Ενώ οι προενταξιακές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας έχουν παγώσει, οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των δύο μερών, βασισμένες στην Τελωνειακή Ένωση (ΤΕ), παραμένουν ισχυρές. Παρόλα αυτά, η ΤΕ έχει αρχίσει να θεωρείται όλο και περισσότερο ανεπαρκής από διάφορους πολιτικούς παράγοντες και ειδικούς και από τις δύο πλευρές εξαιτίας του ραγδαίως μεταβαλλόμενου παγκόσμιου οικονομικού και εμπορικού περιβάλλοντος. Γενικά είναι αποδεκτό ότι ο εκσυγχρονισμός της ΤΕ μπορεί να ωφελήσει την ΕΕ τόσο αναφορικά με την ενίσχυση της πολιτικής της επιρροής στην Τουρκία όσο και σε σχέση με τα θέματα εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου της ΤΕ. Από την πλευρά της Τουρκίας ενδεχόμενος εκσυγχρονισμός της ΤΕ αναμένεται ότι θα ενισχύσει τόσο οικονομικά την χώρα όσο και σε σχέση με τις διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις και τον διεθνή ανταγωνισμό. Η Ελλάδα με τη σειρά της μπορεί, επίσης, να ωφεληθεί οικονομικά από τον εκσυγχρονισμό της ΤΕ σε διάφορους τομείς είτε άμεσα είτε έμμεσα (π.χ. στον αγροτικό τομέα, στον τομέα των δημοσίων διαγωνισμών, στον τομέα των επενδύσεων και στον τουριστικό τομέα). Παρόλα αυτά, φαίνεται να υπάρχει μία διάχυτη απροθυμία από τους Έλληνες πολιτικούς και διαμορφωτές αποφάσεων να δώσουν το πράσινο φως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαπραγματευτεί τον εκσυγχρονισμό της ΤΕ με την Τουρκία. Επιπρόσθετα, Έλληνες γραφειοκράτες, οικονομικές ελίτ και αναλυτές δεν πιέζουν προς μία κατεύθυνση θετικής οικονομικής ατζέντας με την Τουρκία. Ο κύριος λόγος είναι ότι η διάχυτη ανησυχία σε σχέση με τα υφιστάμενα και συνεχώς επιδεινούμενα ζητήματα ασφάλειας κυριαρχεί επί των οικονομικών υπολογισμών και ενδεχόμενων οφελημάτων. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του γεγονότος ότι οποιαδήποτε επένδυση πολιτικού κεφαλαίου από Έλληνες πολιτικούς προς την κατεύθυνση της έναρξης των διαπραγματεύσεων για εκσυγχρονισμό της ΤΕ μεταφράζεται σε απώλειες ως προς την εικόνα τους στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα εξαιτίας της επιθετικής και κλιμακούμενης πολιτικής που ακολουθεί η Τουρκία έναντι της Ελλάδας τουλάχιστον κατά την τελευταία πενταετία. Αντίστοιχα, τα οικονομικά κέρδη για την Ελλάδα από τον εκσυγχρονισμό της ΤΕ ενδέχεται να υπάρξουν στο απώτερο μέλλον. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δείχνουν έτσι εγκλωβισμένες σε έναν φαύλο κύκλο όσον αφορά στο ζήτημα του εκσυγχρονισμού της ΤΕ καθώς η Ελλάδα δυσκολεύεται να υποστηρίξει την έναρξη των διαπραγματεύσεων από τη στιγμή που αισθάνεται απειλούμενη από την Τουρκία ενώ η Τουρκία αισθανόμενη απομονωμένη από την ΕΕ ως προς τις διεθνείς εξελίξεις σε θέματα εμπορίου δεν είναι διατεθειμένη να εγκαταλείψει της επιθετική και μαξιμαλιστική της συμπεριφορά έναντι της Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι το ζήτημα της ασφάλειας κυριαρχεί έναντι των πιθανών οικονομικών ωφελημάτων από την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας τόσο το κυβερνών κόμμα όσο και τα κόμματα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης θα συναινούσαν στην έναρξη των διαπραγματεύσεων για την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης υπό την προϋπόθεση της ένταξης σειράς προϋποθέσεων που η Ελλάδα θεωρεί σημαντικές και αφορούν στους τομείς της ασφάλειας, της άμυνας και της διαχείρισης της μεταναστευτικής πρόκλησης.

Το κείμενο πολιτικής, που μπορείτε να διαβάσετε εδώ (στα αγγλικά) υπογράφουν ο Καθηγ. Παναγιώτης Τσάκωνας, Κύριος Ερευνητής, Επικεφαλής Προγράμματος Ασφάλειας και ο Δρ Αθανάσιος Μανής, Ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Το συγκεκριμένο κείμενο πολιτικής χρηματοδοτήθηκε από το Centre for Applied Turkey Studies (CATS) του German Institute for International and Security Affairs (Stiftung Wissenschaft und Politik/SWP).