Ευρωπαϊκή Άμυνα: Το Νέο «Άγιο Δισκοπότηρο» της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης;

Στην κλασική ταινία γουέστερν «Και οι Επτά Ήταν Υπέροχοι», επτά περιπλανώμενοι μισθοφόροι ενώνουν τις δυνάμεις τους για να προστατέψουν τους κατοίκους ενός απομακρυσμένου χωριού από έναν βάναυσο κακοποιό και τη συμμορία του. Η ταινία, η οποία αποτελεί επανέκδοση της εξίσου σημαντικής ταινίας του Ιάπωνα σκηνοθέτη, Ακίρα Κουροσάβα, «Οι Επτά Σαμουράι», εξυμνεί την έννοια του καθήκοντος, η οποία υφίσταται ακόμη και μεταξύ παριών και παρανόμων, καθώς και την αγωνιώδη αναζήτηση ενός σκοπού για τον οποίο αξίζει κανείς να ζει, αλλά και να πεθάνει. Η ταινία αναδεικνύει επίσης το πώς διαφορετικά κίνητρα μπορούν να ενώσουν πολύ διαφορετικές προσωπικότητες προς έναν κοινό και δίκαιο σκοπό. Κάθε μισθοφόρος γίνεται μέρος της ομάδας για τους δικούς του λόγους, αποζητώντας χρήματα, δράση, ή απλώς εξιλέωση για εγκλήματα και ενοχές του παρελθόντος.

Πώς όμως σχετίζεται η εν λόγω ταινία με την αμυντική ολοκλήρωση της Ευρώπης; Αν η ασφάλεια και η άμυνα συνιστούν το Άγιο Δισκοπότηρο του επόμενου ευρωπαϊκού αφηγήματος, αντικαθιστώντας την οικονομική ολοκλήρωση που έχει αγγίξει τα όριά της, είναι σημαντικό να εντοπισθούν τα κράτη-μέλη που είναι διατεθειμένα να συνεισφέρουν στα υφιστάμενα και μελλοντικά ευρωπαϊκά προγράμματα στρατιωτικής συνεργασίας. Μια τέτοια συνεισφορά και οι αναληφθείσες δεσμεύσεις αποκαλύπτουν εθνικές θέσεις και προθέσεις και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως έμμεσοι δείκτες των στάσεων των κρατών-μελών έναντι της ενισχυμένης αμυντικής ολοκλήρωσης. Το παρόν κείμενο εργασίας περιλαμβάνει τα κύρια σημεία μιας ευρύτερης μελέτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε επτά χώρες με αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά, κάνοντας απολογισμό της συνεισφοράς τους και λαμβάνοντας υπόψη τα κίνητρα που τις ενεργοποιούν. Πρώτα και κύρια εξετάζουμε τον γαλλογερμανικό άξονα, χωρίς τον οποίο οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την αμυντική ολοκλήρωση θα ήταν πολιτικά και ουσιαστικά άσκοπη. Περιλαμβάνονται επίσης οι χώρες της νότιας ευρωπαϊκής περιφέρειας: Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα, όχι μόνο λόγω των παρόμοιων προκλήσεων ασφάλειας που αντιμετωπίζουν εξαιτίας της γειτνίασής τους με εξαιρετικά ασταθείς περιοχές (με την Πορτογαλία σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με τις άλλες τρεις, και την Ελλάδα να καλείται να αντιμετωπίσει επιπλέον τον τουρκικό επεκτατισμό και αναθεωρητισμό). Οι τέσσερις χώρες τίθενται επίσης παραδοσιακά υπέρ της ολοκλήρωσης ως προς το μέλλον της ΕΕ, συμπαρατασσόμενες με την πλευρά των «αιτούντων» σχετικά με ζητήματα ολοκλήρωσης της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Η Πολωνία είναι η έβδομη χώρα της μελέτης μας. Αποτελεί τη μεγαλύτερη χώρα μεταξύ εκείνων που εισήλθαν στην Ένωση μετά το 2004 και (αυτο-)προβάλλεται συχνά ως ο πολιτικός ηγέτης μεταξύ των κρατών της περιοχής. Το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, οι σημαντικές ανησυχίες ως προς την ασφάλειά της λόγω της γειτνίασής της με τη Ρωσία, καθώς και οι φιλοδοξίες σημαίνοντα πολιτικού ρόλου στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κατατάσσουν τη χώρα μεταξύ των δρώντων με πιθανή ισχυρή επιρροή ως προς τη διαδικασία περαιτέρω εμβάθυνσης της αμυντικής συνεργασίας.

Η συγκριτική μας ανάλυση είναι δομημένη κατά μήκος δύο βασικών αξόνων. Αμφότεροι αφορούν στους πόρους, με τον πρώτο να επικεντρώνεται στους οικονομικούς πόρους, δηλαδή τον προϋπολογισμό κάθε χώρας, και ο δεύτερος στους ανθρώπινους και θεσμικούς πόρους, εξετάζοντας τη συμμετοχή τους σε υφιστάμενα προγράμματα στρατιωτικής συνεργασίας της ΕΕ. Ξεκινώντας με τον πρώτο, εστιάζουμε στις στρατιωτικές δαπάνες των επτά χωρών διαχωρίζοντάς τες σε τέσσερις κατηγορίες, οι οποίες επιτρέπουν μια πιο δομημένη και εις βάθος ανάλυση. Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν τις δαπάνες για το προσωπικό, τους εξοπλισμούς, τις υποδομές, καθώς και λοιπές δαπάνες. Περνώντας στον δεύτερο άξονα, παρουσιάζουμε το επίπεδο συμμετοχής των χωρών σε τρέχοντα προγράμματα στρατιωτικής συνεργασίας της ΕΕ, με αναφορές στους Σχηματισμούς Μάχης της ΕΕ (Battlegroups), τη συνεισφορά στις στρατιωτικές αποστολές και επιχειρήσεις της ΕΕ (Military Operations and Missions), και τέλος την τρέχουσα συμμετοχή τους σε έργα Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO projects).

Αμυντικές δαπάνες

Ένα από τα βασικά σημεία κριτικής των Ηνωμένων Πολιτειών απέναντι στους Ευρωπαίους και ΝΑΤΟϊκούς συμμάχους τους είναι πως οι τελευταίοι επωφελούνταν συστηματικά από την αμερικανική ομπρέλα προστασίας. Τα παράπονα και οι πιέσεις των ΗΠΑ, όπως εκφράσθηκαν από σειρά Αμερικανών προέδρων στο πέρασμα των ετών και όχι μόνο από τη διοίκηση Τραμπ, οδήγησαν το 2014, κατά τη σύνοδο κορυφής της Ουαλίας, τους ΝΑΤΟϊκούς εταίρους στο να συμφωνήσουν για το όριο του 2% ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, το οποίο κάθε κράτος-μέλος της συμμαχίας θα διέθετε για αμυντικές δαπάνες. Εντούτοις, ένα πολύ μικρό ποσοστό χωρών έχουν επιτύχει αυτόν τον στόχο.

