Η κρίση του κορωνοϊού επιβράδυνε ή ανέστειλε πολλές οικονομικές δραστηριότητες και οι πρώτες αντιδράσεις των κρατών-μελών ήταν σπασμωδικές και μονομερείς. Στη συνέχεια λήφθηκαν άμεσα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας και της απασχόλησης καθώς και χαλάρωσης κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας, ανταγωνισμού και διαρθρωτικών ταμείων. Η αποφασιστική απάντηση στην κρίση του κορωνοϊού δόθηκε με την ιστορική απόφαση δημιουργίας του Next Generation EU (NGEU) και ειδικά του Ταμείου Ανάκαμψης. Το ΝGEU θα έχει στη διάθεσή του συνολικούς πόρους 750 δισ. ευρώ για επιχορηγήσεις και δάνεια, οι οποίοι θα προέλθουν από δάνειο που θα συνάψει η Επιτροπή εξ ονόματος της ΕΕ. Με το NGEU έσπασαν δύο «ταμπού»: το ύψος του προϋπολογισμού ως ποσοστού του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της Ένωσης (εκτινάσσεται στο 2% του ΑΕΕ της ΕΕ) και τη δυνατότητα ανάληψης αμοιβαίου χρέους. Το Ταμείο Ανάκαμψης καλύπτει όλες τις χώρες της ΕΕ, εγκαταλείπει τις βαριές διαδικασίες των διαρθρωτικών ταμείων, εισάγει  απλουστευμένη διαχείριση και, κυρίως, καθιστά τις μεταρρυθμίσεις οργανικά στοιχεία του προγραμματισμού. Ενισχύει όμως τον αναπροσανατολισμό της πολιτικής συνοχής προς τη συνολική οικονομική μεγέθυνση και λιγότερο προς τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων. Οι υπουργοί Οικονομικών και η DG ECFIN αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στο νέο Ταμείο. Παράλληλα, ενισχύεται περαιτέρω η «διακυβερνητική» προσέγγιση έναντι της «κοινοτικής μεθόδου». Τα νέα στοιχεία που εισάγει το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να επηρεάσουν καθοριστικά την πολιτική Συνοχής στα χρόνια που έρχονται. Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσει μια ιστορική τομή στην εξέλιξη της πολιτικής συνοχής και γενικότερα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Το Κείμενο Πολιτικής υπογράφει ο Αλέκος Κρητικός, πρώην στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και πρώην Γενικός Γραμματέας στα υπουργεία Ανάπτυξης και Εσωτερικών, Ειδικός Σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ και μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Μπορείτε να το διαβάσετε σε μορφή pdf εδώ.

Το κείμενο αυτό είναι προδημοσίευση κεφαλαίου που περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση συλλογικό τόμο με τίτλο: «Μετά την πανδημία. Η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος στη σκιά της δυστοπίας. Προκλήσεις και προοπτικές», Εισαγ.-Επιμ. Σωτήρης Ντάλης, υπό έκδοση στη σειρά «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική» στις Εκδόσεις Παπαζήση.


Οι πρώτες σπασμωδικές αντιδράσεις στην κρίση του κορωνοϊού

Η κρίση του κορωνοϊού ήλθε να επιβεβαιώσει για μια ακόμη φορά τη ρήση του Jean Monnet σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη θα οικοδομηθεί μέσα από κρίσεις και θα είναι το άθροισμα των λύσεων που θα έχουν δοθεί στις κρίσεις αυτές. Πράγματι, τα νέα δεδομένα που δημιούργησε και συνεχίζει να δημιουργεί η αντιμετώπιση της κρίσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνθέτουν μια νέα πραγματικότητα και φαίνεται ότι σηματοδοτούν τη μετάβαση σε μια νέα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η πανδημία όμως δεν έχει λήξει την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές και, ως εκ τούτου, οι όποιες εκτιμήσεις ενέχουν αναγκαστικά και τον κίνδυνο μη προβλέψιμων εξελίξεων.

Η επιδημία έπληξε «συμμετρικά» τα κράτη μέλη της ΕΕ […] oι επιπτώσεις ήταν όμως «ασύμμετρες» υπό την έννοια της διαφορετικής δυνατότητας αντιμετώπισής τους από χώρα σε χώρα.

Η κρίση του κορωνοϊού είχε μοναδικά χαρακτηριστικά. Η επιδημία έπληξε «συμμετρικά» τα κράτη μέλη της ΕΕ, αν και αρχικώς εντοπίσθηκε σε μεγαλύτερη ένταση -από άποψη αριθμού κρουσμάτων και θανάτων- στο πιο ανεπτυγμένο τμήμα της, πιθανότατα λόγω καθυστέρησης στη λήψη των κατάλληλων μέτρων. Οι επιπτώσεις ήταν όμως «ασύμμετρες» υπό την έννοια της διαφορετικής δυνατότητας αντιμετώπισής τους από χώρα σε χώρα. Τα οικονομικώς ισχυρά κράτη μέλη είχαν σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες κινητοποίησης των απαιτούμενων πόρων για έκτακτη χρηματοδότηση επιχειρήσεων, συστημάτων υγείας, κοινωνικών ομάδων κ.λπ. Εν τούτοις, παρά τις διαφορές αυτές, όλα τα κράτη-μέλη υπέστησαν σημαντική μείωση του ρυθμού ανάπτυξής τους καθ’ όλο το 2020.

Η αναστολή ή η επιβράδυνση της λειτουργίας πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, η αναψυχή, το εμπόριο, η βιομηχανική παραγωγή, προκάλεσε σοβαρές ελλείψεις ρευστότητας αλλά και ανάγκη πρόσθετων επενδύσεων στον τομέα της υγείας και σε άλλους τομείς και δημιούργησε μια έκτακτη κατάσταση η οποία, αναπόφευκτα, έπρεπε να αντιμετωπισθεί με έκτακτα μέσα.

“Οι πρώτες εβδομάδες μετά την κρίση κυριαρχήθηκαν από μονομερείς και σπασμωδικές ενέργειες των κρατών-μελών της ΕΕ, όπως το κλείσιμο συνόρων κατά παράβαση της συνθήκης Σένγκεν και ο ανταγωνισμός στη διασφάλιση αναγκαίου υγειονομικού υλικού (μάσκες, αναπνευστήρες κ.λπ.), χωρίς κανένα συντονισμό μεταξύ τους ή με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.”

Οι πρώτες εβδομάδες μετά την κρίση κυριαρχήθηκαν από μονομερείς και σπασμωδικές ενέργειες των κρατών-μελών της Ε.Ε., όπως το κλείσιμο συνόρων κατά παράβαση της συνθήκης Σένγκεν και ο ανταγωνισμός στη διασφάλιση αναγκαίου υγειονομικού υλικού (μάσκες, αναπνευστήρες κ.λπ.), χωρίς κανένα συντονισμό μεταξύ τους ή με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην έκτακτη αυτή κατάσταση προστέθηκε και μια θεσμική αναστάτωση, που έθετε εν αμφιβόλω αυτή καθ’ εαυτή τη συνοχή της Ένωσης, όχι μόνο υπό τη στενή έννοια των περιφερειακών ανισοτήτων αλλά υπό την ευρεία της σημασία ως συγκολλητικού ιστού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ο πανικός των πρώτων εβδομάδων εκφράσθηκε στο θεσμικό επίπεδο μέσα από πρωτοφανείς ομαδοποιήσεις κρατών αλλά και μελών της Επιτροπής και από αμηχανία και ατολμία ανάληψης δράσης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.  Με το ξέσπασμα της κρίσης, για πρώτη φορά συγκροτήθηκαν, σχεδόν επισήμως, ομάδες  κρατών-μελών οι οποίες, «αποσπώμενες» από τη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, συνασπίζονταν και υπέγραφαν κοινές δηλώσεις και επιστολές, είτε για να καταδικάσουν -και ορθώς- το κλείσιμο του κοινοβουλίου στην Ουγγαρία, είτε για να απαιτήσουν -δικαιολογημένα- επαρκή δημοσιονομική απάντηση της Ένωσης στην κρίση. Για πρώτη επίσης φορά δύο σημαντικοί Επίτροποι, ο Γάλλος Th. Breton και ο Ιταλός P. Gentiloni, έσπασαν την παράδοση της συλλογικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και «αυτονομούμενοι» ζήτησαν, με κοινό άρθρο τους, τη δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου το οποίο θα εκδίδει μακροπρόθεσμα ομόλογα. Δίπλα σε αυτά τα φαινόμενα, ο Ιταλός πρωθυπουργός απειλούσε σχεδόν ευθέως με αποχώρηση της χώρας του από την ΕΕ, αν αυτή δεν αναλάμβανε  ικανοποιητικές πρωτοβουλίες αντιμετώπισης της κρίσης και ο Γάλλος πρόεδρος Macron επέσειε τον κίνδυνο της διάλυσης της ΕΕ, αν οι ευρωπαϊκές χώρες δεν θέσπιζαν ένα ταμείο διάσωσης ικανού να εκδώσει κοινό χρέος για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Μέχρι και ο Πάπας Φραγκίσκος καλούσε την Ευρώπη να υιοθετήσει καινοτόμες λύσεις, υπονοώντας και αυτός το περιπόθητο ευρωομόλογο, ενώ ο Jürgen Habermas διερωτάτο «[…] σε τι χρειάζεται λοιπόν η Ε.Ε. αν δεν αποδείξει, στην εποχή του κορωνοϊού, ότι οι Ευρωπαίοι μάχονται από κοινού για ένα κοινό μέλλον;»[1].   

