• Η ένταξη της Ελλάδας στην Πρωτοβουλία 17+1 μπορεί να θεωρηθεί ως βήμα «Εξευρωπαϊσμού» του Πεκίνου, προς όφελος της Αθήνας, καθώς και των άλλων συμμετεχόντων σε αυτήν. Η Κίνα δεν επιδιώκει να ανταγωνιστεί την ΕΕ, αλλά να συμπληρώσει τις οικονομικές δραστηριότητες της ΕΕ.
  • Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής και θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της Κίνας από την Ευρώπη, βοηθώντας επίσης την Κίνα να κατανοήσει καλύτερα την ΕΕ.
  • Παρά τον συνεχιζόμενο ανταγωνισμό Κίνας-HΠΑ στην περιοχή, η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες και να διευκολύνει συνέργειες – όπως συνέβη με τη Συμφωνία των Πρεσπών, που άνοιξε το δρόμο στην Ελλάδα να ενταχθεί στην πλατφόρμα συνεργασίας Κίνας-Χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
  • Η επωφελής επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά έχει μετατρέψει την περιοχή σε κόμβο μεταφόρτωσης. Όπως υποδηλώνει το αναπτυξιακό σχέδιο της ελληνικής οικονομίας, τα έργα διασύνδεσης έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν την ελληνική ανάκαμψη μετά τον COVID-19.
  • Η Ελλάδα μπορεί να μοιραστεί με τους εταίρους της το success story των κινεζικών επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους της ΕΕ. Αυτές οι επενδύσεις ανοίγουν συχνά το δρόμο για συνέργειες των επιχειρήσεων μεταξύ διαφορετικών παραγόντων – για παράδειγμα, στον (πράσινο) ενεργειακό τομέα – και μπορούν να συνδυαστούν με επιχορηγήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης.
  • Η Ελλάδα και η Κίνα έχουν ενισχύσει τη συνεργασία τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, στα πλαίσια της Πρωτοβουλίας 17+1. Αυτή η συνεργασία μπορεί να επεκταθεί στην ψηφιακή οικονομία και στην καινοτομία και να ενισχύσει περαιτέρω τις ελληνικές εξαγωγές, όχι μόνο προς την Κίνα αλλά και προς άλλες χώρες.

Μπορείτε να διαβάσετε το Κείμενο πολιτικής, που υπογράφει ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος, Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ, εδώ (στα Αγγλικά).