Από τις επτά χώρες, η Ελλάδα είναι συστηματικά η χώρα με τις αναλογικά υψηλότερες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ της σε σχέση με τις άλλες έξι (2,63% κατά μέσο όρο), ακολουθούμενη από τη Γαλλία, την Πορτογαλία και την Πολωνία, οι οποίες πλησιάζουν αλλά δεν ξεπερνούν το όριο του 2% του ΝΑΤΟ. Στο άλλο άκρο της λίστας, η Ισπανία και η Ιταλία δαπανούν σαφώς λιγότερα, με τη Γερμανία να καταλαμβάνει την τελευταία θέση. Το 2020 η οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία και η προϊούσα μείωση των ΑΕΠ παγκοσμίως είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη ονομαστική αύξηση των στρατιωτικών δαπανών ως ποσοστού του ΑΕΠ σε όλες τις υπό εξέταση χώρες. Το γεγονός αυτό αξίζει να σημειωθεί πριν την εξαγωγή οποιωνδήποτε συμπερασμάτων βάσει των στοιχείων του 2020. Η πορεία από τη μακροσκοπική επισκόπηση στα επιμέρους τμήματα των αμυντικών προϋπολογισμών αποκαλύπτει μία πιο διαφοροποιημένη εικόνα.

Η Γαλλία είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας. Η Γαλλία ακολουθεί την ευρύτερη τάση προς πιο λιτούς και πιο επαγγελματικούς στρατούς που μπορούν να παρέμβουν γρήγορα και αποτελεσματικά σε διάφορους τύπους κρίσεων σε όλο τον κόσμο. Για τον λόγο αυτό, από το 2008 και μετά, η Γαλλία έχει προχωρήσει σε σημαντική μείωση των ενόπλων δυνάμεών της, αλλά και σε σημαντική αναπροσαρμογή των αναγκών της, όπως αποδεικνύεται από την ανακοίνωση του Γάλλου Προέδρου, Emmanuel Macron, για 6.000 νέες προσλήψεις κυρίως στους τομείς της ανάλυσης πληροφοριών και της κυβερνοασφάλειας. Η Γαλλία συνεχίζει να επενδύει στις επιχειρησιακές της δυνατότητες. Ο στρατιωτικός προγραμματισμός της για την περίοδο 2019-2025 προβλέπει την αναβάθμιση του υπάρχοντος συμβατικού και πυρηνικού εξοπλισμού, επιτρέποντας παράλληλα μεγαλύτερες επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη. Τέλος, η Γαλλία έχει ανακατευθύνει ένα σημαντικό ποσό οικονομικών πόρων για την κάλυψη του κόστους στρατιωτικών αποστολών μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε γαλλικό και ευρωπαϊκό έδαφος το 2014 και το 2015. Η εκτεταμένη κινητοποίηση και ανάπτυξη των Γαλλικών Ένοπλων Δυνάμεων τόσο στο εξωτερικό σε επιχειρήσεις εναντίον τζιχαντιστών, όσο και εγχώρια για την προστασία των κρίσιμων υποδομών της χώρας, έχει σημαντικό οικονομικό κόστος. Η πρόθεση της Γαλλίας να μειώσει τη στρατιωτική της παρουσία στην υποσαχάρια Αφρική αναμένεται να μειώσει το μερίδιο αυτού του μέρους του αμυντικού προϋπολογισμού της.

Σε σύγκριση με τη Γαλλία και τα άλλα υπό εξέταση κράτη-μέλη, η Γερμανία σαφώς υστερεί σε ό,τι αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες. Η απροθυμία να επενδύσει περισσότερους πόρους αντικατοπτρίζει ιστορικές και κοινωνικές ανησυχίες αλλά και γραφειοκρατικά εμπόδια που λειτουργούν ανασταλτικά ως προς τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων. Το γεγονός ότι η Γερμανία επενδύει πολύ περισσότερα από τα άλλα έξι κράτη σε υποδομές οφείλεται εν μέρει στο λειτουργικό κόστος των στρατιωτικών βάσεων του ΝΑΤΟ στο γερμανικό έδαφος. Η κυβερνοασφάλεια έχει αναδειχθεί ως μία από τις βασικές γερμανικές προτεραιότητες, όπως αποδεικνύεται από τη σύσταση του Οργανισμού Καινοτομίας για την Κυβερνοασφάλεια, το 2020, με αρχικό προϋπολογισμό 350 εκατομμυρίων ευρώ, για τη διασφάλιση της «ψηφιακής κυριαρχίας» της χώρας. Συνολικά, σύμφωνα με κρατικούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού Ομοσπονδιακού Υπουργού Άμυνας, η Γερμανία θα επιτύχει τον στόχο του ΝΑΤΟ περί 2% επί του ΑΕΠ έως το 2031 το αργότερο, κάτι που εξηγεί και τη σταδιακή αύξηση του γερμανικού αμυντικού προϋπολογισμού τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Οι τέσσερις μεσογειακές χώρες (Med-4), τουτέστιν η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, μοιράζονται δύο κοινά στοιχεία σε ό,τι αφορά τον αμυντικό προϋπολογισμό τους. Πρώτον, επλήγησαν σημαντικά από την οικονομική κρίση και την επίπονη προσπάθειά δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτό είναι πιο εμφανές στα επιμέρους στοιχεία των «εξοπλισμών και υποδομών», με άπασες τις χώρες να προβαίνουν σε σημαντικές περικοπές στα σχέδια στρατιωτικών προμηθειών τους κατά την περίοδο κορύφωσης της κρίσης. Τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις την τελευταία δεκαετία, απορροφώντας μεγάλο μέρος των πιέσεων δημοσιονομικής εξυγίανσης. Δεύτερον, ένα μεγάλο μέρος του αμυντικού προϋπολογισμού, περίπου 75% για την Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία και περίπου 60% για την Ισπανία, διατίθεται για δαπάνες προσωπικού, αν και τα στοιχεία αυτά επηρεάστηκαν επίσης από την οικονομική κρίση. Σε σύγκριση με τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Πολωνία, όπου το κόστος προσωπικού αντιπροσωπεύει περίπου το 50% των αμυντικών προϋπολογισμών τους, το χαρακτηριστικό αυτό αναδεικνύει την πολύ διαφορετική έμφαση στην κατανομή πόρων.

Στην Ιταλία, σχεδόν το 3% του εργατικού δυναμικού της χώρας ταξινομείται ως στρατιωτικό προσωπικό[1]. Η Λευκή Βίβλος του 2015 αναγνώρισε αυτήν την προβληματική κατάσταση και πρότεινε σημαντική μείωση τόσο στο στρατιωτικό προσωπικό, ειδικά στα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής ιεραρχίας, όσο και στο επικουρικό πολιτικό προσωπικό. Επιπλέον, μετά το 2012, η ​​Ιταλία επικεντρώθηκε στον εκσυγχρονισμό του στρατού της επενδύοντας σε νέο εξοπλισμό, έρευνα και τεχνολογία. Η Ιταλία είναι πρόθυμη να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ευκαιρίες που προσφέρονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη χρηματοδότηση εξοπλισμών, έρευνας και προγραμμάτων συντήρησης, κάτι που εξηγεί την ισχυρή υποστήριξη της χώρας προς το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας. Δεδομένης της δαπανηρής ανάπτυξης ιταλικών δυνάμεων σε περιοχές ενδιαφέροντος, ιδίως στη Μεσόγειο, και την απορρέουσα επιβάρυνση του ιταλικού αμυντικού προϋπολογισμού, η Ιταλία δείχνει ενδιαφέρον για κοινές στρατιωτικές αποστολές και επιχειρήσεις της ΕΕ όχι μόνο για λόγους ασφάλειας αλλά και για οικονομικούς λόγους.

Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ισπανίας κατευθύνει πόρους προς τις δαπάνες προσωπικού σε σημαντικό αλλά όχι υπερβολικό βαθμό, όπως στις άλλες τρεις μεσογειακές χώρες. Οικονομικοί πόροι επενδύονται επίσης από την ισπανική κυβέρνηση σε αμυντικό εξοπλισμό και υποδομή, σε μεγαλύτερη κλίμακα από τους μεσογειακούς εταίρους της. Η χώρα επλήγη σοβαρά από τη χρηματοπιστωτική κρίση και ιδίως η εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρατηρείται μια αντιστροφή της πτωτικής τάσης, όπως φαίνεται από την πρόσφατη συμμετοχή στην ανάπτυξη ενός κοινού έργου μαχητικών αεροσκαφών σε συνεργασία με τη Γαλλία και τη Γερμανία.

Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ελλάδας υπέστη επίσης σημαντική μείωση κατά τη διάρκεια της κρίσης, ιδίως όσον αφορά στις στρατιωτικές προμήθειες. Η μείωση των στρατιωτικών δαπανών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εκτιμάται σε περίπου 40%, κάτι που μπορεί να μην είναι εμφανές με την πρώτη ματιά στα στοιχεία δεδομένων των ραγδαίων μεταβολών του ελληνικού ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Οι περιορισμοί πρόσληψης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα επηρέασαν τις ένοπλες δυνάμεις και οδήγησαν σε σημαντική μείωση του στρατιωτικού προσωπικού ως ποσοστού του συνολικού εργατικού δυναμικού (από 1,20% το 2008 σε 1% το 2018). Η ανακοίνωση ενός μεγάλου στρατιωτικού σχεδίου προμηθειών αξίας περίπου 10 δισεκατομμυρίων ευρώ θα ενισχύσει ουσιαστικά την επιχειρησιακή ικανότητα της Ελλάδας και τον συνολικό αμυντικό προϋπολογισμό. Αυτό το σχέδιο απορρέει εν πολλοίς από την κλιμάκωση της έντασης με την Τουρκία το 2020.

Στην Πορτογαλία, η οικονομική κρίση επιτάχυνε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στον στρατό, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του προσωπικού των Πορτογαλικών Ένοπλων Δυνάμεων κατά περίπου 15.000 την περίοδο 2009-2019 και μείωσης των δαπανών προσωπικού ως ποσοστό του συνολικού αμυντικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, η Πορτογαλία επικεντρώθηκε στη συντήρηση προκειμένου να επεκτείνει τον επιχειρησιακό βίο του υπάρχοντος στρατιωτικού εξοπλισμού που είχε αποκτηθεί πριν από την κρίση.

Η Πολωνία συμμετείχε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 σε ένα μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και τεχνικού εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεών της, με νομικά δεσμευτική υποχρέωση της πολωνικής κυβέρνησης να δαπανήσει το 1,95% του ΑΕΠ της χώρας στην άμυνα και τουλάχιστον το 20% αυτού προς επένδυση σε στρατιωτικές προμήθειες και εκσυγχρονισμό. Το 2015 ένα νέο πρόγραμμα επανεπιβεβαίωσε αυτήν τη δέσμευση, η οποία φέρνει την Πολωνία πολύ κοντά στο όριο που έχει θέσει το ΝΑΤΟ. Εκτός από τις επιχειρησιακές ανάγκες για τον εκσυγχρονισμό του απαρχαιωμένου εξοπλισμού της σοβιετικής εποχής και την ασφάλεια της χώρας έναντι της Ρωσίας, είναι δύσκολο να παραβλεφθεί η πολιτική σημασιολογία των δύο αυτών προγραμμάτων. Η Πολωνία (αυτό-) προβάλλεται ως ο καλύτερος μαθητής μεταξύ των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που έχουν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Η Πολωνία κατάργησε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία το 2008, έχοντας ως αποτέλεσμα τη μείωση του λειτουργικού κόστους, αλλά και του ποσοστού του εργατικού δυναμικού στις ένοπλες δυνάμεις. Ωστόσο, μετά την ίδρυση ενός νέου σώματος εθνοφυλακής, το 2016, με εκτιμώμενο αριθμό 35.000 ανδρών, οι δαπάνες προσωπικού αυξήθηκαν απότομα σε περίπου 50%.

Μορφές στρατιωτικής συνεργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Στη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, η στρατιωτική συνεργασία στην ΕΕ έχει λάβει διάφορες μορφές, όπως οι Σχηματισμοί Μάχης της ΕΕ (EU Battlegroups), οι Στρατιωτικές Αποστολές και Επιχειρήσεις της ΕΕ και τα έργα της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO). Τα προγράμματα αυτά χαρακτηρίζονται από πολύ διαφορετικό θεσμικό και πολιτικό σκεπτικό, αλλά η συμμετοχή των κρατών μελών σε αυτά μπορεί να αποτελέσει ένδειξη της προθυμίας τους να εμπλακούν πιο στενά σε ενισχυμένες μορφές αμυντικής συνεργασίας υπό την αιγίδα της ΕΕ.