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Eurogroup  αναλαμβάνουν μια σειρά πρωτοβουλιών

“Την αμηχανία των πρώτων εβδομάδων διαδέχθηκε όμως πολύ σύντομα η λήψη δραστικών μέτρων άμεσης αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης.”

Την αμηχανία των πρώτων εβδομάδων διαδέχθηκε όμως πολύ σύντομα η λήψη δραστικών μέτρων άμεσης αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της κρίσης. Έτσι,

  • η Ευρωπαϊκή Kεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ενίσχυσης της ρευστότητας (Pandemic Emergency Purchase Program-PEPP) μέσω αγοράς στοιχείων ενεργητικού τίτλων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, το οποίο στα τέλη του 2020 ήταν συνολικού ύψους 1850 δισ.ευρώ,
  • το Eurogroup συμφώνησε στη λήψη τριών μέτρων[2], τα οποία «ευλογήθηκαν» στη συνέχεια από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τα οποία ήταν:
  • η δημιουργία από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων ενός ταμείου εγγυήσεων 25 δισ. ευρώ με στόχο την κινητοποίηση 200 δισ. ευρώ για δανειοδότηση επιχειρήσεων, κυρίως μικρομεσαίων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κρίσης.
  • η διάθεση στα κράτη μέλη, από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, δανείων μέχρι ποσοστού 2% του ΑΕΠ κάθε κράτους μέλους για τη χρηματοδότηση εθνικών προγραμμάτων υγειονομικής περίθαλψης, θεραπείας και πρόληψης συνδεόμενων με την κρίση του κορωνοϊού. (Ας σημειωθεί -και αυτό αξιολογήθηκε ως επιτυχία- ότι δεν προβλέφθηκαν άλλοι «μνημονιακού τύπου» όροι, πέραν της υποχρέωσης χρήσης των πόρων για αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού).
  • η θέσπιση του προγράμματος SURE[3] με στόχο την προστασία της απασχόλησης από τις συνέπειες της κρίσης του κορωνοϊού. Με το πρόγραμμα αυτό δόθηκε η δυνατότητα σε εταιρείες και επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες να μειώσουν προσωρινά τις ώρες εργασίας των εργαζομένων τους, οι οποίοι στη συνέχεια ελάμβαναν αποζημίωση για απώλεια εισοδήματος από το κράτος-μέλος. Προέβλεπε χρηματοδοτική συνδρομή, ύψους έως 100 δισ. ευρώ συνολικά, υπό μορφή δανείων χορηγούμενων με ευνοϊκούς όρους από την ΕΕ προς τα κράτη μέλη. Το ποσό των 100 δισ. ευρώ θα το αντλούσε η Επιτροπή ως δάνειο από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, στην αντεγγύηση του οποίου προβλεπόταν η δυνατότητα συμμετοχής των κρατών μελών.

“Η κριτική που ασκήθηκε στα μέτρα αυτά ήταν ότι δεν αφορούσαν δωρεάν επιχορηγήσεις προς τα κράτη μέλη, αλλά περιορίζονταν μόνο σε δάνεια, δηλαδή συνιστούσαν μια παροχή δύσκολα αξιοποιήσιμη από κράτη με ήδη υψηλό δημόσιο χρέος.”

Τα μέτρα αυτά, αν και μη εντασσόμενα στην stricto sensu ευρωπαϊκή πολιτική συνοχής, συνέβαλαν στην προσπάθεια διατήρησης της υπό την ευρεία έννοια συνοχής της ενωμένης Ευρώπης, που, όπως είδαμε προηγουμένως, δέχθηκε ισχυρά πλήγματα τις πρώτες εβδομάδες εμφάνισης και εξάπλωσης της πανδημίας. Η κριτική που ασκήθηκε στα μέτρα αυτά ήταν ότι δεν αφορούσαν δωρεάν επιχορηγήσεις προς τα κράτη μέλη, αλλά περιορίζονταν μόνο σε δάνεια, δηλαδή συνιστούσαν μια παροχή δύσκολα αξιοποιήσιμη από κράτη με ήδη υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό ότι οι συμβατικές λύσεις δεν απαντούσαν στο όλο και περισσότερο διογκούμενο πρόβλημα. Είχαν εξ άλλου αντληθεί χρήσιμα διδάγματα από την ανεπαρκή αντιμετώπιση της κρίσης του 2008 (τώρα δε, δεν ετίθετο θέμα « δημοσιονομικά ή χρηματοπιστωτικά ανεύθυνης συμπεριφοράς»[4]) Όλα έδειχναν ότι χρειαζόταν να αναληφθεί μια γενναία και χωρίς προηγούμενο προσπάθεια.

Tα πρώτα μέτρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πού είχε αρχίσει να κατηγορείται για αδράνεια και έλλειψη αντιδράσεων στην κρίση η οποία είχε ήδη εξαπλωθεί, αναδιπλώθηκε και από τον Μάρτιο και μετά ανακοίνωσε διαδοχικά μέτρα που περιελάμβαναν:

  • παρεκκλίσεις από τους κανόνες της πολιτικής ανταγωνισμού
  • την προσωρινή άρση της υποχρέωσης τήρησης των κανόνων ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα και χρέος
  • παρεκκλίσεις (χαλάρωση) από τις διατάξεις των ισχυόντων κανονισμών των Διαρθρωτικών Ταμείων[5] με σκοπό την ευχερέστερη και ταχύτερη διάθεση ευρωπαϊκών πόρων στις πληττόμενες επιχειρήσεις και στην οικονομία εν γένει
  • τις προτάσεις της προς το Συμβούλιο υπουργών για χαλάρωση των ισχυόντων κανονισμών διαρθρωτικών ταμείων 2014-2020

Ακολουθεί η αναλυτικότερη παρουσίαση των μέτρων αυτών.

Η  προσωρινή άρση της υποχρέωσης τήρησης των κανόνων ως προς το δημοσιονομικό έλλειμμα και χρέος

“…η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση για την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.”

Στις 20 Μαρτίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση για την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης[6] . Η ρήτρα αυτή διευκολύνει τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών σε περιόδους σοβαρής οικονομικής επιβράδυνσης. Στην ανακοίνωσή της, η Επιτροπή υποστήριζε ότι, δεδομένης της αναμενόμενης σοβαρής οικονομικής επιβράδυνσης που αναμενόταν από την έξαρση της νόσου COVID-19, οι  συνθήκες επέτρεπαν την ενεργοποίηση της ρήτρας. Στις 23 Μαρτίου 2020, οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών μελών συμφώνησαν με την εκτίμηση της Επιτροπής. Η ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής επιτρέπει την προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα. Η γενική ρήτρα διαφυγής δεν αναστέλλει τις διαδικασίες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποκλίνουν από τις δημοσιονομικές υποχρεώσεις που θα ίσχυαν κανονικά, ενώ δίνει παράλληλα στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο τη δυνατότητα να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τον συντονισμό των πολιτικών στο πλαίσιο του Συμφώνου.

Η εφαρμογή της ρήτρας αυτής αύξανε τα περιθώρια των κρατών-μελών για χρηματοδότηση μέτρων επείγουσας στήριξης καθώς και άλλων έκτακτων παρεμβάσεων ενίσχυσης της ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της πληττόμενης από την κρίση οικονομίας τους.

Οι παρεκκλίσεις από τους κανόνες ανταγωνισμού

“Οι κυβερνήσεις της ΕΕ διοχέτευσαν μέσα στο πρώτο τρίμηνο της κρίσης περί τα δύο τρισ. ευρώ ως κρατικές ενισχύσεις για την πρόληψη μαζικής χρεοκοπίας επιχειρήσεων και τη διατήρηση της απασχόλησης.”

Τα λόγω κρίσης μεγάλα προβλήματα πολλών επιχειρήσεων κάθε μεγέθους απαιτούσαν άμεση κρατική ενίσχυση, που δεν μπορούσε όμως να δοθεί υπό τις ισχύουσες διατάξεις. Η απόφαση της Επιτροπής[7] και οι τροποποιήσεις της που ακολούθησαν[8]επέτρεψαν την παροχή τέτοιων απαραίτητων ενισχύσεων αλλά είχε και την αρνητική πλευρά της: τα οικονομικώς αδύναμα κράτη μέλη δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα αυτή εξ ίσου με τα ισχυρά κράτη, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις τους να είναι σε δυσμενή θέση έναντι των ανταγωνιστριών τους από τις ισχυρότερες χώρες. Οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. διοχέτευσαν μέσα στο πρώτο τρίμηνο της κρίσης περί τα δύο τρισ. ευρώ ως κρατικές ενισχύσεις για την πρόληψη μαζικής χρεοκοπίας επιχειρήσεων και τη διατήρηση της απασχόλησης. Τα μισά περίπου από αυτά ήταν κρατικές ενισχύσεις σε γερμανικές επιχειρήσεις, το 18 % σε ιταλικές και μόνο 4,3% σε ισπανικές. Το ύψος των ενισχύσεων ήταν ευθέως συναρτημένο με τη δημοσιονομική ευχέρεια των αντίστοιχων κρατών και ήταν συντριπτικά ανώτερο των πόρων συνοχής από τους οποίους επωφελούνται τα οικονομικώς ασθενέστερα κράτη-μέλη. Ο κίνδυνος σοβαρών στρεβλώσεων της ευρωπαϊκής αγοράς αλλά και της πολιτικής συνοχής ήταν ήδη προ των πυλών. Πολλοί φοβήθηκαν και εξακολουθούν να φοβούνται ότι αυτή η προσωρινή χαλάρωση – άρα και στρέβλωση ανταγωνισμού – θα μπορούσε να διατηρηθεί και μετά την κρίση του κορωνοϊού, για να αντιμετωπισθούν οι νέες συνθήκες ανταγωνισμού με την Κίνα, τις ΗΠΑ και άλλες αναδυόμενες δυνάμεις, παρά το ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι ο θεμέλιος λίθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ενιαίας αγοράς. Μια τέτοια  απόφαση θα έχει μεσοπρόθεσμα πολλά αρνητικά στοιχεία για την πολιτική συνοχής.

Η χαλάρωση των ισχυόντων κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων

“Η βασική – και θετική – επίπτωση της κρίσης επί της τρέχουσας πολιτικής συνοχής ήταν η απόφαση για χαλάρωση ορισμένων περιοριστικών διατάξεων των ισχυόντων κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων της προγραμματικής περιόδου 2014-2020.”

Η βασική – και θετική – επίπτωση της κρίσης επί της τρέχουσας πολιτικής συνοχής ήταν η απόφαση για χαλάρωση ορισμένων περιοριστικών διατάξεων των ισχυόντων κανονισμών των διαρθρωτικών ταμείων της προγραμματικής περιόδου 2014-2020. Η Επιτροπή υπό την πίεση των κρατών μελών και της συγκυρίας πρότεινε, και το Συμβούλιο αποδέχθηκε, μια σειρά παρεκκλίσεων από διατάξεις των ισχυόντων κανονισμών[9] οι οποίες επί δεκαετίες θεωρούνταν από την Επιτροπή ως απαράβατες και αποτελούσαν ορισμένες από τις βασικές αιτίες της απαράδεκτης καθυστέρησης στην υλοποίηση των ΕΣΠΑ και στην απορρόφηση των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων πανευρωπαϊκά (η απορρόφηση άγγιζε μόλις το 40% σε επίπεδο Ε.Ε. κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, έβδομου και τελευταίου χρόνου της επταετούς προγραμματικής περιόδου 2014-2020). Η ανάγκη, αφ΄ενός της ταχείας διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά και στην οικονομία εν γένει αλλά και η χρήση των διαρθρωτικών πόρων για κάλυψη άμεσων αναγκών που δημιούργησε η κρίση -υγειονομικών και άλλων- επέβαλαν την αναθεώρηση αυτή[10], προσωρινού χαρακτήρα κατά την Επιτροπή, που μεταξύ άλλων περιελάμβανε αύξηση των ποσοστών συγχρηματοδότησης μέχρι 100%, μεγαλύτερες δυνατότητες  μεταφοράς πόρων μεταξύ διαρθρωτικών ταμείων, κατηγοριών περιφερειών και στόχων πολιτικής, χρηματοδότηση κεφαλαίων κίνησης κ.λπ.

Ο αντίλογος στην αύξηση του ποσοστού συγχρηματοδότησης ήταν ότι αυτή μειώνει τον συνολικό όγκο του προγράμματος, άρα και το μέγεθος της αναπτυξιακής προσπάθειας. Ας σημειωθεί επίσης  και ότι η άνευ ορίων δυνατότητα μεταφοράς πόρων μεταξύ ταμείων, κατηγοριών περιφερειών κ.λπ. δεν ήταν απλή και εύκολη διαδικασία αλλά προϋπέθετε την τροποποίηση των αντίστοιχων επιχειρησιακών προγραμμάτων, διαδικασία πολύμηνη σύμφωνα με όσα εξακολουθούσαν να ισχύουν. Οι αδράνειες του συστήματος ήταν πολύ ισχυρές για να μπορούν να ξεπερασθούν τόσο γρήγορα[11].

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεωρεί τις προτάσεις για τους κανονισμούς διαρθρωτικών ταμείων της νέας περιόδου 2021-2027

Τα νέα δεδομένα που δημιουργούσε η κρίση υποχρέωσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να τροποποιήσει τον Μάϊο 2020 τις προτάσεις της για τους κανονισμούς διαρθρωτικών ταμείων της νέας περιόδου 2021-2027 · οι αρχικές προτάσεις είχαν υποβληθεί δύο χρόνια πριν και βρίσκονταν ακόμη υπό συζήτηση στο τραπέζι του Συμβουλίου υπουργών. Η αναθεώρηση αυτή των προτάσεων, παρά τα θετικά της στοιχεία, παρέμενε άτολμη.  Η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη[12] ήταν η αύξηση της ευελιξίας στη μεταφορά πόρων. Σε ό,τι αφορούσε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ταμείο Συνοχής και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το κράτος μέλος θα μπορούσε κατά το σχεδιασμό ή κατά την αναθεώρηση προγραμμάτων να μεταφέρει έως το 20% των πόρων ενός Ταμείου σε άλλο Ταμείο. Επιπλέον, θα μπορούσε να μεταφέρει έως 15% των πόρων από τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες στις περιφέρειες μετάβασης ή στις περισσότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες. Η αυξημένη αυτή ευελιξία, που δεν θα είχε προταθεί αν δεν είχε μεσολαβήσει η κρίση του κορωνοϊού, άμβλυνε εν μέρει αλλά δεν καταργούσε τις αγκυλώσεις που σε μεγάλο βαθμό ήταν υπεύθυνες για τις δυσκολίες υλοποίησης και τη μειωμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής της συνοχής.

“Η αυξημένη αυτή ευελιξία, που δεν θα είχε προταθεί αν δεν είχε μεσολαβήσει η κρίση του κορωνοϊού, άμβλυνε εν μέρει αλλά δεν καταργούσε τις αγκυλώσεις που σε μεγάλο βαθμό ήταν υπεύθυνες για τις δυσκολίες υλοποίησης και τη μειωμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής της συνοχής.”

Ακόμη, με τις αναθεωρημένες προτάσεις αυξάνονταν τα ποσοστά ευρωπαϊκής συγχρηματοδότησης  για όλα τα διαρθρωτικά ταμεία και όλες τις κατηγορίες περιφερειών, παρατεινόταν δε κατά ένα έτος και γινόταν και πάλι τριετής η προβλεπόμενη προθεσμία αυτόματης αποδέσμευσης μη δαπανηθέντων πόρων (γνωστή ως ν+3) . Στην αρχική πρόταση της Επιτροπής η προθεσμία αυτή είχε μειωθεί στα δύο χρόνια. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουλίου 2020 υιοθέτησε τα βασικά σημεία των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά η διαπραγμάτευση επί των λοιπών σημείων τους συνεχίσθηκε μέχρι τους πρώτους μήνες του 2021.

“Τολμηρότερες ήταν οι αλλαγές που προβλέφθηκαν για το REACT-EU, το οποίο θα ενισχύσει τα τρέχοντα προγράμματα συνοχής με πρόσθετους πόρους 47,5 δισ. ευρώ που θα προέρχονταν από το Next Generation EU.”

Τολμηρότερες ήταν οι αλλαγές που προβλέφθηκαν για το REACT-EU[13], το οποίο θα ενισχύσει τα τρέχοντα προγράμματα συνοχής με πρόσθετους πόρους 47,5 δισ. ευρώ που θα προέρχονταν από το Next Generation EU, δηλαδή από πόρους της επόμενης περιόδου 2021-2027. Συγκεκριμένα, παρέχεται στα κράτη μέλη πλήρης ευελιξία κατανομής των πόρων μεταξύ ταμείων και κατηγοριών περιφερειών, αυξάνονται τα ποσοστά συγχρηματοδότησης μέχρι 100%, προβλέπεται αναδρομική επιλεξιμότητα δαπανών από 1ης Φεβρουαρίου 2020 ενώ δεν ισχύουν οι ex-ante αιρεσιμότητες και οι απαιτήσεις θεματικής συγκέντρωσης των διαρθρωτικών ταμείων. Η πρόταση της Επιτροπής και η απόφαση του Συμβουλίου για το REACT-EU χαρακτηρίσθηκαν από τόλμη και ευελιξία η οποία όμως, δυστυχώς, δεν  επιδείχθηκε στους κανονισμούς των διαρθρωτικών ταμείων της νέας περιόδου, οι οποίοι παρέμεναν δέσμιοι πολλών αγκυλώσεων του παρελθόντος.

Οι ιστορικές αποφάσεις του Ιουλίου 2020 – Το Next Generation EU

Αποφασιστική απάντηση στις επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού αποτέλεσε η κοινή γαλλο-γερμανική πρόταση για τη δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 500 δισ. ευρώ. Πέραν του μεγάλου ύψους της προτεινόμενης χρηματοδότησης, το ρηξικέλευθο σημείο της κοινής πρότασης Γαλλίας-Γερμανίας, για την οποία προφανώς είχε προηγηθεί άτυπη συνεργασία με την Επιτροπή, ήταν ότι οι πόροι του ταμείου δεν θα προέρχονταν από επί πλέον συνεισφορές των κρατών-μελών στον προϋπολογισμό της ΕΕ αλλά θα αντλούνταν μέσω κοινής έκδοσης χρέους, και συγκεκριμένα μέσω μακροπρόθεσμου και χαμηλότοκου δανείου που θα συνήπτε η Ε. Επιτροπή στη διεθνή κεφαλαιαγορά με εγγύηση, αλλά και με μέσον αποπληρωμής, τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Χωρίς να αποτελεί έκδοση κορωνο-ομολόγου, η πρόταση ήταν ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αμοιβαιοποίησης χρέους.

“Αποφασιστική απάντηση στις επιπτώσεις της κρίσης του κορωνοϊού αποτέλεσε η κοινή γαλλο-γερμανική πρόταση για τη δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης. Χωρίς να αποτελεί έκδοση κορωνο-ομολόγου, η πρόταση ήταν ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αμοιβαιοποίησης χρέους.”

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όχι μόνο υιοθέτησε αυτούσια την γαλλο-γερμανική πρόταση αλλά πρόσθεσε σε αυτήν και 250 δισ. ευρώ δανείων, αυξάνοντας έτσι το συνολικό της ύψος σε 750 δισ.ευρώ και δίνοντας στην μεγάλη αυτή πρωτοβουλία το όνομα Next Generation EU (Νέα Γενιά ΕΕ)[14]. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουλίου 2020[15] διατηρεί το συνολικό ύψος του Next Generation EU στα 750 δισ. ευρώ , αλλάζει όμως τη σχέση μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων, μειώνοντας τις επιχορηγήσεις σε 390 δισ. ευρώ  και αυξάνοντας τα δάνεια σε 360 δισ. ευρώ. Από άποψη ουσίας αλλά και προϋπολογισμού τη μερίδα του λέοντος στην πρωτοβουλία αυτή καταλαμβάνει με 672,5 δισ. ευρώ ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility/RRF ) που επικράτησε να αναφέρεται ως Ταμείο Ανάκαμψης.

Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης αποτέλεσε μια γενναία απάντηση στα προβλήματα που δημιουργούσε η κρίση του κορωνοϊού, αποτρέποντας κινδύνους ακόμη και για αυτή καθ’ εαυτή τη συνέχιση της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης[16].

“…η δημιουργία του «έσπασε» δύο μεγάλα ταμπού: το ύψος του προϋπολογισμού ως ποσοστού του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της Ένωσης και τη δυνατότητα ανάληψης αμοιβαίου χρέους.”

Κατά κύριο όμως λόγο, η δημιουργία του «έσπασε» δύο μεγάλα ταμπού: το ύψος του προϋπολογισμού ως ποσοστού του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της Ένωσης και τη δυνατότητα ανάληψης αμοιβαίου χρέους. Για την περίοδο υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα αγγίζει το 2% του ΑΕΕ της, σε σύγκριση με το 1,1% που ίσχυε μέχρι σήμερα. Όπως δε αναφέρθηκε και προηγουμένως, το αναγκαίο για την αύξηση του προϋπολογισμού ποσό  προβλέφθηκε να αντληθεί από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, με εγγύηση τον προϋπολογισμό της ΕΕ, πράγμα που αποτελεί μεγάλη θεσμική καινοτομία, η οποία προέκυψε από την αδυναμία κάλυψης ενός τέτοιου ποσού μέσω αύξησης των εθνικών συνεισφορών ή μόνο από νέους ιδίους πόρους. Η δημοσιονομική, δηλαδή, ανάγκη δημιούργησε την ανάγκη τολμηρών θεσμικών προσαρμογών.

Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχει βέβαια και άλλες μεσοπρόθεσμες  επιπτώσεις. Όπως σημειωνόταν σε άρθρο μου σε συνεργασία με τον καθηγητή Παναγιώτη Ιωακειμίδη[17]: «Θεωρείται, οικονομικά και τεχνικά, πολύ δύσκολο έως αδύνατον να επανέλθει απότομα ο προϋπολογισμός της ΕΕ από το 2% του ΑΕΕ στο 1,1% το 2025. Είναι εξαιρετικά απίθανο οι μέχρι τότε ωφελούμενοι -οικονομίες, κλάδοι, περιφέρειες- να αντέξουν τέτοια απότομη μεταβολή. Από πολιτική δε άποψη, μια τέτοια μείωση θα υπονόμευε σε απειλητικό βαθμό την εσωτερική συνοχή της Ένωσης και θα εξέπεμπε πολύ αρνητικά μηνύματα στον, ούτως ή άλλως, μεταβαλλόμενο διεθνή οικονομικό και γεωπολιτικό περίγυρο. Αυτό τροφοδοτεί την ανάγκη ο προϋπολογισμός της ΕΕ να παραμείνει και μετά το 2024 σε επίπεδα κοντά στο 2% του ΑΕΕ της Ένωσης».

Επειδή δε, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο, κανείς δεν προτείνει – ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτό – να κατευθύνεται το σύνολο της αύξησης στον ευρωπαϊκό Νότο και στην Ανατολική Ευρώπη, ένας τόσο αυξημένος προϋπολογισμός αναπόφευκτα θα πρέπει να αφορά πολύ περισσότερους ευρωπαίους πολίτες, περιλαμβανομένων των πολιτών των κρατών/καθαρών συνεισφορέων. Όπως ήδη συμβαίνει με το Ταμείο Ανάκαμψης.  Η προσέγγιση αυτή θα έχει ως συνέπεια την επέκταση της ενωσιακής δράσης σε νέους τομείς και πολιτικές, όπως στον κοινωνικό τομέα, στη δημόσια υγεία, στη μετανάστευση, στην αστική ανάπτυξη και, επέκεινα, Θα απαιτήσει, δηλαδή, περαιτέρω «κοινοτικοποίηση» εθνικών πολιτικών, με ό,τι θετικό θα σημαίνει αυτό για την προοπτική της πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε.

“Η μεγάλη σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης για το παρόν και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται και από το ότι όλο και περισσότερες φωνές – και μεταξύ τους κάποιες με ιδιαίτερο θεσμικό βάρος, ζητούν να μην είναι προσωρινό αλλά να πάρει μόνιμο χαρακτήρα.”

Η μεγάλη σημασία του Ταμείου Ανάκαμψης για το παρόν και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται και από το ότι όλο και περισσότερες φωνές – και μεταξύ τους κάποιες με ιδιαίτερο θεσμικό βάρος, όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[18] ή του Επιτρόπου Οικονομικών Π.Τζεντιλόνι – ζητούν να μην είναι προσωρινό αλλά να πάρει μόνιμο χαρακτήρα.

Η σημασία των αποφάσεων του Ιουλίου 2020 για την πολιτική συνοχής

Η δημιουργία και λειτουργία του Next Generation EU και ειδικά του Ταμείου Ανάκαμψης είναι καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης της πανδημίας αλλά για αυτή καθ’εαυτή την εξέλιξη της πολιτικής συνοχής της ΕΕ.

“…ο μεγάλος κερδισμένος από τις ιστορικές αποφάσεις του Ιουλίου 2020 είναι η πολιτική συνοχής, που θα έχει στη διάθεσή της τα επόμενα χρόνια πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ, ποσό που πριν ένα χρόνο θα ήταν αδιανόητο.”

Πράγματι, σε δημοσιονομικούς όρους, ο μεγάλος κερδισμένος από τις ιστορικές αποφάσεις του Ιουλίου 2020 είναι η πολιτική συνοχής. Αν στα προβλεπόμενα για την πολιτική αυτή κονδύλια του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ) 2021-2027  προστεθούν και αυτά του Ταμείου Ανάκαμψης – που υπηρετούν εν γένει αντίστοιχους στόχους και, για το λόγο αυτό εντάσσονται στον ίδιο τομέα του ΠΔΠ – διαπιστώνεται ότι η πολιτική συνοχής θα έχει στη διάθεσή της τα επόμενα χρόνια πάνω από 1 τρισεκατομμύριο ευρώ, ποσό που πριν ένα χρόνο θα ήταν αδιανόητο.

Από άποψη όμως περιεχομένου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι κερδισμένη από την απόφαση του Ιουλίου δεν είναι πολιτική συνοχής υπό τη μορφή που την εισήγαγε η Ενιαία Πράξη, αλλά η πολιτική συνοχής  όπως αυτή νοείται σε όρους «στρατηγικής της Λισαβόνας»[19] · μια πολιτική συνοχής, δηλαδή, που δίνει προτεραιότητα στη συνολική αναπτυξιακή μεγέθυνση της Ένωσης – και εν προκειμένω σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, την πράσινη και την ψηφιακή – και λιγότερο στη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών και στην ανάπτυξη των λιγότερο ανεπτυγμένων από αυτές. Όσο και αν αυτό κρίθηκε επιβεβλημένο υπό τις παρούσες έκτακτες συνθήκες, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι η προσέγγιση αυτή συνεχίζει να ευνοεί τις πιο ανεπτυγμένες περιφέρειες. Πράγματι, παρ’ όλο που οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από την προωθούμενη ψηφιακή σύγκλιση και πιθανώς από την πράσινη μετάβαση, αλλά και από τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την εξωστρέφεια, αυτό που αναμένεται είναι ότι από τις πολιτικές αυτές θα επωφεληθούν περισσότερο οι ανεπτυγμένες περιφέρειες, οι οποίες διαθέτουν το παραγωγικό και ανθρώπινο κεφάλαιο που θα τους επιτρέψει να τις αξιοποιήσουν περισσότερο και καλύτερα.

“…αυτό που αναμένεται είναι ότι από τις πολιτικές αυτές θα επωφεληθούν περισσότερο οι ανεπτυγμένες περιφέρειες, οι οποίες διαθέτουν το παραγωγικό και ανθρώπινο κεφάλαιο που θα τους επιτρέψει να τις αξιοποιήσουν περισσότερο και καλύτερα.”

Εμφανώς παρούσα παραμένει και η μακροοικονομική «αιρεσιμότητα» στην πολιτική συνοχής της νέας προγραμματικής περιόδου: Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο το επιβεβαίωσε υπογραμμίζοντας ότι «Η πολιτική συνοχής θα διαδραματίζει ολοένα σημαντικότερο ρόλο στη στήριξη της εν εξελίξει διαδικασίας οικονομικής μεταρρύθμισης από τα κράτη μέλη, ενισχύοντας τη σύνδεση με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές ειδικές ανά χώρα συστάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας»[20].

Υπό τη σκιά των νέων δεδομένων που δημιουργούσε η κρίση του κορωνοϊού και σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουλίου 2020, ο προσανατολισμός της πολιτικής της συνοχής για την περίοδο 2021-2027 διαμορφώνονται πλέον από[21]:

  • την ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης και την επιδίωξη οικονομικής ανάκαμψης
  • τον στόχο της μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο όμως την παράλληλης στόχευσης για μία πράσινη, ψηφιακή και ανθεκτική Ευρώπη
  • την άμεση διασύνδεση με το Ευρωπαϊκό εξάμηνο και τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται από αυτό, καθώς επίσης με τις στρατηγικές για τη βέλτιστη οικονομική διακυβέρνηση, την αποτελεσματική εφαρμογή του κράτους δικαίου και του Ευρωπαϊκού  Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων

“…ο αναπροσανατολισμός της πολιτικής συνοχής που είχε εισαχθεί με τη στρατηγική της Λισαβόνας και την «Ευρώπη 2020» παραμένει ισχυρός και μάλλον ενισχύεται περαιτέρω στη νέα προγραμματική περίοδο, ενώ η μείωση των ανισοτήτων εμφανίζεται πλέον ως αισθητά αποδυναμωμένος στόχος.”

Οι ανωτέρω κατευθύνσεις επιβεβαιώνουν ότι ο αναπροσανατολισμός της πολιτικής συνοχής που είχε εισαχθεί με τη στρατηγική της Λισαβόνας και την «Ευρώπη 2020» παραμένει ισχυρός και μάλλον ενισχύεται περαιτέρω στη νέα προγραμματική περίοδο, ενώ η μείωση των ανισοτήτων εμφανίζεται πλέον ως αισθητά αποδυναμωμένος στόχος.

Ένα νέο στοιχείο που εισάγεται στην αναπτυξιακή πολιτική είναι η άμεση σύνδεση του σχεδιασμού, της υλοποίησης και των εκταμιεύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης με μεταρρυθμίσεις. Υπήρχαν βεβαίως στα ΕΣΠΑ οι γνωστές «αιρεσιμότητες» ως προϋπόθεση υλοποίησης των προγραμμάτων, δεν αποτελούσαν όμως οργανικό μέρος του κάθε προγράμματος ούτε οι εκταμιεύσεις ήταν συνδεδεμένες με «ορόσημα» επίτευξής τους. Η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων ως συστατικών στοιχείων προγραμματισμού φαίνεται ότι θα παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην πολιτική συνοχής στα επόμενα χρόνια.

“Η χρηματοδότηση των κρατών μελών θα γίνεται από ένα μόνο ταμείο – το Ταμείο Ανάκαμψης […]Η προτεινόμενη νέα διαδικασία περιορίζεται στην υποβολή και έγκριση ενός Σχεδίου Ανάκαμψης που θα αποτελεί  παράρτημα του ετήσιου Εθνικού Σχεδίου Μεταρρυθμίσεων και θα περιλαμβάνει εξ αρχής και τα προς χρηματοδότηση έργα.”

Ριζοσπαστική ήταν η πρόταση – και οι σχετικές αποφάσεις –  ως προς τις μορφές παρέμβασης του Ταμείου Ανάκαμψης[22]: εγκατάλειψη των εδραιωμένων επί τριάντα χρόνια κανόνων και πρακτικών των Διαρθρωτικών  Ταμείων και  επάνοδος σε απλουστευμένη διαχείριση που παρέπεμπε στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ). Η χρηματοδότηση των κρατών μελών θα γίνεται από ένα μόνο ταμείο – το Ταμείο Ανάκαμψης – χωρίς κατηγορίες περιφερειών, χωρίς διακριτούς γενικούς και ειδικούς στόχους και προτεραιότητες και με πολύ ευρύ πεδίο επιλέξιμων δράσεων και έργων. Κόβοντας όλους τους δεσμούς με τους κανονισμούς των Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων, αφήνει κατά μέρος τις διαδικασίες που ήθελαν υποβολή και έγκριση ΕΣΠΑ, υποβολή και έγκριση επιχειρησιακών προγραμμάτων, έγκριση κριτηρίων επιλογής έργων, προκηρύξεις κ.λπ. πριν φθάσουν στον τελικό σκοπό, που είναι η έγκριση και χρηματοδότηση συγκεκριμένων έργων και παρεμβάσεων. Η προτεινόμενη νέα διαδικασία περιορίζεται  στην υποβολή και έγκριση ενός Σχεδίου Ανάκαμψης που θα αποτελεί  παράρτημα του ετήσιου Εθνικού Σχεδίου Μεταρρυθμίσεων και θα περιλαμβάνει εξ αρχής και τα προς χρηματοδότηση έργα. Αντί για τις πολλές εκατοντάδες σελίδων των κανονισμών των Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων, με λίγες δεκάδες σελίδων ο κανονισμός του Ταμείου Ανάκαμψης θα εξασφαλίσει την υλοποίηση παρέμβασης ίδιου μεγέθους με το ΕΣΠΑ.  Ως συνέπεια αυτού, εύλογα προκύπτει το ερώτημα γιατί δεν εφαρμόζεται ένας τέτοιος απλός κανονισμός και για τα διαρθρωτικά ταμεία, αντί για τις δαιδαλώδεις διαδικασίες που επιμόνως διατηρούν και οι νέοι κανονισμοί τους; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, κατά την άποψή μας, είναι ότι η εφαρμογή της νέας προσέγγισης μόνο στο Ταμείο Ανάκαμψης ήταν μόνο η αρχή και ότι – θα διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη – αυτή θα γενικευθεί σε όλες τις δράσεις της πολιτικής συνοχής ενδεχομένως και πριν τη λήξη της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027. Κάτι αντίστοιχο δεν είχε γίνει και με τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) που αρχικώς «έτρεχαν» παράλληλα με τις – τότε – παραδοσιακές δράσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων μέχρι το 1988, οπότε το μοντέλο τους γενικεύθηκε;

“…η εφαρμογή της νέας προσέγγισης μόνο στο Ταμείο Ανάκαμψης ήταν μόνο η αρχή και ότι – θα διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη – αυτή θα γενικευθεί σε όλες τις δράσεις της πολιτικής συνοχής.”

Ο αναπροσανατολισμός όμως της πολιτικής συνοχής δεν περιορίζεται στο περιεχόμενό της αλλά επεκτείνεται και στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και διαχείρισης. Έτσι, τη διαπραγμάτευση του κανονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης ανέλαβαν οι υπουργοί Οικονομικών, αφαιρώντας τον ρόλο αυτό από τους παραδοσιακούς παίκτες που ήταν τα υπουργεία αναπτυξιακού σχεδιασμού, όχι μόνο λόγω της άμεσης σύνδεσης των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης με μεταρρυθμίσεις – και όχι μόνο με έργα -, αλλά και πιθανώς επειδή θεωρήθηκε ότι η κρίση ήταν πολύ μεγάλη για να συμβιώσει με τις αγκυλώσεις και καθυστερήσεις του τότε υφισταμένου συστήματος της πολιτικής της συνοχής και τις επιπτώσεις τους στα ταμειακά διαθέσιμα και σε μια σειρά άλλων δεικτών της οικονομίας. Ας μην παραγνωρίζεται βεβαίως και το κίνητρο της απόκτησης εξουσίας σε έναν καινούργιο και πολλά υποσχόμενο χρηματοδοτικό μηχανισμό. Πάντως, η ανάθεση του κεντρικού ρόλου στους υπουργούς Οικονομικών συνεπάγεται κριτήρια σχεδιασμού που δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην με  αυτά της συνοχής.  Η είσοδός τους στον χώρο αυτό σηματοδοτεί την εισαγωγή μιας άλλης αντίληψης για την ανάπτυξη, με διαφορετικές προϋποθέσεις και προτεραιότητες, που αποκλίνει από τις αντιλήψεις που γέννησαν την πολιτική οικονομικής και κοινωνικής συνοχής.

“…τη διαπραγμάτευση του κανονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης ανέλαβαν οι υπουργοί Οικονομικών. […]Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η λύση που επελέγη τελικώς ήταν η δημιουργία μιας ειδικής Task Force υπό τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής.”

Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Γενική Διεύθυνση Περιφερειακής και Αστικής Πολιτικής (REGIO) δεν έχει, πρακτικά, ρόλο στον σχεδιασμό και την υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, επίσης επειδή θεωρήθηκε ότι είχε και αυτή ευθύνες για τις αγκυλώσεις του μέχρι τότε συστήματος εφαρμογής και για τις καθυστερήσεις στην υλοποίηση. Ούτε όμως  Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (ECFIN) κέρδισε την πρωτοκαθεδρία. Η σολομώντεια – αλλά και προσφορότερη – λύση που επελέγη τελικώς ήταν η δημιουργία μιας ειδικής Task Force υπό τη Γενική Γραμματεία της Επιτροπής. Πάντως η Γενική Διεύθυνση ECFIN προστέθηκε στη στενή ομάδα που διαπραγματευόταν τα υποβαλλόμενα σχέδια με τα κράτη μέλη, σε αντίθεση με τη Γενική Διεύθυνση REGIO που παρέμεινε ουσιαστικά απούσα και αμυντικά εξαντλούσε το ενδιαφέρον της στη διασφάλιση του σαφούς διαχωρισμού (demarcation) μεταξύ δράσεων ΕΣΠΑ και δράσεων Ταμείου Ανάκαμψης.

Πρόκειται  αναμφιβόλως για μια ήττα του υφισταμένου συστήματος σχεδιασμού και διαχείρισης της πολιτικής συνοχής και η ήττα αυτή είναι προϊόν της συσσωρευμένης αντίδρασης στις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και στις εξ αυτών μεγάλες καθυστερήσεις στη διαχρονική υλοποίηση των ΚΠΣ, αρχικώς, και των ΕΣΠΑ ακολούθως. Πρόκειται και για μια σαφή υποχώρηση της περιφερειακής πολιτικής αυτής καθ’ εαυτήν, η οποία είχε βεβαίως ούτως ή άλλως αλλοιωθεί  αφ’ ότου υποχρεώθηκε να συμμορφώνεται με τη στρατηγική της Λισαβόνας. Είναι δε κρίμα που οι διαδικαστικές υπερβολές στη διαχείριση των προγραμμάτων συνοχής, οδήγησαν, σε ό,τι τουλάχιστον αφορούσε το Ταμείο Ανάκαμψης, στην ακύρωση κατακτήσεων της μεταρρύθμισης του 1988, μεταξύ των οποίων ξεχώριζε ο πολυετής ολοκληρωμένος προγραμματισμός. Κατά την άποψή μας είναι θέμα χρόνου η επέκταση της διαδικασίας σχεδιασμού και υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης και στα παραδοσιακά πεδία της πολιτικής συνοχής (ΕΣΠΑ).

Λοιπές εξελίξεις κατά την περίοδο της κρίσης  που έχουν επιπτώσεις επί της πολιτικής συνοχής

 Η αντιμετώπιση της κρίσης μεταβάλλει  περαιτέρω τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των  ευρωπαϊκών  θεσμικών οργάνων

“Κατά την περίοδο της κρίσης ενισχύεται περαιτέρω η «διακυβερνητική» προσέγγιση έναντι της «κοινοτικής» μεθόδου.”

Κατά την περίοδο της κρίσης ενισχύεται περαιτέρω η «διακυβερνητική» προσέγγιση έναντι της «κοινοτικής» μεθόδου[23]. Πράγματι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε και εξακολουθεί να συμβαίνει στα ΕΣΠΑ, τα οποία εγκρίνονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα εθνικά σχέδια του ταμείου Ανάκαμψης εγκρίνονται από το Συμβούλιο Υπουργών, ενώ για τις εκταμιεύσεις απαιτείται γνωμοδότηση της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής (που αποτελείται από εκπροσώπους των κρατών-μελών), προβλέπεται δε και προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αν ένα κράτος-μέλος διαφωνεί.

Η ενίσχυση του «διακυβερνητισμού» ήταν ήδη εμφανής από την περίοδο της χρηματοοικονομικής κρίσης και έφερε νέες ισορροπίες μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών. Ο κυριότερος διακυβερνητικός θεσμός, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, είχε ήδη αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο, λόγω ακριβώς των μεγάλων δημοσιονομικών αποφάσεων που έπρεπε να ληφθούν. Η πρακτική αυτή συνεχίσθηκε και ενδυναμώθηκε κατά την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας, κατά την οποία μάλιστα ακόμη και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποκαθίσταται σε ορισμένες περιπτώσεις από τον γαλλο-γερμανικό άξονα, όπως στην περίπτωση της κοινής πρότασης Merkel- Macron για ανάληψη πρωτοβουλίας πρόσθετης χρηματοδότησης ύψους 500 δισ. ευρώ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιορίσθηκε, στα πρώτα τουλάχιστον στάδια της κρίσης, στην υλοποίηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, παραιτούμενη πρακτικά από το αποκλειστικό της δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας.

“Στο διαρκές παιχνίδι του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε συμμάχους τα οικονομικώς αδύναμα κράτη-μέλη […] η θεσμική αποδυνάμωσή της  συνεπάγεται μειωμένη δυνατότητά της για υποστήριξή τους.”

Η αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο «θεσμικό τρίγωνο» (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο Υπουργών, Ευρωπαϊκή Επιτροπή), παρά τα ενδεχόμενα βραχυπρόθεσμα οφέλη, δεν θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα υπέρ των λιγότερο ανεπτυγμένων κρατών και περιφερειών, και υπέρ της πολιτικής συνοχής, υπό την έννοια της μείωσης των περιφερειακών ανισοτήτων, έννοια υπό την οποία αποφασίσθηκε η ένταξή της στη Συνθήκη με την Ενιαία Πράξη το 1986. Στο διαρκές παιχνίδι του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε συμμάχους τα οικονομικώς αδύναμα κράτη-μέλη και, ενισχύοντας τους συμμάχους της, ενίσχυε και τη δική της θέση. Αντιστρόφως, η θεσμική αποδυνάμωσή της  συνεπάγεται μειωμένη δυνατότητά της για υποστήριξή τους.

