TSOUKALISΤ​​ο ζην επικινδύνως έχει γίνει το ανεπίσημο σύνθημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης τα τελευταία χρόνια. Αλλεπάλληλες κρίσεις δοκιμάζουν την εσωτερική συνοχή της Ενωσης και την αντοχή των κοινών ευρωπαϊκών θεσμών. Μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, το συλλογικό ένστικτο επιβίωσης παρέμενε ισχυρό, έστω και αν η Ευρώπη έβγαινε, ύστερα από κάθε νέα δοκιμασία, περισσότερο αδύναμη και με πολλά τραύματα. Τελικά όμως δεν μπόρεσε να αποφύγει το μεγάλο ατύχημα που ήρθε με την απόφαση των Βρετανών να αποχωρήσουν.

Η Βρετανία είχε, από το ξεκίνημα, μια δύσκολη και προβληματική σχέση με το ευρωπαϊκό εγχείρημα, προϊόν ιστορίας και γεωγραφίας. Ηταν ένας γάμος συμφέροντος, σίγουρα όχι από έρωτα. Και ο γάμος αυτός άρχισε να πηγαίνει ολοένα και πιο στραβά όσο η ευρωπαϊκή ενοποίηση προχωρούσε, κυρίως μετά τη δημιουργία του ευρώ, ακόμη περισσότερο με τη χρηματοπιστωτική κρίση που μετατράπηκε γρήγορα σε υπαρξιακή κρίση του ευρώ και της Ευρώπης γενικότερα, ενώ η αύξηση των μεταναστευτικών ροών προσέφερε ισχυρά επιχειρήματα σε εκείνους που, ούτως ή άλλως, δεν ήθελαν την Ευρώπη.

Το δημοψήφισμα της προηγούμενης βδομάδας δίχασε σε ακραίο βαθμό τους Βρετανούς, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά με τα δημοψηφίσματα. Ο διχασμός αυτός έχει γεωγραφικό, μορφωτικό, ταξικό και γενεακό πρόσημο: τα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως οι νέοι και οι περισσότερο μορφωμένοι ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην Ευρώπη. Και αυτό που πιθανότατα θα δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τα πράγματα είναι ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Σκωτίας ψήφισε υπέρ της Ευρώπης (όπως άλλωστε του Λονδίνου και της Β. Ιρλανδίας), ενώ ο αγγλικός εθνικισμός υπήρξε η κινητήρια δύναμη της άλλης πλευράς. Θα αντέξει άραγε το Ηνωμένο Βασίλειο το διαζύγιο με την Ευρώπη; Ή μήπως θα αναζητήσει τελικά κάτι μεταξύ διαζυγίου και γάμου, μια μεταμοντέρνα εκδοχή της παράνομης σχέσης που δεν τολμάει να πει το όνομά της;

Οι δημαγωγοί έδωσαν τον τόνο χωρίς προφανώς να κάνουν τον κόπο να σκεφτούν τι θα γίνει την επόμενη μέρα. Και τώρα ψάχνονται, τουλάχιστον όσοι από αυτούς βλέπουν την πιθανότητα να διαχειριστούν οι ίδιοι τις συνέπειες της λαϊκής ετυμηγορίας. Δεν θα περιμέναμε τόσο χαμηλό επίπεδο διαλόγου και πολιτικής αντιπαράθεσης σε μια ώριμη δημοκρατία όπως αυτή της Βρετανίας. Είναι και αυτό όμως σημάδι των καιρών που ζούμε. Το κωμικοτραγικό της ιστορίας είναι ότι οι δημαγωγοί που ανέλαβαν να εκφράσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια (και οργή) προέρχονταν κυρίως από τις κοινωνικές και πολιτικές ελίτ της χώρας, σπουδασμένοι στα καλύτερα σχολεία και πανεπιστήμια, όπου είχαν μάθει μεταξύ άλλων να επιχειρηματολογούν πειστικά για οποιοδήποτε θέμα, υπέρ ή κατά αδιαφόρως. Ο απόλυτος κυνισμός στην πολιτική είναι τόσο επικίνδυνος όσο και αποκρουστικός.

Καταδικάζοντας, με την απαραίτητη δόση αποστροφής, τον λαϊκισμό δεν σημαίνει ότι έτσι ξεμπερδεύουμε με το πρόβλημα. Ο λαϊκισμός εκφράζεται συνήθως με χαρισματικούς ηγέτες (ή δημαγωγούς) που προσποιούνται ότι υπάρχουν εύκολες και απλές λύσεις σε εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα επενδύοντας ταυτόχρονα στην (φαντασιακή εν πολλοίς) αντιδιαστολή μεταξύ αγνού λαού και διεφθαρμένων ελίτ. Μέχρι να έρθουν (αν έρθουν) και αυτοί στην εξουσία – και τότε αρχίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα. Ομως, η άνοδος του λαϊκισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, με δεξιό κυρίως πρόσημο στη βόρεια Ευρώπη και αριστερό στη νότια, έχει πολύ συγκεκριμένες αιτίες. Δεν βγήκε από το πουθενά. Τα τελευταία 20-30 χρόνια, η ευρωπαϊκή ενοποίηση ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με την παγκοσμιοποίηση σε ένα νεοφιλελεύθερο πολιτικό πλαίσιο. Η δημοκρατία υποχωρεί έναντι των αγορών, οι ανισότητες μεγαλώνουν, ενώ η ανάπτυξη παραμένει αργή και η αβεβαιότητα μετατρέπεται σε φόβο για όσους αισθάνονται ότι η ιστορία τούς αφήνει πίσω – και είναι πολλοί. Παρά τη βρετανική ιδιαιτερότητα, αυτό το στοιχείο έπαιξε πολύ δυνατά στο στρατόπεδο όσων ψήφισαν να φύγει η Βρετανία από την Ε.Ε. Το μεταναστευτικό χρησίμευσε ως καταλύτης ενεργοποιώντας τα φοβικά ένστικτα των χαμένων από τον μεγάλο οικονομικό μετασχηματισμό που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες. Φταίει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, ή μήπως είναι και αυτή μία ακόμη παράπλευρη απώλεια της βαθύτερης κρίσης στις προηγμένες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου; Ο,τι και να ’ναι όμως, δεν βοηθάει πολύ να καταδικάζουμε τους λαϊκιστές όσο δεν αντιμετωπίζουμε τους λόγους της λαϊκής δυσαρέσκειας που τους τρέφουν.

Θα μπορέσει η Ευρώπη να δώσει μια ουσιαστική και συλλογική απάντηση σε αυτά τα μεγάλα θέματα; Σε αυτά θα κριθεί κυρίως η τύχη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, περισσότερο στις πρωτεύουσες των μεγάλων χωρών και λιγότερο στις Βρυξέλλες. Μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, η Ευρώπη είναι πολύ πιο αδύναμη και σίγουρα φτωχότερη. Αν η αντίδραση των πολιτικών της ηγεσιών είναι και πάλι λόγια και νέες διαφωνίες, το επόμενο ατύχημα δεν θα αργήσει να έρθει. Μια ενδεχόμενη προϊούσα παρακμή ή και διάλυση της Ευρώπης θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη για την Ελλάδα, μια χώρα σε βαθιά κρίση και σε δύσκολη γειτονιά.

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής