Χρίστος Μαυράκος,

Πρώην αξιωματούχος στην Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου (ΓΓΣ) της ΕΕ 

Ακόμη και σήμερα διίστανται οι απόψεις στην Ευρώπη αναφορικά με το ερώτημα εάν και κατά πόσον -προκειμένου να διαδραματίσει έναν αποφασιστικό ρόλο, μέσα στην Ευρώπη αλλά και στον κόσμο, προς όφελος των ευρωπαίων πολιτών- η ΕΕ θα έκανε καλά να προχωρήσει σε μία ριζική αναθεώρηση της παρούσας θεσμικής δομής της, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης ενός Συντάγματος χαρακτηριζόμενου από ομοσπονδιακά στοιχεία. Το φάσμα των αποτυχημένων δημοψηφισμάτων, το 2005 στη Γαλλία και στην Ολλανδία, σχετικά με το Σχέδιο ενός Συντάγματος για την Ευρώπη, πλανάται ακόμη πάνω από την Ευρώπη και στοιχειώνει την πολιτική της αφρόκρεμα. 

Δεδομένης της επίπτωσης της απάντησης σε αυτό το ερώτημα πάνω στους πολίτες του και το μέλλον τους, κάθε κράτος-μέλος είναι προφανώς ελεύθερο να απαντήσει στο ερώτημα αυτό κατά τρόπο αυτόνομο και βασιζόμενο αυστηρά στο δικό του εθνικό συμφέρον. Πέραν τούτου, κάθε κράτος-μέλος δικαιούται επιπλέον να προσδοκά ότι η θέση του πάνω σε αυτό το ερώτημα -όποια κι είναι αυτή- θα γίνει πλήρως σεβαστή και θα τύχει εφαρμογής μέσα στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης εκ μέρους του, ένα κράτος-μέλος δεν θα έπρεπε να υποχρεώνεται να συμμετέχει σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις για την εκπόνηση ενός Συντάγματος, που θα διοργανώνονταν από άλλα κράτη-μέλη, ενώ, σε περίπτωση θετικής απάντησης, ένα κράτος-μέλος δεν θα έπρεπε να εμποδίζεται να διεξαγάγει διαπραγματεύσεις, με εταίρους του της ΕΕ που θα συμμερίζονταν την θετική του στάση, με σκοπό την υιοθέτηση ενός Συντάγματος που θα ίδρυε μία νέα -σε σχέση με την ΕΕ- οντότητα διεθνούς δικαίου, ειδικότερα μία «Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση» (ΕΠΕ). Η τελευταία αυτή ομάδα κρατών-μελών της ΕΕ θα διαδραμάτιζε, συνεπώς, έναν ρόλο πρωτοπόρων όσον αφορά την ίδρυση μίας ΕΠΕ, πράγμα το οποίο θα άφηνε προφανώς ανοιχτή την δυνατότητα μεταγενέστερης προσχώρησης σε αυτήν κι άλλων κρατών-μελών της ΕΕ ή ακόμη και άλλων ευρωπαϊκών κρατών, μη μελών της ΕΕ. Μία παρεμφερής λύση αναφορικά με την μελλοντική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει, κατά τα λοιπά, πολλαπλώς υποστηριχθεί στο παρελθόν από διάφορους Ευρωπαίους πολιτικούς. 

Στην περίπτωση που μία «κρίσιμη μάζα» κρατών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον της Γαλλίας και της Γερμανίας, σχημάτιζε μία τέτοια, φιλική προς την ΕΠΕ, πρωτοπορία, τα κράτη αυτά θα έπρεπε ακολούθως να ασχοληθούν με το ερώτημα σχετικά με το ποια διαδικασία θα έπρεπε να ακολουθηθεί προκειμένου να έχει αίσια έκβαση το εγχείρημα της ίδρυσης μιας ΕΠΕ. Σε συνάρτηση με τις μάλλον αποθαρρυντικές εμπειρίες του παρελθόντος από εγχειρήματα παρόμοιας φύσεως, δεν είναι πράγματι καθόλου παράλογο να ληφθούν -υπό την μορφή ενός οδικού χάρτη- τα κατάλληλα  προληπτικά μέτρα ούτως ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος εμπλοκής της διαπραγματευτικής διαδικασίας εξαιτίας κωλυμάτων παντός είδους.

Η σκιαγράφηση των βασικών στοιχείων ενός τέτοιου οδικού χάρτη, απευθυνόμενου σε εκείνα τα κράτη-μέλη τα οποία θα οικειοποιούνταν τον στόχο της δημιουργίας μιας ΕΠΕ βασιζόμενης σε ένα Σύνταγμα, συνιστά στόχο του παρόντος άρθρου. Οφείλουν οι κυβερνήσεις αυτών των κρατών-μελών να προσφύγουν στην αναθεωρητική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 48 της Συνθήκης για την ΕΕ ή έχουν, αντ’ αυτού, την δυνατότητα να εγκαταλείψουν την «πεπατημένη» και να ακολουθήσουν μία εναλλακτική διαδικασία; Και στην τελευταία περίπτωση, ποια θα μπορούσαν να είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας; 

Το Κείμενο Πολιτικής είναι διαθέσιμο, στα γαλλικά, εδώ.