Θεσπίζεται αναστολή ή διακοπή χρηματοδοτήσεων για τα κράτη-μέλη που δεν τηρούν τις αρχές του κράτους δικαίου

Στις 16 Δεκεμβρίου 2020 εγκρίθηκε ο κανονισμός «περί γενικού καθεστώτος  αιρεσιμότητας  για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης»[24]. Ήταν ο κανονισμός που μετασχημάτιζε σε μορφή νομικού κειμένου τις αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Ιουλίου και Δεκεμβρίου 2020 για τον σεβασμό του κράτους δικαίου και τις επιπτώσεις για όσα κράτη μέλη δεν θα τηρούσαν τις σχετικές υποχρεώσεις.

“Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπουργών κατέληξαν μεν στις 5 Νοεμβρίου, μετά από δύσκολη διαπραγμάτευση, σε συμφωνία επί του σχετικού σχεδίου κανονισμού που προέβλεπε την περικοπή ή και πλήρη αναστολή χρηματοδότησης με ευρωπαϊκούς πόρους των χωρών που παραβιάζουν τις αρχές του κράτους δικαίου, αλλά η Πολωνία και η Ουγγαρία εξακολουθούσαν να διαφωνούν.”

Η εκκρεμότητα που είχε αφήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουλίου 2020 ως προς την «αιρεσιμότητα» του σεβασμού του κράτους δικαίου έριχνε βαριά τη σκιά της στους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο υπουργών κατέληξαν μεν στις 5 Νοεμβρίου, μετά από δύσκολη διαπραγμάτευση, σε συμφωνία επί του σχετικού σχεδίου κανονισμού που προέβλεπε την περικοπή ή και πλήρη αναστολή χρηματοδότησης με ευρωπαϊκούς πόρους των χωρών που παραβιάζουν τις αρχές του κράτους δικαίου, αλλά η Πολωνία και η Ουγγαρία εξακολουθούσαν να διαφωνούν. Δεδομένου όμως ότι απαιτείτο για την έγκριση της πρότασης ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία, δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την έγκριση του κανονισμού. Αυτό που τους απέμενε – και τελικώς έκαναν – για να εμποδίσουν αυτή την έγκριση ήταν να εκβιάσουν τους λοιπούς 25 θέτοντας «βέτο» στην του πολυετούς  δημοσιονομικού  πλαισίου 2021-2027 και του Next Generation EU, δηλαδή του «πακέτου» του 1,8 τρισ. ευρώ. Με τη διατήρηση του βέτο των δύο εγκαλούμενων χωρών δεν μπορούσε να εγκριθεί το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027. Επομένως, δεν μπορούσαν  να εγκριθούν ούτε οι νέοι κανονισμοί των διαρθρωτικών ταμείων και του Ταμείου Ανάκαμψης, αφήνοντας έτσι μετέωρες τις ιστορικές αποφάσεις του Ιουλίου 2020.

“Η συμβιβαστική πρόταση της γερμανικής προεδρίας έπεισε τελικώς τις δύο χώρες να άρουν το βέτο τους.”

Η συμβιβαστική πρόταση της γερμανικής προεδρίας έπεισε τελικώς τις δύο χώρες να άρουν το βέτο τους. Η πρόταση άφηνε μεν αμετάβλητο το σχέδιο κανονισμού το οποίο η προεδρία είχε συμφωνήσει με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά πρόσθετε μια σειρά από προϋποθέσεις και δικλίδες ασφαλείας για τα εγκαλούμενα κράτη που καθιστούσαν πολύ δυσχερή έως ανέφικτη την εφαρμογή του. Ας υπογραμμισθεί ακόμη ότι ο κανονισμός που εγκρίθηκε δεν καλύπτει όλο το εύρος της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου αλλά πρακτικά εστιάζει στη λήψη μέτρων στις περιπτώσεις που η παραβίαση των αρχών του κράτους δικαίου θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγιή διαχείριση του προϋπολογισμού της ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό η γερμανική προεδρία έκαμψε  την πεισματική αντίδραση της Βαρσοβίας και της Βουδαπέστης, προσφέροντας ταυτοχρόνως στις υπόλοιπες είκοσι πέντε πρωτεύουσες  την ικανοποίηση ότι η προϋπόθεση του σεβασμού του κράτους δικαίου παρέμενε ισχυρή. Παράλληλα επέτυχε την έγκριση της απόφασης για τους Ιδίους Πόρους και του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027, πράγμα που ήταν προϋπόθεση για την έγκριση του κανονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης και των κανονισμών των  διαρθρωτικών ταμείων. Η συμφωνία και οι διαδικασίες εφαρμογής της συμφωνίας αποτυπώθηκαν στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου[25]του Δεκεμβρίου 2020. Το πρόβλημα βέβαια δεν λύθηκε οριστικά · απλά διευθετήθηκε προσωρινά. Οι δε πόροι συνοχής, όπως και οι λοιπές χρηματοδοτήσεις από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., ανελάμβαναν εφεξής και ρόλο «σωφρονιστικό», έστω και αν οι δυσκολίες υλοποίησης της απόφασης δεν τους επέτρεπαν να ανταποκριθούν έμπρακτα στην υποχρέωση αυτή.

Συμπεράσματα

Η κρίση της πανδημίας επηρέασε σημαντικά και θα συνεχίσει να επηρεάζει την πολιτική συνοχής της ΕΕ όπως και την όλη  διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι περισσότερες επιπτώσεις θα είναι θετικές χωρίς όμως να λείπουν και οι αρνητικές.

Αρχίζοντας από τις δεύτερες, σημειώνεται ότι τη χαλάρωση των κανόνων ανταγωνισμού, όσο και αν ήταν απαραίτητη στο εσωτερικό ακόμη και των πιο αδύναμων οικονομικά χωρών, σε ευρωπαϊκό επίπεδο οξύνει τις περιφερειακές ανισότητες, τυχόν δε διατήρησή της στο μέλλον θα προκαλέσει μεγέθυνση των αναπτυξιακών ανισορροπιών.

Περνώντας στην πολιτική συνοχής αυτήν καθ’ εαυτήν, παρατηρείται μια περαιτέρω ενίσχυση του αναπροσανατολισμού της προς τις κατευθύνσεις της στρατηγικής της Λισαβόνας, εις βάρος της βασικής γενεσιουργού αιτίας της που ήταν η μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων μαζί με την άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων από την εφαρμογή μεγάλων πολιτικών, όπως η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η οικονομική και νομισματική ένωση.

Στις όχι θετικές πλευρές της αντιμετώπισης της πανδημίας θα συγκαταλέξουμε επίσης την ενίσχυση του διακυβερνητισμού στη λειτουργία της Ε.Ε., την άμεση εμπλοκή των υπουργείων Οικονομικών και των ομολόγων τους υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην ευρύτερη πολιτική συνοχής και την ατολμία – μήπως και απροθυμία; – των αρμόδιων υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να προτείνουν τις  αναγκαίες τομές στη λειτουργία των διαρθρωτικών ταμείων.

Εξετάζοντας ακολούθως τις – πολύ περισσότερες – θετικές πλευρές της αντιμετώπισης της κρίσης της πανδημίας, ειδικά για τις παραδοσιακές «χώρες συνοχής», θα σημειώσουμε αρχικώς τη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και κυρίως τη διαγραφόμενη – και διεκδικούμενη – προοπτική για διαφορετική μεταχείριση των δαπανών για επενδύσεις σε υποδομές και σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Θα επισημάνουμε επίσης την αναγνώριση της ανάγκης ριζικών αλλαγών και βελτιώσεων στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση της αναπτυξιακής πολιτικής, που προχώρησε ελάχιστα στα Διαρθρωτικά Ταμεία αλλά βρήκε την έκφρασή της στο Ταμείο Ανάκαμψης.

Κορυφαία όμως στιγμή στην αντιμετώπιση της κρίσης είναι η απόφαση για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης που συμπαρέσυρε τον προϋπολογισμό της Ε.Ε., και τους πόρους συνοχής ειδικότερα, σε ύψη αδιανόητα μέχρι πρότινος, ενώ η έκδοση αμοιβαίου χρέους και η θέσπιση νέων ιδίων πόρων συνιστούν ένα πραγματικό άλμα προς τη δημοσιονομική ένωση.