Η Γαλλία είναι σαφώς ο ηγέτης σε αυτές τις μορφές στρατιωτικής συνεργασίας. Παρόλο που οι Σχηματισμοί Μάχης εξελίχθηκαν σε έναν «στρατό στα χαρτιά» που ποτέ δεν αναπτύχθηκε ή κινητοποιήθηκε, ο γαλλικός ρόλος είναι αδιαμφισβήτητος, συμμετέχοντας σε δεκαέξι και ηγούμενος άλλων εννέα. Όσον αφορά στις στρατιωτικές αποστολές της ΕΕ, η Γαλλία συνεισφέρει περισσότερο από το 40% των συνολικών δυνάμεων της ΕΕ που αναπτύσσονται επί του εδάφους και περίπου το 85% των ευρωπαϊκών δυνάμεων σε αποστολές στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Σε ό,τι αφορά την PESCO, η Γαλλία είναι η χώρα με την πιο εκτεταμένη συμμετοχή σε έργα της PESCO, συμμετέχοντας σε τριάντα από τα σαράντα έξι και ως επικεφαλής σε δέκα εξ αυτών, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη κοινών ικανοτήτων. Η Γαλλία ζητά έναν αποτελεσματικότερο μηχανισμό χρηματοδότησης για την υποστήριξη αυτών των μορφών συνεργασίας. Η Γαλλία υπήρξε ένας από τους κορυφαίους συνεισφέροντες στον μηχανισμό Athena καλύπτοντας το 15% του συνολικού προϋπολογισμού του. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ασκούσε συνεχή πίεση σε άλλες χώρες της ΕΕ ώστε να εφαρμόσουν την αρχή καταμερισμού των βαρών, υποστηρίζοντας ότι οι χώρες με σημαντική συνεισφορά σε προσωπικό θα πρέπει να επωμιστούν μικρότερη οικονομική επιβάρυνση.

Ωστόσο, η Γαλλία δεν είναι απολύτως ικανοποιημένη με την τρέχουσα λειτουργία και εξέλιξη της PESCO. Σύμφωνα με τη γαλλική προσέγγιση, η συνεργασία δεν πρέπει να είναι ανοικτή προς όλους αλλά να περιορίζεται σε κράτη-μέλη με υψηλό τεχνολογικό και στρατιωτικό δυναμικό. Αυτή η πιο ελιτιστική προσέγγιση θα μπορούσε να οδηγήσει στον πυρήνα ενός ευρωπαϊκού στρατού. Η μεγάλη ετερογένεια των συμμετεχόντων κρατών-μελών και το επί του παρόντος δυσλειτουργικό modus operandi της PESCO ακυρώνει σχεδόν την προστιθέμενη αξία της επιχείρησης, σύμφωνα με τη γαλλική πλευρά. Πρόκειται για μια περιοχή σύγκρουσης με τη Γερμανία, η οποία ανησυχεί για τον αρνητικό αντίκτυπο μιας διαφοροποιημένης ολοκλήρωσης με αποκλεισμούς που θα περιθωριοποιούσε τις χώρες που επιθυμούν αλλά δεν είναι ικανές να συμμετάσχουν. Από αυτή την άποψη, η Γαλλία επικεντρώνεται περισσότερο στη λειτουργική διάσταση της PESCO, ενώ η Γερμανία δίνει έμφαση στις πολιτικές της πτυχές. Δεδομένης αυτής της απόκλισης απόψεων, η Γαλλία παρουσίασε το 2018 την Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Επέμβασης, η οποία λαμβάνει χώρα εκτός του πλαισίου της ΕΕ και περιλαμβάνει δεκατρία κράτη-μέλη της ΕΕ και τη Νορβηγία. Αν και η γαλλική πλευρά – και ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ – έχουν δηλώσει ότι αυτή η πρωτοβουλία δεν ανταγωνίζεται την PESCO αλλά μάλλον τη συμπληρώνει, η πολιτική σηματοδότηση είναι σαφής: η Γαλλία αναζητά ένα πιο λιτό, πιο αποτελεσματικό και πιο φιλόδοξο πλαίσιο αμυντικής συνεργασίας και η PESCO δεν ανταποκρίνεται προς το παρόν στις προσδοκίες της χώρας.

Η συνολική συμμετοχή της Γερμανίας στα υφιστάμενα προγράμματα αμυντικής συνεργασίας είναι περιορισμένη. Συμμετέχει σε δεκατρείς Σχηματισμούς Μάχης και ως επικεφαλής χώρα σε έξι από αυτούς. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Γερμανία δεν έχει δημιουργήσει κάποια μονομερή μονάδα, σε αντίθεση με τη Γαλλία, την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο (στην εποχή πριν από το Brexit), αλλά πάντοτε συμμετείχε σε πολυεθνικές προσπάθειες. Όσον αφορά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ, η Γερμανία συνεισφέρει μόνο το 12% του συνολικού αριθμού των ενόπλων δυνάμεων που έχουν αναπτυχθεί, αλλά το ένα πέμπτο του συνολικού προϋπολογισμού του μηχανισμού Athena. Η Γερμανική Προεδρία της ΕΕ ενορχήστρωσε το 2020 την αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ειρήνης (EPF), ο οποίος αναλαμβάνει τον ρόλο του μηχανισμού Athena, πλησιάζοντας τις γαλλικές απόψεις σχετικά με τη χρηματοδότηση των στρατιωτικών αποστολών της ΕΕ. Σε ό,τι αφορά τα έργα PESCO, η Γερμανία συμμετέχει συνολικά σε δεκαεπτά και ηγείται έξι εξ αυτών. Η Γερμανία προτιμά τα έργα με μια λιγότερο ξεκάθαρα προσδιορισμένη στρατιωτική ταυτότητα, όπως για παράδειγμα την Ευρωπαϊκή Ιατρική Διοίκηση, τη Δομή Υποστήριξης Γεωμετεωρολογικού και Ωκεανογραφικού Συντονισμού (GeoMETOC), το Κέντρο Συντονισμού Κυβερνοχώρου και Πληροφοριών (CIDCC) και το Δίκτυο Εφοδιαστικών Κόμβων στην Ευρώπη για την υποστήριξη Επιχειρήσεων.

Η Ιταλία συμμετέχει σε δεκατρείς Σχηματισμούς Μάχης και ηγείται οκτώ, δύο περισσότερους από τη Γερμανία. Η Ιταλία ζητά πιο εύκολα αναπτυσσόμενες και ικανές μάχιμες μονάδες και προχωρά ακόμη περισσότερο κάνοντας λόγο για μια «κοινή μόνιμη Ευρωπαϊκή Πολυεθνική Δύναμη (EMF)» και μια μόνιμη στρατιωτική έδρα της ΕΕ. Η χώρα υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από τις επιχειρήσεις στη Μεσόγειο (SOPHIA και IRINI), αλλά έχει επίσης συμμετάσχει σε άλλες αποστολές στα Βαλκάνια και τη Σομαλία. Η Ιταλία μαζί με την Ισπανία είναι η δεύτερη πιο ενεργή χώρα στα έργα PESCO. Συμμετέχει σε είκοσι τέσσερα έργα με έμφαση στη στρατιωτική έρευνα και την ανάπτυξη, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομίες κλίμακας ως προς την παραγωγή ανταγωνιστικών οπλικών συστημάτων που θα εξάγονται στην παγκόσμια αγορά. Η Ιταλία προτιμά τη συνεργασία εντός μικρών ομάδων χωρών για να εξασφαλίσει υψηλό βαθμό ομοιογένειας και διαλειτουργικότητας των υπό ανάπτυξη συστημάτων. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας θα πρέπει να στοχεύει στη χρηματοδότηση φιλόδοξων έργων των οποίων η υλοποίηση σε εθνικό ή σε διμερές πλαίσιο είναι δύσκολο να επιτευχθεί, όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Κορβέτα (EPC). Σε γενικές γραμμές, η Ρώμη βλέπει τα έργα PESCO και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας ως μια τεράστια ευκαιρία, ώστε να αναπτύξει περαιτέρω τις δυνατότητές της και να διατηρήσει ζωντανή την εγχώρια αμυντική βιομηχανία της.

Η Ισπανία έχει συμμετοχή σε έντεκα Σχηματισμούς Μάχης και ηγείται έξι εξ αυτών. Συμμετέχει σε όλες σχεδόν τις στρατιωτικές δράσεις της ΕΕ και επιθυμεί να αναβαθμίσει αυτήν τη συμμετοχή, τουλάχιστον κρίνοντας από την προσπάθεια που κατέβαλε για να αναλάβει την επιχειρησιακή έδρα της επιχείρησης ATALANTA μετά το Brexit. Όσον αφορά στην PESCO, η Ισπανία ήταν ένας από τους ένθερμους υποστηρικτές της ενεργοποίησης της PESCO και συνυπέγραψε (μαζί με τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία) την επιστολή προς την τότε Ύπατο Εκπρόσωπο, Federica Mogherini, η οποία ξεκίνησε τη σχετική συζήτηση. Η σημαντική συμμετοχή της Ισπανίας στα έργα PESCO επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη κοινών δυνατοτήτων, υποδηλώνοντας την πρόθεση της Ισπανίας να υποστηρίξει μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας την εγχώρια αμυντική βιομηχανία της που επλήγη σοβαρά από την οικονομική κρίση.

Η Ελλάδα έχει συμμετοχή σε έντεκα Σχηματισμούς Μάχης και ενεργεί ως επικεφαλής χώρα σε επτά από αυτούς, ιδίως προς ενίσχυση της συνεργασίας με τους βαλκανικούς και μεσογειακούς εταίρους της χώρας. Για παράδειγμα, η Ελλάδα είναι επικεφαλής της μονάδας HELBROC Battlegroup, την οποία απαρτίζουν έξι χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία και Σερβία) και συμμετέχει περίπου κάθε πέντε χρόνια στην Ισπανοιταλική Αμφίβια Μάχιμη Μονάδα. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα συμμετέχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ στα Βαλκάνια και τη Σομαλία, ενισχύοντας τον σταθεροποιητικό ρόλο της χώρας στην περιοχή και εξυπηρετώντας την ομαλή λειτουργία των κύριων οδών θαλάσσιου εμπορίου σε σύμπλευση με τα οικονομικά συμφέροντα της ελληνικής ναυτιλίας. Σε ό,τι αφορά την PESCO, η Ελλάδα έχει σχετικά μικρή συμμετοχή σε απόλυτους αριθμούς, ηγείται όμως του ενός τρίτου των έργων στα οποία έχει συμμετάσχει, με έμφαση στα προγράμματα ναυτικής συνεργασίας. Η χώρα παρουσιάζεται αμφίσημη σχετικά με τη συμμετοχή των χωρών του ΝΑΤΟ σε έργα PESCO. Θα καλωσόριζε φυσικά την αμερικανική παρουσία, όχι όμως την τουρκική. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα ήταν αρκετά ικανοποιημένη με την απόφαση του Συμβουλίου το 2020 σχετικά με τη δυνατότητα συμμετοχής τρίτων χωρών μόνο ύστερα από πρόσκληση όλων των χωρών που συμμετέχουν σε ένα έργο με την τελική απόφαση να λαμβάνεται υπό καθεστώς ομοφωνίας.

Η Πορτογαλία συμμετέχει σε εννέα Σχηματισμούς Μάχης, αλλά ηγείται μόνο ενός. Προτιμά τη συμμετοχή σε μονάδες με επιπλέον εταίρους για να αποφύγει πιθανή ισπανική κυριαρχία που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πιθανή ανάπτυξη των Πορτογαλικών Ένοπλων Δυνάμεων σε περιοχές χωρίς άμεσο ενδιαφέρον για τη χώρα. Έχει μάλλον περιορισμένη συμμετοχή στις στρατιωτικές αποστολές της ΕΕ, με σχεδόν τις μισές δυνάμεις σε σχέση με την Ελλάδα και με ουσιαστική παρουσία σε δύο κυρίως επιχειρήσεις, την τρέχουσα στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και την ολοκληρωμένη στο Κονγκό (2006). Ωστόσο, το μερίδιό της στο προσωπικό της ΕΕ και στις δύο επιχειρήσεις είναι πολύ μικρό, μόνο 3,5% και 2,5% αντίστοιχα. Τέλος, όσον αφορά στην PESCO, η Πορτογαλία συμμετέχει σε σχετικά μικρό αριθμό έργων, μόνο δέκα, με στόχο τη δημιουργία μιας ισχυρότερης εγχώριας βιομηχανικής βάσης που μπορεί να εκμεταλλευτεί τις χρηματοοικονομικές ευκαιρίες του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας.

