kathΣ​​ε πρόσφατο άρθρο μου για τις αμερικανικές εκλογές («Καθημερινή», 29 – 30 Οκτωβρίου 2016), είχα περιγράψει με μαύρα χρώματα τις επιπτώσεις της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στο ανώτατο αξίωμα της μοναδικής υπερδύναμης, και είχα συγχρόνως προβλέψει την επικράτηση της Χίλαρι Κλίντον. Η πρόβλεψή μου βασιζόταν στις σχετικές δημοσκοπήσεις, αλλά και στην τάση που έχω –ως αισιόδοξος άνθρωπος– να επιτρέπω τις επιθυμίες μου να οριοθετούν τις προβλέψεις μου. Η πραγματικότητα, μετά τις εκλογές της 8ης Νοεμβρίου, είναι –όπως όλοι γνωρίζουμε–ριζικά διαφορετική.

Σχετικά με το σημερινό μας θέμα –το κυπριακό πρόβλημα– θα αντισταθώ στον πειρασμό της αθεράπευτης αισιοδοξίας. Βεβαίως, διανύουμε στις μέρες μας ακόμη μια περίοδο όπου οι ελπίδες για την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης φαίνονται να είναι αυξημένες. Αλλά, όσοι και όσες έχουν παρακολουθήσει τις εξελίξεις στη Μεγαλόνησο από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έχουν κάθε λόγο να είναι επιφυλακτικοί.

Ως γενική παρατήρηση πρέπει να πω ότι από το 1955 μέχρι σήμερα οι πολιτικές ηγεσίες στην Αθήνα και στη Λευκωσία υιοθέτησαν την αμφιθυμία στον λόγο και στις πράξεις τους. Για παράδειγμα, το 1955 ο Ελληνας πρωθυπουργός (Αλέξανδρος Παπάγος) υιοθέτησε την πολιτική της στήριξης του αντιαποικιακού αγώνα της ΕΟΚΑ διότι, μεταξύ πολλών άλλων λόγων, αισθάνθηκε ταπεινωμένος από το γεγονός ότι ο Αντονι Ιντεν του είχε γυρίσει την πλάτη σε μια συνάντησή τους στο πρωθυπουργικό του γραφείο. Αντιστοίχως, ο χαρισματικός Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επέλεξε (υπερτιμώντας τη σημασία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ) την ταύτιση της Κύπρου με τους αδεσμεύτους του Τρίτου Κόσμου, σε μια εποχή που η Αθήνα –μετά τον εμφύλιο πόλεμο– ήταν βαθιά εξαρτημένη από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης (Βρετανία και ΗΠΑ).

Και, φυσικά, η Βρετανία αντιμετωπίζοντας φλεγματικά τον ένοπλο αγώνα των Ελληνοκυπρίων επέλεξε τη στήριξη των Τουρκοκυπρίων και της ηπειρωτικής Τουρκίας, ακολουθώντας την τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Τελικά, η επιστροφή της χώρας μας στον ρεαλισμό που έγινε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1955+), και η επικράτηση των Βρετανών απέναντι στην ΕΟΚΑ, οδήγησαν στην ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (μετά τις διαπραγματεύσεις στη Ζυρίχη και το Λονδίνο, 1959-60). Αλλά το βασανιστικό ερώτημα για τον γράφοντα παραμένει: Θα ήταν λιγότερο ετεροβαρείς (υπέρ της Τουρκίας) οι διατάξεις του κυπριακού Συντάγματος εάν οι Βρετανοί δεν είχαν αποφασίσει να προωθήσουν την τουρκική ανάμειξη στο Κυπριακό; Αλλά από την άλλη πλευρά, για να είμαστε δίκαιοι, θα είχαν αναγκαστεί οι Βρετανοί να αποδεχθούν την απώλεια μιας ιδιαίτερα στρατηγικής νήσου στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την ηρωική αντίσταση των Κυπρίων αγωνιστών;

Τα δύσκολα ερωτήματα σχετικά με το πεπρωμένο της Κύπρου συνεχίζονται και μετά τη γέννηση του κυπριακού κράτους, η οποία συμπίπτει με την ανάδειξη των ΗΠΑ ως του κύριου ρυθμιστικού παράγοντα στη Μεσόγειο Θάλασσα (στη θέση της Βρετανίας): Π.χ., βιάστηκε ο Μακάριος, ως πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, να απαιτήσει την αναθεώρηση του Συντάγματος τον Δεκέμβριο του 1963; Ηταν αυτή του η πρωτοβουλία που έδωσε την ευκαιρία στην αναθεωρητική Τουρκία να προωθήσει έκτοτε σχέδια διχοτόμησης (taksim) της Μεγαλονήσου; Ηταν σωστή ή λανθασμένη (κατά τη γνώμη μου ήταν λανθασμένη) η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 να αποστείλει μια ελληνική μεραρχία στην Κύπρο (χωρίς αεροπορική κάλυψη); Και ήταν επίσης μεγάλο λάθος του τότε Ελληνα πρωθυπουργού να ερωτοτροπήσει με το «σχέδιο Ατσεσον», το οποίο προέβλεπε την ένωση Ελλάδας και Κύπρου με σημαντικά εδαφικά ανταλλάγματα για την Τουρκία πάνω στο έδαφος της Κύπρου; Και από τη στιγμή που η μεραρχία είχε φτάσει στην Κύπρο στο μέσον του 1964, ήταν τραγικό το λάθος της Χούντας του Γεωργίου Παπαδόπουλου να αποσύρει υπό πίεση τη μεραρχία τον Δεκέμβριο του 1967; Αλλά και ο εναγκαλισμός από τη Χούντα της λεγόμενης ΕΟΚΑ Β΄ του Γρίβα-Διγενή δεν υπονόμευε τις παράλληλες ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση του κυπριακού Συντάγματος το τραγικό έτος 1974;

Τέλος, πόσο παρακινδυνευμένη ήταν η σύγκρουση της Χούντας των Αθηνών με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που τελικά επέτρεψε στον παρανοϊκό δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη να ανατρέψει την κυβέρνηση του Μακαρίου, προσφέροντας ένα φύλο συκής στον Αττίλα (δηλαδή, στον κωδικό της τουρκικής εισβολής);

Μετά την πτώση της Χούντας αποκαταστάθηκε η δημοκρατία στην Ελλάδα. Αλλά με τεράστιο το κόστος της τραγωδίας της Κύπρου. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει εδώ να αναφερθούμε διεξοδικά στις μετά το 1974 εξελίξεις. Εγιναν όμως πολλά στην Ελλάδα στους μήνες που ακολούθησαν, κλείνοντας σταδιακά τις πληγές του εμφυλίου πολέμου: Ο ελληνικός λαός ψήφισε ελεύθερα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας (ίσως το πρώτο δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της βασιλείας που έγινε χωρίς να «μαγειρευτεί»). Το ΚΚΕ νομιμοποιήθηκε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις από την παραδοσιακή Δεξιά. Οι πρωτεργάτες της δικτατορίας, οι εγκέφαλοι της επέμβασης στην Κύπρο, και ορισμένοι βασανιστές αντιμετώπισαν ποινές ισοβίων δεσμών. Ελεύθερες εκλογές έγιναν τον Νοέμβριο του 1974 και ο πολυκομματισμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αποκαταστάθηκε. Τέλος, το 1981 έγινε και η αλλαγή σκυτάλης από τη Νέα Δημοκρατία στο ΠΑΣΟΚ χωρίς την παρέμβαση εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων (στρατιωτικά κινήματα του παρελθόντος). Και ως επιστέγασμα του γεωπολιτικού της προσανατολισμού, η Ελλάδα πέρασε στον θεσμικό ιστό της ενοποιούμενης Ευρώπης διατηρώντας και την παραμονή της στο ΝΑΤΟ.

Και στην Κύπρο, όμως, έγινε μια αξιοζήλευτη διαχείριση της καταστροφής. Ο Μακάριος επανήλθε στη Μεγαλόνησο (φθινόπωρο του 1974) λιγότερο τριτοκοσμικός, και μετά τον θάνατό του (το 1977) ακολούθησαν ηγέτες (Κυπριανού, Βασιλείου, Κληρίδης, Παπαδόπουλος, Χριστόφιας και Αναστασιάδης) που αποδέχθηκαν ή προωθούν την ιστορική επιλογή της Μεγαλονήσου να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Κυπριακή Δημοκρατία, αντίθετα με την ελληνική περίπτωση, αντιμετώπισε την τρέχουσα οικονομική της κρίση με σχετική συναίνεση και συνοχή των πολιτικών της δυνάμεων. Δυστυχώς, η πληγή της τουρκικής κατοχής παραμένει ανοικτή μέχρι σήμερα, και είναι δύσκολο για κάποιον να προβλέψει την αλλοπρόσαλλη, φαραωνική και αναθεωρητική συμπεριφορά του Ταγίπ Ερντογάν. Η ελπίδα για μια βιώσιμη λύση στην Κύπρο παραμένει ζωντανή, και δικαιώνει τον αείμνηστο Γλαύκο Κληρίδη και τη συνετή του θεωρία των «χαμένων ευκαιριών». Και στο ποσοστό που οι δυνάμεις της τουρκικής κατοχής το επιτρέψουν, έχει φθάσει ο καιρός και για τους Τουρκοκυπρίους να αντιληφθούν ότι η θεωρία των «χαμένων ευκαιριών» του Κληρίδη ισχύει και γι’ αυτούς.

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής