Η περίπλοκη «εξίσωση» που συνδέει τις οικονομικές κρίσεις που ξέσπασαν σε ΕΕ και Λατινική Αμερική με τις επιπτώσεις που αυτές είχαν όχι μόνο στις ισορροπίες των πολιτικών συστημάτων των χωρών που επλήγησαν, αλλά και με την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας τους αποτελεί τον βασικό άξονα του Συνεδρίου με θέμα: «Η Διαχείριση της Κρίσης και η Δημοκρατία στην ΕΕ και στην Λατινική Αμερική: Διδάγματα» που διοργάνωσε στις  27 Ιουνίου το Παρατηρητήριο για την Κρίση του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

Πως επηρεάστηκε το ελληνικό πολιτικό σύστημα και η νομιμοποίηση της ΕΕ κατά τη διάρκεια των Μνημονίων; Ποιο είναι το μέλλον της δημοκρατίας στην Ευρώπη μετά την κρίση και ποιοι μηχανισμοί οδήγησαν στην μετατροπή των οικονομικών κρίσεων σε κρίσεις πολιτικής στα κράτης της Λατινικής Αμερικής; Πως πρέπει να «διαβαστούν» τα αποτελέσματα των πρόσφατων Ευρωεκλογών σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση;

Σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα απάντησαν κορυφαίοι Έλληνες και ξένοι ομιλητές που συμμετείχαν στο Συνέδριο που διοργανώθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Jean Monnet Network «Κρίση-Ισότητα-Δημοκρατία για την Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική», που υλοποιεί από το 2016 το Παρατηρητήριο για την Κρίση του ΕΛΙΑΜΕΠ.

«Η κρίση χρέους της ΕΕ αποτελεί ένα ζήτημα που μας προβληματίζει ιδιαίτερα. Ήταν όχι μόνο μία πολιτική και οικονομική κρίση, αλλά και μία κρίση δημοκρατίας και νομιμοποίησης» ανέφερε η κύρια ομιλήτρια της εκδήλωσης, Vivien Schmidt, Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, τονίζοντας παράλληλα ότι μετά το ξέσπασμα της κρίσης παρατηρείται μεταβολή των χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήματος της ΕΕ. Σύμφωνα με την ίδια, «το ερώτημα που τίθεται για το μέλλον της δημοκρατίας στην Ευρώπη είναι διττό: 1) Πως θα κυβερνηθεί η Ευρωζώνη με τρόπους που θα οδηγήσουν σε επίλυση των οικονομικών προβλημάτων και 2) Πως θα γίνει αυτό με τρόπους που θα ενισχύεται η δημοκρατική νομιμοποίηση σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο».

Κατά τη διάρκεια του πρώτου πάνελ με θέμα «Διαχείριση της Ευρωπαϊκής Κρίσης και Δημοκρατία: Ευρωπαϊκές και Εθνικές Πτυχές» η Eleonora Poli, από το Instituto Affari Internationali (IAI) περιέγραψε τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που οδήγησαν στην επικράτηση του Ευρωσκεπτικισμού και του λαϊκισμού στο ιταλικό πολιτικό σύστημα, ενώ ο  Γιώργος Ανδρέου από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)  αναφέρθηκε στις αλλαγές του ελληνικού πολιτικού και κομματικού συστήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Παράλληλα, ο André Freire, από το ISCTE-IUL- Lisbon University Institute, εστίασε στην κατάσταση της πορτογαλικής δημοκρατίας πριν και μετά την παρέμβαση της Τρόικας, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες του Νότου, στην Πορτογαλία τα επίπεδα εκλογικής αστάθειας και το μοντέλο του κομματικού συστήματος παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητα».

«Η Ευρωζώνη δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει μία τέτοιου μεγέθους την κρίση» είπε ο επικεφαλής του Παρατηρητηρίου για την Κρίση, αναπληρωτής Καθηγητής, Δημήτρης Κατσίκας. Και πρόσθεσε: «Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η κρίση υποβάθμισε την νομιμοποίηση της Ευρωζώνης/ ΕΕ, ιδιαίτερα στις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης», καθώς τα Μνημόνια (MoUs) υπονόμευσαν την δημοκρατική νομιμοποίηση τόσο σε επίπεδο θεσμικού πλαισίου, όσο και σε ό,τι αφορά τους όρους των συμφωνιών και το περιεχόμενο των επιβληθέντων πολιτικών.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις πραγματοποιήθηκαν και κατά τη διάρκεια του δεύτερου πάνελ με θέμα: «Από Οικονομικές σε Πολιτικές Κρίσεις στη Λατινική Αμερική: Επιπτώσεις για τη Δημοκρατία». Όπως ανέφερε ο Kai Lehman από το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, αυτή τη στιγμή η Βενεζουέλα βρίσκεται ενώπιον τριών, διασυνδεόμενων κρίσεων: μίας οικονομικής, μίας κοινωνικής και ανθρωπιστικής (κατάρρευση δημόσιας υγείας και μετανάστευση), καθώς και μίας πολιτικής κρίσης. Ο ίδιος όμως επεσήμανε πως προτεραιότητα της διεθνούς κοινότητας θα πρέπει να είναι η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης καθώς φαίνεται δύσκολο αυτή τη στιγμή η αποφυγή της ταξικής σύγκρουσης στη χώρα.