Τέλος, η Πολωνία έχει συμμετάσχει μόνο σε τέσσερις Σχηματισμούς Μάχης, πάντοτε όμως ως επικεφαλής χώρα. Παρότι η συμμετοχή της Πολωνίας δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή συνολικά, είναι ταυτόχρονα πολύ στοχευμένη, όπως φαίνεται από τη μάχιμη μονάδα Visegrád (V4 EU Battlegroup), στην οποία η Πολωνία συμμετέχει με συνεισφορά προσωπικού έως και 50% και αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών της δαπανών. Η Πολωνία έχει περιορισμένη οικονομική συμβολή στον μηχανισμό Athena, με περίπου 3%, αλλά υποστηρίζει έναν ευρύτερο καταμερισμό οικονομικών βαρών, συμπεριλαμβανομένου του κόστους μεταφοράς των μονάδων. Η συμβολή με προσωπικό στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ είναι πιο σημαντική. Η Πολωνία συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ πριν γίνει ακόμα επίσημα μέλος, με πολωνικά στρατεύματα να είναι παρόντα στη στρατιωτική αποστολή CONCORDIA της ΕΕ και ένα χρόνο αργότερα στην EUFOR ALTHEA στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η Πολωνία ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα Βαλκάνια, κυρίως επειδή ανησυχεί για το αποσταθεροποιητικό δυναμικό της περιοχής. Ένα τέτοιο δυναμικό μπορεί να έχει επίδραση ντόμινο σε όλες τις χώρες στην ανατολική πλευρά της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, με σοβαρό αντίκτυπο στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας. Ταυτόχρονα, η ενεργή συμμετοχή στα Βαλκάνια μαρτυρεί τις ευρύτερες πολιτικές φιλοδοξίες της Πολωνίας, ιδίως ενόψει της περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ προς τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Η Πολωνία έχει επίσης έντονη δραστηριότητα στην Αφρική, με τα τρία τέταρτα των πολωνικών στρατευμάτων να αναπτύσσονται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΕΕ στη Μαύρη Ήπειρο. Πρόκειται για συνειδητή απόφαση της Πολωνίας, η οποία υποστηρίζει τη στρατηγική επιλογή της χώρας να επεκτείνει τη γενική της παρουσία στην αφρικανική ήπειρο, συμπεριλαμβανομένης της ισχυρότερης οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας με πολλά αφρικανικά κράτη. Η Πολωνία έχει μάλλον περιορισμένη παρουσία στην PESCO με δώδεκα συμμετοχές και μόνο μία ως χώρα-ηγέτης. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα έργα ενεργοποίησης δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της «Στρατιωτικής Κινητικότητας» (ή «Στρατιωτικού Σένγκεν»). Ένα παρόμοιο πρόγραμμα του ΝΑΤΟ αντιμετώπισε αρκετά νομικά εμπόδια και δεν έχει σημειώσει πρόοδο. Η Πολωνία ασπάζεται την πρωτοβουλία της ΕΕ και την προωθεί προκειμένου να δείξει τη συμπληρωματική και μη ανταγωνιστική φύση της σχέσης ΕΕ-ΝΑΤΟ στον τομέα της ασφάλειας. Η συμμετοχή της Πολωνίας στην PESCO σφραγίστηκε μόνο μετά από επίσημη επιστολή των Πολωνών Υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας προς την Ύπατη Εκπρόσωπο, στην οποία γίνεται αναφορά στην υπεροχή του ΝΑΤΟ, προτρέποντας την ΕΕ να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ανατολική Ευρώπη.

Βασικά Ευρήματα

Συγκεντρώνοντας τα στοιχεία των προηγούμενων ενοτήτων, μπορούμε να δημιουργήσουμε το προφίλ των επτά χωρών σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση και να τις ταξινομήσουμε σε αλληλεπικαλυπτόμενες ομάδες στη βάση τεσσάρων αξόνων: πολιτικές φιλοδοξίες, οικονομική κατάσταση, γεωγραφία και σχέσεις με το ΝΑΤΟ.

Ξεκινώντας από τις πολιτικές φιλοδοξίες, η αμυντική συνεργασία κινείται παράλληλα με την πολιτική ολοκλήρωση. Αυτό σημαίνει πως η ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα της άμυνας περιλαμβάνει και προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο σύγκλισης αναφορικά με τον διαμοιρασμό της εθνικής κυριαρχίας σε αυτό το κρίσιμο πεδίο. Εντούτοις, η αυξημένη συμμετοχή στα υφιστάμενα στρατιωτικά προγράμματα μπορεί να έχει και μια αντίστροφη ανάγνωση, σύμφωνα με την οποία η στρατιωτική συνεργασία δεν ακολουθεί την πολιτική ολοκλήρωση αλλά είναι μάλλον ένδειξη στήριξης προς αυτή. Ειδικότερα, η συμμετοχή καταδεικνύει την πρόθεση ορισμένων κρατών-μελών να θεωρηθούν πως ανήκουν στην πολιτική εμπροσθοφυλακή της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Γερμανία συμμετείχε στα προηγούμενα προγράμματα, μάλλον όμως διστακτικά δεδομένου ότι η αμυντική ολοκλήρωση δεν αποτελεί μέρος της παραδοσιακής ατζέντας της χώρας. Για κράτη-μέλη όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Πολωνία, η συμμετοχή σε αυτά τα προγράμματα αποτελεί απόδειξη της θέσης τους και ένδειξη της βούλησής τους να ανήκουν στον εσωτερικό πολιτικό κύκλο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ιταλία και η Ισπανία έχουν επίσης εκφράσει έντονο ενδιαφέρον για τα οικονομικά θεμέλια της PESCO ούτως ώστε να ενισχύσουν τις δικές τους αμυντικές βιομηχανίες. Επιπλέον, η Πολωνία ως σχετικά  νέος παράγοντας και η Ελλάδα, ύστερα από μία ταραχώδη φάση στις σχέσεις της με την ΕΕ την περίοδο της οικονομικής κρίσης, επιδεικνύουν τα ευρωπαϊκά τους διαπιστευτήρια μέσω της ρητορικής δέσμευσης και της ενεργούς συμμετοχής στα σχετικά προγράμματα. Η Πολωνία επιθυμεί την αναβάθμιση της πολιτικής της θέσης και της (αυτοπροσλαμβανόμενης) πολιτικής της σημασίας. Ως χώρα μεσαίου βεληνεκούς, η Ελλάδα ενδιαφέρεται να αποφύγει την υστέρηση ή την αποτυχία εκμετάλλευσης των πολλαπλασιαστικών οφελών που προκύπτουν από την ενισχυμένη συνεργασία σε περίπτωση που η προσέγγιση της Γαλλίας επικρατήσει. Η συμμετοχή της Πορτογαλίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ευρεία πολιτική υποστήριξή της προς τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και την επιθυμία της να βρεθεί στον πυρήνα της.

Σε ό,τι αφορά την οικονομική κατάσταση, αυτή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και επηρεάζει άμεσα την επιθυμία και την ικανότητα μιας χώρας να συμμετάσχει σε προγράμματα ευρωπαϊκής στρατιωτικής συνεργασίας. Οι οικονομικοί περιορισμοί στις πληγείσες από την ύφεση χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δυσκολεύουν τη συμμετοχή τους σε στρατιωτικές δραστηριότητες μεγάλης κλίμακας. Το γεγονός αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για στενότερη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, καθώς τα πρόθυμα κράτη-μέλη που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση για περαιτέρω βήματα αμυντικής συνεργασίας δεν είναι σε θέση να υλοποιήσουν τις πολιτικές δεσμεύσεις και υποσχέσεις τους.

Αναφορικά με τον τρίτο άξονα, η γεωγραφία αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντικό παράγοντα. Ως παγκόσμια δύναμη με συμφέροντα που εκτείνονται πολύ μακρύτερα από την ευρωπαϊκή ήπειρο, η Γαλλία δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει την ισχύ της, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την όποια κριτική περί νεο-αποικιοκρατίας. Το γεγονός αυτό είναι εμφανές στην εκτεταμένη παρουσία γαλλικών στρατευμάτων στις ευρωπαϊκές στρατιωτικές αποστολές σε όλη τη γαλλόφωνο ζώνη, δίχως να παραγνωρίζονται τα συμφέροντα της χώρας στη λεκάνη της Μεσογείου. Παρομοίως, τα κράτη-μέλη της ΕΕ που περιβάλλονται ή βρίσκονται κοντά σε πηγές ή περιοχές αστάθειας είναι πιο πρόθυμα να συμμετάσχουν σε οποιοδήποτε πρόγραμμα μοιάζει να ανταποκρίνεται στις ανησυχίες ασφάλειάς τους. Οι τέσσερις Μεσογειακές χώρες είναι πολύ ενεργές σε τέτοια προγράμματα ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Η Ελλάδα ανησυχεί επιπλέον για την Τουρκία, εκτιμώντας κατά συνέπεια οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτοβουλία ενίσχυσης της ασφάλειας. Παρότι αντιμετωπίζει διαφορετικές προκλήσεις ασφάλειας, η Πολωνία είναι επίσης υπέρ τέτοιων προγραμμάτων εφόσον δεν θέτουν σε κίνδυνο τη σχέση της χώρας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.

Τέλος, ο κρίσιμος παράγοντας παραμένει το ΝΑΤΟ και η σχέση του με αυτές τις πρωτοβουλίες της ΕΕ. Η Γαλλία υπήρξε ένθερμη υποστηρίκτρια της μεγαλύτερης στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ. Τόσο η Πολωνία όσο και η Ελλάδα πρέπει να εκτελέσουν λεπτές ασκήσεις ισορροπίας, καθώς οι ΗΠΑ συνιστούν θεμελιώδη παράμετρο της ασφάλειάς τους. Η Ελλάδα είναι αναγκασμένη να ακολουθήσει μια συνετή πολιτική διαφοροποίησης, παρακολουθώντας τη διευρυμένη προοπτική της ευρωπαϊκής άμυνας χωρίς να αποξενώνει τον αμερικανικό παράγοντα. Η Πολωνία ανησυχεί για τη μετατόπιση των ΗΠΑ προς την Ασία, η οποία ενίσχυσε το ιστορικό σύνδρομο ανασφάλειας της χώρας. Η Πορτογαλία προσπαθεί επίσης να εξισορροπήσει τον μακροχρόνιο ατλαντικό προσανατολισμό της με την πολιτική προσήλωση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η χώρα επιθυμεί να υπογραμμίσει τη συμπληρωματική και δυνητικά συμβιωτική σχέση μεταξύ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας. Η Γερμανία έχει υιοθετήσει μια πολύ προσεκτική προσέγγιση. Προσπαθώντας να διατηρήσει το status quo, επιδιώκει να αποφύγει την αποξένωση των ΗΠΑ, ικανοποιώντας ταυτόχρονα και το γαλλικό όραμα περί στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ. Η Γερμανία κατάφερε να συμπεριλάβει όλα τα πρόθυμα κράτη-μέλη της ΕΕ στα προγράμματα και να επιτρέψει την κατά περίπτωση συμμετοχή τρίτων χωρών του ΝΑΤΟ σε αυτά υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Το τελευταίο ήταν μια συνειδητή προσπάθεια να καταδείξει την πίστη της χώρας στο ΝΑΤΟ και να προβάλει μια εικόνα της PESCO ως μη ανταγωνιστικού σχήματος αμυντικής συνεργασίας. Από την πλευρά τους, η Ισπανία και η Ιταλία έχουν δηλώσει την ετοιμότητά τους να επιτρέψουν στην ΕΕ μεγαλύτερη πρωτοβουλία κινήσεων δεδομένων των πλεονεκτημάτων μιας τέτοιας συνεργασίας. Η Ιταλία πιστεύει ακράδαντα ότι η εξέλιξη της PESCO δεν βλάπτει τη διατλαντική αμυντική συνεργασία και υποστηρίζει σθεναρά τη συμμετοχή τρίτων κρατών στην PESCO.

 Συμπεράσματα: «Βιολιστές στη Στέγη» και Αμυντική Ολοκλήρωση της ΕΕ

Στην κλασική ταινία μιούζικαλ «Ο Βιολιστής στη Στέγη», ο βασικός χαρακτήρας μιλά για τον δια βίου αγώνα εξισορρόπησης μεταξύ αντικρουόμενων αναγκών και επιθυμιών. Όλα τα μέλη της ομάδας των επτά είναι σε κάποιο βαθμό «βιολιστές στη στέγη» στη διαδικασία ευρωπαϊκής αμυντικής ολοκλήρωσης. Ορισμένα εξ αυτών προσπαθούν να επιτύχουν το κατάλληλο επίπεδο συμμετοχής για την αναβάθμιση της πολιτικής τους θέσης στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά χωρίς υπερβολικές δεσμεύσεις. Άλλα πάλι προσπαθούν να επιτύχουν μια ισορροπία μεταξύ των ευρωπαϊκών και των εσωτερικών τους ανησυχιών ασφάλειας, στις οποίες ανταποκρίνεται προς το παρόν καλύτερα το ΝΑΤΟ. Στην πράξη, αυτό σημαίνει τον ενστερνισμό της ευρωπαϊκής αμυντικής ολοκλήρωσης χωρίς να αποξενωθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τέλος, ορισμένα κράτη-μέλη προσπαθούν να πορευθούν μεταξύ της Σκύλλας της δημοσιονομικής προσαρμογής και της Χάρυβδης μιας ταραχώδους περιοχής που απαιτεί μεγαλύτερες επενδύσεις σε όπλα παρά σε κοινωνικές παροχές προς τους πολίτες. Ακόμη και η ένθερμη υποστηρίκτρια της ευρωπαϊκής αμυντικής ολοκλήρωσης Γαλλία αντιμετωπίζει σημαντικά διλήμματα δεδομένου ότι τα υφιστάμενα προγράμματα αμυντικής συνεργασίας δεν εξελίσσονται μέχρι στιγμής σε πλήρη συμφωνία με τις προτιμήσεις της.