Η σημασία της δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης ξεπερνά εν τούτοις τα δημοσιονομικά πλαίσια. Με τη δημιουργία του είναι η πρώτη φορά που μια πολιτική με σαφή αναπτυξιακά και αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά, δηλαδή με χαρακτηριστικά πολιτικής συνοχής, αφορά συμμετρικά όλα τα κράτη μέλη και όλους τους πολίτες της Ένωσης. Για παράδειγμα, η Γερμανία και η Γαλλία είναι μεταξύ των περισσότερο επωφελούμενων χωρών από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Είναι η πρώτη φορά που οι πολίτες των χωρών/καθαρών συνεισφορέων του βορρά έχουν το ίδιο πρόβλημα  με τους πολίτες της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης και συνασπίζονται στην προσπάθεια αντιμετώπισής του. Ίσως εξ αιτίας αυτού να  ήλθε η στιγμή που π.χ. οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί φορολογούμενοι θα συνειδητοποιήσουν  ότι ανήκουν σε ένα ευρύτερο σύνολο με κοινές αξίες και κοινούς στόχους και ότι η συναντίληψη στην αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη όχι μόνο αυτού του συνόλου αλλά και για την ίδια την οικονομία της χώρας τους και, εν τέλει, για τη διασφάλιση του δικού τους προσωπικού συμφέροντος.

Είναι, λοιπόν, η πρώτη φορά που δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να αποκτήσει η ευρωπαϊκή πολιτική συνοχής το πλήρες εύρος της. Που δεν θα αφορά μόνο τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών αλλά θα είναι κάτι πολύ ευρύτερο : η εδραίωση, δηλαδή,  ενός δεσμού που θα συνδέει τους ευρωπαίους πολίτες μεταξύ τους, τους ευρωπαίους πολίτες που θα μοιράζονται τις ίδιες αξίες, θα συστρατεύονται για να επιτύχουν κοινούς στόχους  και θα απολαμβάνουν  τους καρπούς της κοινής προσπάθειας. Η στιγμή είναι πραγματικά ιστορική όχι μόνο για την πολιτική συνοχής αλλά γενικότερα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η πολιτική της σημασία θα αποδειχθεί μεγαλύτερη από την οικονομική[26].

Βιβλιογραφία

ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2020), Ανακοίνωση της Επιτροπής : 1η Τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID-19 – C(2020) 2215 final Βρυξέλλες, 3.4.2020 – Ανακοίνωση της Επιτροπής : 2η Τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID-19, C(2020) 3156, 8 Μαίου 2020. – Ανακοίνωση της Επιτροπής: 3 η τροποποίηση του προσωρινού πλαισίου για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID-19, C(2020) 4509 final, 29.6.2020.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2020), Κανονισμός (ΕΕ ( 2020/460 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 30ής Μαρτίου 2020 για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013 και (ΕΕ) αριθ. 508/2014 όσον αφορά ειδικά μέτρα για την κινητοποίηση επενδύσεων στα συστήματα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των κρατών μελών και σε άλλους τομείς των οικονομιών τους για την αντιμετώπιση της επιδημικής έκρηξης του COVID-19 (Πρωτοβουλία Επενδύσεων για την Αντιμετώπιση του Κορωνοϊού), Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 99,31.3.2020.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο των Ε.Κ.(2020),Κανονισμός (ΕΕ) 2020/558 της 23.4.2020 για τροποποίηση κανονισμών 1301/2013 και 1303/2013 όσον αφορά ειδικά μέτρα για την παροχή έκτακτης ευελιξίας στη χρήση των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων για την αντιμετώπιση της επιδημικής έκρηξης COVID-19, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 130 , 24.4.2020.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο της ΕΕ (2020), Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2092 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2020 περί γενικού καθεστώτος αιρεσιμότητος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 433 I, 22.12.2020.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (2020α), Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 17-21 Ιουλίου 2020, EUCO 10/20, 21 Ιουλίου 2020.

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (2020β), Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου 10-11 Δεκεμβρίου 2020, EUCO 22/20, 11 Δεκεμβρίου 2020.

Ναυτεμπορική (2020), Πρόταση ΕΚΤ για μόνιμο ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, 24.9.2020.

Ιωακειμίδης, Π.Κ. & Κρητικός, Α.(2020), “Το Ταμείο Ανάκαμψης ως καταλύτης θεσμικών εξελίξεων στην ΕΕ”, εφημερίδα Τα Νέα , 15.6.2020.

Κρητικός, Α. (2021), “Η πολιτική συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης- Η εξέλιξή της στις μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής ενοποίησης”, Αθήνα, Εκδόσεις Επίμετρο (υπό έκδοση).

Μόντι, Μ.(2021), Συνέντευξη στην εφημερίδα Καθημερινή, 21.3.2021.

Συμβούλιο της ΕΕ (2020), Κανονισμός(ΕΕ) 2020/672 του Συμβουλίου σχετικά με τη θέσπιση ευρωπαϊκού μέσου προσωρινής στήριξης για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (SURE) λόγω της επιδημικής έκρηξης της COVID-19, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, L 159, 20.5.2020.

Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων (2020), Εθνική Αρχή Συντονισμού ΕΣΠΑ, ΕΥΣΣΑ , 2η Εγκύκλιος για την προετοιμασία του σχεδιασμού των Προγραμμάτων 2021-2027, 25 Νοεμβρίου 2020.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

COM (2020) 123 final, Communication from the Commission to the Council on the activation of the general escape clause of the Stability and Growth Pact, Brussels, 20.3.2020.

Conseil Européen de Lisbonne (2000), Conclusions de la Présidence, 23 et 24 mars 2000.

Council of the EU (2020), Press Release, Eurogroup Statement on the Pandemic Crisis Support, 8.5.2020.

European Commission (2020a), Europe’s moment-Repair and prepare for the next generation, Press Release 27.5.2020, Brussels.

European Commission (2020b), The EU budget powering the recovery plan for Europe, Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions, The EU budget powering the recovery plan for Europe, COM (2020) 442 final, 27.5.2020, Brussels.

European Commission (2020c), Communication from the Commission, Temporary Framework for State aid measures to support the economy in the current COVID-19 outbreak  –  C (2020) 1863 final, Brussels, 19.3.2020.

European Commission (2020d), Proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council amending Regulation (EU) No 1303/2013 as regards exceptional additional resources and implementing arrangements under the Investment for growth and jobs goal to provide assistance for fostering crisis repair in the context of the COVID-19 pandemic and preparing a green, digital and resilient recovery of the economy (REACT-EU), COM (2020) 451 final 28.5.2020.

European Commission (2020e), Amended proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council  laying down common provisions on the European Regional Development Fund, the European Social Fund Plus, the Cohesion Fund, the Just Transition Fund and the European Maritime and Fisheries Fund and financial rules for those and for the Asylum and Migration Fund, the Internal Security Fund and the Border Management and Visa Instrument, COM (2020) 450 final, 28.5.2020 και COM (2020) 450 final , Annex, 28.5.2020  –  Amended proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council on the European Regional Development Fund and on the Cohesion Fund, COM (2020) 452 final, 28.5.2020 – COM (2020) 447 final, 2018/0206 (COD) –  Amended proposal for a Regulation of the European Parliament and of the Council  on the European Social Fund Plus (ESF+), COM(2020) 447 final, 28.5.2020.

Le Maire, B. (2020), “Europe Evaded Catastrophe By a Hair’s Breadth”, Interview, Der Spiegel international, 16.6.2020.

Regulation (EU) 2021/241 of the European Parliament and of the Council of 12 February 2021 establishing the Recovery and Resilience Facility. Regulation (EU) 2021/241 of the European Recovery and Resilience Facility. OJ L 57, 18.2.2021.

[1] Κρητικός (2021:143).

[2] Council of the EU (2020).

[3] Συμβούλιο της ΕΕ (2020).

[4]  Μόντι (2021).

[5] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2020).

[6]  COM(2020) 123 final.

[7] European Commission (2020c).

[8] Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2020).

[9] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2020).

[10] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (2020α).

[11]  Κρητικός (2021:146).

[12] European Commission (2020e).

[13] European Commission (2020d).

[14] European Commission(2020a, 2020b).

[15] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (2020α).

[16] Βλ.συνέντευξη Γάλλου υπουργού Β. Le Maire  (2020) “Europe Evaded Catastrophe By a Hair’s Breadth”, Interview, Der Spiegel international, 16.6.2020.

[17] Ιωακειμίδης et al (2020).

[18] Ναυτεμπορική (2020).

[19] Conseil Européen de Lisbonne (2000).

[20] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (2020α), σημείο 37.

[21] Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων (2020).

[22] Regulation (EU) 2021/241.

[23] Η κοινοτική μέθοδος χαρακτηρίζεται από το αποκλειστικό δικαίωμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αναλαμβάνει νομοθετική πρωτοβουλία, την εξουσία συναπόφασης του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τη χρήση της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο (EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

[24] Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο της ΕΕ (2020).

[25] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (2020β).

[26] Κρητικός (2021:161).