ. Σαχινίδης (2022).

 

Βιβλιογραφία

Έκθεση Επιτροπής Πισσαρίδη (2020) Σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία. Αθήνα: Υπουργείο Οικονομικών.

Ελλάδα 2.0 (2021) Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας . Αθήνα: Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ευστράτογλου A. (2022) Το παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας και η αναγκαιότητα μετασχηματισμού του. Αθήνα: Friedrich-Ebert-Stiftung.

Μακαντάση Φ. & Βαλέντης Η. (2020) ΕΣΠΑ – Ένα εν μέρει ανεκμετάλλευτο αναπτυξιακό κοινοτικό εργαλείο. Αθήνα: διαΝΕΟσις.

Ματσαγγάνης Μ. (2021) Το κοινωνικό κράτος επιταχυντής της βιώσιμης ανάπτυξης. Αθήνα: διαΝΕΟσις.

Σαχινίδης Φ. (2022) Παρέμβαση στη συζήτηση του FES (18 Μαρτίου 2022). Αθήνα: Friedrich Ebert Foundation.

Boeri T. & van Ours J. (2021) The economics of imperfect labor markets (3rd edition). Princeton (NJ): Princeton University Press.

CEDEFOP (2022) European Skills Index. Thessaloniki: European Centre for the Development of Vocational Training.

European Commission (2022) European Economic Forecast Spring 2022. European Economy Institutional Paper 173.

Hemerijck A. & Matsaganis M. (with F. Corti, A. Parma & I. Plavgo) (forthcoming) Who’s afraid of the welfare state now? Oxford: Oxford University Press.

IMF (2021a) Fiscal Monitor: Database of country fiscal measures in response to the Covid-19 pandemic. Washington DC: International Monetary Fund.

IMF (2021b) Fiscal Monitor: A fair shot. Washington DC: International Monetary Fund.

IMF (2022) Greece: 2022 Article IV Consultation. Country Report No. 22/173. Washington DC: International Monetary Fund.

Kanavos P. & Souliotis K. (2017) Reforming health care in Greece: Balancing fiscal adjustment with health care needs. In: Beyond austerity: Reforming the Greek economy (edited by C. Meghir, C.A. Pissarides, D. Vayanos & N. Vettas). Cambridge (MA): MIT Press.

Kentikelenis A., Karanikolos M., Reeves A., McKee M. & Stuckler D. (2014) Greece’s health crisis: From austerity to denialism. The Lancet 383 (9918) 748-753.

Matsaganis M. (2013) Prerequisites to the revival of public health care in Greece. In: From stagnation to forced adjustment: Reforms in Greece, 1974-2010 (edited by S. Kalyvas, G. Pagoulatos & H. Tsoukas). Oxford: Oxford University Press.

Matsaganis M. (2018) Making sense of the Greek crisis, 2010-2016. In: Europe’s crises (edited by M. Castells et al.) Cambridge: Polity.

Matsaganis M. (2020) Safety nets in (the) crisis: The case of Greece in the 2010s. Social Policy and Administration 54 (4) 587–598.

Miranda Barbosa E., Peteves E., Vázquez Hernández C. et al. (2018) EU coal regions: opportunities and challenges ahead. Joint Research Centre. Luxembourg: Publications Office of the European Union.

OECD (2018) Education for a bright future in Greece. Paris: Organisation for Economic Co-operation and Development.

OECD (2019a) Skills outlook: Thriving in a digital world. Paris: Organisation for Economic Co-operation and Development.

OECD (2019b) Getting skills right: Futureready adult learning systems. Paris: Organisation for Economic Co-operation and Development.

Petmesidou M. (2020) Health policy and politics. In: Oxford Handbook of Modern Greek Politics (edited by K. Featherstone & D.A. Sotiropoulos). Oxford: Oxford University Press.

SWD (2021a) Analysis of the recovery and resilience plan of Greece. Commission Staff Working Document accompanying the document Proposal for a Council implementing decision on the approval of the assessment of the recovery and resilience plan for Greece. SWD/2021/155 final (17 June). Brussels: The European Commission.

SWD (2021b) In-depth review for Greece. Commission Staff Working Document accompanying the document Economic policy coordination in 2021: overcoming COVID-19, supporting the recovery and modernising our economy. SWD/2021/403 final (2 June). Brussels: The European Commission.

SWD (2022) In-depth review for Greece. Commission Staff Working Document accompanying the document 2022 European Semester – Spring Package. SWD/2022/630 final (23 May). Brussels: The European Commission.

Theodoropoulou S. (2022) Recovery, resilience and growth regimes under overlapping conditionalities: the case of Greece. Comparative European Politics 20 (2) 201-219.

Traa B. & Bastian J. (2021) Greece – On the importance of productivity growth. MacroPolis (1 February).