Έχοντας κατά νου αυτή την αναζήτηση ισορροπίας, πώς μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συνολική εμπλοκή των επτά χωρών στη διαδικασία ευρωπαϊκής αμυντικής ολοκλήρωσης; Η Γαλλία είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της διαδικασίας, παρότι δεν είναι πλήρως ικανοποιημένη από τον ρυθμό και τη μορφή της. Πιο ευέλικτα και λειτουργικά προγράμματα θα ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτα, όπως ανέδειξε και η γαλλικής έμπνευσης Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Παρέμβασης, το 2018. Το κύριο ερώτημα για τη μελλοντική εξέλιξη της διαδικασίας είναι το κατά πόσο η Γαλλία βρίσκεται πράγματι σε αναζήτηση αξιόπιστων εναλλακτικών ή τέτοιες πρωτοβουλίες υλοποιούνται κυρίως για να ασκήσουν πίεση στους ευρωπαίους εταίρους προκειμένου να υιοθετήσουν τις γαλλικές απόψεις και τους όρους σχετικά με την αμυντική ολοκλήρωση.

Η Γερμανία υπολείπεται των άλλων κρατών-μελών σε σύγκριση με την οικονομική και πολιτική θέση και ισχύ της χώρας. Κάτι τέτοιο δεν προκαλεί έκπληξη δεδομένων των πολλών αντιφατικών ανησυχιών της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Η Γερμανία είναι μία από τις αδιαμφισβήτητες ηγέτιδες χώρες της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τόσο σε οικονομικούς, όσο και σε πολιτικούς όρους, κατά συνέπεια είναι λογικό να αναμένει κανείς από τη χώρα να προωθήσει την αμυντική ολοκλήρωση σε συνεργασία με τη Γαλλία. Εντούτοις, η ασφάλεια της Γερμανίας είναι ταυτόχρονα συνδεδεμένη με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ΝΑΤΟ. Συνεπώς, αφενός η Γερμανία δεσμεύεται σε ρητορικό επίπεδο για στενότερη ευρωπαϊκή στρατιωτική συνεργασία ώστε να μην διαταράξει τον γαλλογερμανικό άξονα, αφετέρου πρέπει να διασκεδάσει τις ανησυχίες των ΗΠΑ σχετικά με πιθανή αυτονόμηση των ευρωπαϊκών αμυντικών πρωτοβουλιών. Η μεγάλη ισχύς συνεπάγεται και μεγάλη ευθύνη και η Γερμανία δεν μπορεί ισορροπεί μεταξύ των δύο προσεγγίσεων εις το διηνεκές. Το κύριο ερώτημα για τη Γερμανία είναι κατά πόσο έχει έρθει η στιγμή για την επιλογή πλευράς ή αν η χώρα έχει ακόμα το περιθώριο να παραμένει παθητική μπροστά σε αυτό που δύναται να αναδειχθεί ως το νέο κυρίαρχο αφήγημα της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Οι τέσσερις της Μεσογείου διακρίνονται για τη γεωγραφική τους γειτνίαση με περιοχές μεγάλης αστάθειας. Μοιράζονται επίσης κοινή οπτική σχετικά με την ανάγκη ενίσχυσης της πολιτικής διάστασης της διαδικασίας ολοκλήρωσης, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Για την Ιταλία και την Ισπανία, η ενεργή συμμετοχή συνεπάγεται ένα ξεκάθαρο μήνυμα της φιλοδοξίας τους να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της διαδικασίας, ενώ για την Ελλάδα και την Πορτογαλία αποτελεί ένδειξη της πρόθεσής τους να βρεθούν στον πυρήνα των κρατών-μελών της ΕΕ. Η Ελλάδα είναι επίσης μία από τις λίγες χώρες τις ΕΕ που αντιμετωπίζουν μία ξεκάθαρη πρόκληση ασφάλειας από γειτονικό κράτος. Το γεγονός αυτό ενισχύει περαιτέρω τη στήριξη της Ελλάδα προς τέτοιου είδους στρατιωτικά σχήματα συνεργασίας, όχι λόγω της παρούσας δυνατότητάς τους να δώσουν απαντήσεις στις ανησυχίες ασφάλειας της χώρας, αλλά κυρίως λόγω της -όποιας- μελλοντικής προοπτικής τους. Εντούτοις, όλες οι προαναφερθείσες χώρες είναι και μέλη του ΝΑΤΟ και δεν είναι διατεθειμένες να εγκαταλείψουν την αμερικανική ομπρέλα προστασίας. Με άλλα λόγια, οι τέσσερις χώρες της Μεσογείου αντιμετωπίζουν το ίδιο δίλημμα με τη Γερμανία. Το βασικό τους μέλημα αυτή τη στιγμή είναι μέχρι ποιο βαθμό θα ανεχθεί το ΝΑΤΟ την «αμυντική ολοκλήρωση της ΕΕ» προκειμένου να μην αναγκαστούν οι ίδιες να διαλέξουν πλευρά. Προκειμένου να καταστεί η πρώτη επιλογή βιώσιμη και ουσιαστική απαιτείται ένα άλμα ως προς τον διαμοιρασμό της κυριαρχίας στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας. Συνεπώς, το ερώτημα που προκύπτει είναι πόσο μακριά είναι διατεθειμένες να φτάσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, και οι τέσσερις μεσογειακές χώρες έχουν διέλθει μίας επώδυνης διαδικασίας δημοσιονομικής προσαρμογής και παρότι η χειρότερη φάση φαίνεται να έχει παρέλθει, τα σημάδια της παραμένουν ορατά. Κατά συνέπεια, εκτός από τις πολιτικές εκτιμήσεις και τις εκτιμήσεις ασφάλειας, η ανάγκη δημοσιονομικής πειθαρχίας θέτει επίσης τα όρια της δέσμευσής τους στην ευρωπαϊκή αμυντική ολοκλήρωση.

Τέλος, η Πολωνία θέτει ξεκάθαρα σε προτεραιότητα το ΝΑΤΟ έναντι της ΕΕ στο κομμάτι της ασφάλειας, δεν έχει όμως την πρόθεση να παραμείνει εκτός των προγραμμάτων στρατιωτικής συνεργασίας της ΕΕ. Η συμμετοχή της σε αυτά είναι πολύ εστιασμένη, επενδύοντας στο δίκτυό της με τις γειτονικές χώρες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, επιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως τις φιλοδοξίες της χώρας περί περιφερειακής πολιτικής ηγεσίας.

[1] Το μεγάλο μέγεθος του ιταλικού στρατιωτικού προσωπικού οφείλεται εν μέρει στις δύο υπηρεσίες επιβολής του νόμου με στρατιωτικά χαρακτηριστικά: οι Carabinieri είναι το τέταρτο τμήμα των Ιταλικών Ένοπλων Δυνάμεων και διεξάγουν περιπολίες στο εσωτερικό σε συνεργασία με την αστυνομία, ενώ η Guardia di Finanza έχει καθήκοντα που σχετίζονται με οικονομικά εγκλήματα, αλλά είναι επίσης επιφορτισμένη με ναυτικά στρατιωτικά καθήκοντα.