Ειδικότερα για την Βραζιλία, η Bettina Guilherme από το Ινστιτούτο IRELAC είπε: «Η κρίση στη Βραζιλία οφείλεται στην απληστία, τη διαφθορά, τις ανισορροπίες των πολιτικών δυνάμεων και στην κατάχρηση εξουσίας του δικαστικού σώματος», ενώ η Andrea Hoffmann, από το Pontifical Catholic University του Ρίο ντε Τζανέιρο, περιέγραψε την ανατροπή των πολιτικών και κοινωνικών δεδομένων στη Βραζιλία κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, που οδήγησαν στην άνοδο των κυβερνήσεων Temer και Βοlsonaro.

Αναφερόμενος στις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η δημοκρατία στη σύγχρονη Λατινική Αμερική, ο Olivier Dabène από το Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της SciencesPo υποστήριξε ότι η Λατινική Αμερική μπορεί μεν να διάγει την πιο δημοκρατική περίοδο στην ιστορία της, χρειάζεται ωστόσο να εξακολουθήσει να εργάζεται για την αποτελεσματικότερη «περιφρούρηση» της αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας.

Ανοίγοντας την Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης με θέμα: «Αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των Ευρωπαϊκών Εκλογών: Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και Δημοκρατίας», η Stephanie Griffith Jones, από το Πανεπιστήμιο Columbia, εστίασε στην αναγκαιότητα να αποκτήσει η ΕΕ ένα νέο όραμα που θα συσπειρώνει όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις, αλλά και θα δημιουργεί νέους θεσμούς και πολιτικές. Στο πλαίσιο αυτό, είπε η κα Jones, θα πρέπει όλοι να σκεφτούμε και να επαναξιολογήσουμε τις δημοσιονομικές και αναπτυξιακές πολιτικές, καθώς και τα «εργαλεία» για την ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Από την πλευρά του, ο Christian Ghymers Hanot, Πρόεδρος του IRELAC τόνισε πως θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ο τρόπος που αντιμετωπίζονται τα οικονομικά προβλήματα, εκφράζοντας παράλληλα την άποψη ότι υπάρχει ανάγκη διεθνούς συναίνεσης προκειμένου να επιλυθούν ζητήματα, όπως είναι οι ανισορροπίες του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος.

Αποτιμώντας τα αποτελέσματα των Ευρωπαϊκών Εκλογών, ο Γιώργος Παγουλάτος, Αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών εκτίμησε πως «το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών δεν ήταν τελικά τόσο υπέρ των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, όπως οι περισσότεροι είκαζαν». Υπογράμμισε επίσης ότι η ΕΕ κυβερνάται μέσω μεγάλων συνασπισμών, κάτι που ναι μεν δημιουργεί μεγαλύτερες συναινέσεις, από την άλλη όμως δυσκολεύει και τη λήψη αποφάσεων και την ταχύτερη προώθηση των πολιτικών.

Σχολιάζοντας το διαμορφωθέν πολιτικό τοπίο στην ΕΕ, ο  Λουκάς Τσούκαλης, Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και Καθηγητής της SciencesPo επεσήμανε πως παρά τις Κασσάνδρες, η ΕΕ επεβίωσε τόσο από την οικονομική όσο και από την μεταναστευτική κρίση, ενώ την ίδια ώρα το BREXIT και οι πολιτικές του Trump τελικά λειτούργησαν ενοποιητικά.

Αναλύοντας, δε, το αποτέλεσμα των πρόσφατων Ευρωεκλογών – τις οποίες και χαρακτήρισε ως τις πιο «ευρωπαϊκές εκλογές» των τελευταίων 20 ετών στην ΕΕ- ο κ. Τσούκαλης αξιολόγησε με θετικό πρόσημο την περιορισμένη αύξηση των ποσοστών των εθνικιστών και της ακροδεξιάς καθώς και την παράλληλη αύξηση των ποσοστών των «Πρασίνων», τάση που εκτίμησε πως θα συνεχιστεί. Προειδοποίησε, ωστόσο, πως για την αναχαίτιση του λαϊκιστικού κύματος θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά προβλήματα που οι λαϊκιστές θέτουν στην ατζέντα τους και για τα οποία συνήθως οι ίδιοι προτείνουν εύκολες, μη ρεαλιστικές λύσεις.