SOTIROPOULOS D 2Το βιβλίο Πού πηγαίνει η δημοκρατία; που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Γαλλία το 2009, περιέχει αιχμηρά κείμενα σημαντικών Ευρωπαίων και Αμερικανών στοχαστών της Αριστεράς, τα οποία ωστόσο θα άξιζε να ήσαν εκτενέστερα. Για παράδειγμα, στη συντομότατη εισαγωγή του στο βιβλίο ο κατά τα άλλα σημαντικός Αγκάμπεν αρκείται σε μια βιαστική καταδίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, γιατί αυτή μάταια υπηρετεί δύο αντιφατικές λογικές, τη νομική λογική («ορθολογικότητα») του πολιτεύματος και την οικονομο-διαχειριστική λογική της διακυβέρνησης. Η δεύτερη από τις δύο λογικές έχει κυριαρχήσει, «αποστραγγίζοντας» τη λαϊκή κυριαρχία «από κάθε νόημα». Εδώ δυστυχώς υφέρπει η άποψη ότι εφόσον δεν έχουμε καθεστώς πλήρους δημοκρατίας, όπως θα το ευχόταν ο καθένας, τότε αυτομάτως περιπίπτουμε σε καθεστώς αστικής ολιγαρχίας.

Πιο προκλητικός από τον Αγκάμπεν, ο Μπαντιού θεωρεί ότι οι σημερινές δημοκρατίες είναι «επινοημένοι φασισμοί» και θέτει το δίλημμα «κομμουνισμός ή βαρβαρότητα επινοημένων φασισμών;». Το λύνει υπέρ του κομμουνισμού, «ο οποίος απορροφά και υπερβαίνει τον φορμαλισμό των σύγχρονων δημοκρατιών». Ο Μπαντιού, με μια διανοητική τρίπλα, αποδίδει στη σύγχρονη δημοκρατία τα κακά της εφήμερης διασκέδασης: «Διασκεδάστε είναι το αξίωμα για όλους. Εξ ου και η τεράστια βλακεία των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών». Είναι εύκολο να καταδικάσει κανείς τη δημοκρατία, εάν την ταυτίσει με έναν τρόπο ζωής. Αυτό που είναι δύσκολο, φαντάζομαι, είναι να παραμένεις δημοκράτης, όταν είσαι τόσο υπερόπτης.

Αιχμηρές επικρίσεις

Πιο επιμελής ο Μπενσαΐντ συνεισφέρει ένα κείμενο πλούσιο ως προς τη βιβλιογραφική τεκμηρίωσή του. Θεωρεί ότι η δημοκρατία σήμερα στηρίζεται στον φόβο των φιλελευθέρων για τις μάζες και στο πάθος τους για την τάξη. Δυστυχώς έτσι ταυτίζει την ιδεολογία του συντηρητισμού (φόβος, τάξη) με εκείνη του πολιτικού φιλελευθερισμού. Πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι το νομιμοποιητικό κέλυφος του καπιταλισμού: «ο όρος δημοκρατία δεν αποτελεί παρά το ψευδώνυμο του δεσποτισμού της αγοράς». Αντλώντας από τον Ρανσιέρ, ο Μπενσαΐντ εύλογα θέλει τη δημοκρατία «να αμφισβητεί ανυποχώρητα τα χτυπήματα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και τις καταστρατηγήσεις του κράτους εις βάρος του δημόσιου χώρου και των κοινών αγαθών».

Στο καλύτερο κεφάλαιο του τόμου, η  Mπράουν εξηγεί πώς η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει παραφθαρεί. Κάνει λόγο για «αποδημοκρατικοποίηση», δηλαδή μια διαδικασία που οφείλεται στην επιρροή των επιχειρήσεων στη λήψη των αποφάσεων, στα χαρακτηριστικά του εμπορικού μάρκετινγκ που διέπουν τις εκλογές, στη διάχυση νεοφιλελεύθερων κριτηρίων στη δημόσια σφαίρα, στον σφετερισμό της νομοθετικής λειτουργίας από τα δικαστήρια, στον ακρωτηριασμό της εθνικής κυριαρχίας από την παγκοσμιοποίηση και στην αστυνόμευση που πολλές δημοκρατίες υιοθέτησαν μπροστά στον κίνδυνο της τρομοκρατίας.

Πιο φιλοσοφικός ο Νανσί θεωρεί ότι η δημοκρατία σήμερα δεν είναι αρκετά δημοκρατική. Η δημοκρατία δεν καλύπτει όλους τους ανθρώπους, π.χ. όσους δεν είναι πολίτες μιας από τις δημοκρατίες, ενώ και φιλοσοφικά παραμένει αθεμελίωτη. Το θεμέλιό της, κατά τον Νανσί, μπορεί να είναι «η αποδοχή όλων των διαφορετικοτήτων σε μια κοινότητα που δεν τις ενοποιεί, αλλά ξεδιπλώνει, αντίθετα, την πολλαπλότητά τους». Συγκλίνοντας με τον Μπενσαΐντ, υποστηρίζει ότι η πολιτική «οφείλει να ανανεώνει αδιάκοπα τη δυνατότητα εκκόλαψης μορφών ή πεδίων νοήματος».

Πιο σαφής ο Ρανσιέρ θεωρεί ότι ο κυρίαρχος λόγος των ευρωπαϊκών και εθνικών ηγεσιών δυσπιστεί απέναντι σε δημοκρατικούς θεσμούς, όπως τα δημοψηφίσματα, καθώς και ότι οι ηγεσίες των δημοκρατιών μισούν τη δημοκρατία. Εν τούτοις η δημοκρατία «έρχεται να εμποδίσει την πολιτική να μετατραπεί τελείως απλά σε μια πρακτική αστυνόμευσης», γιατί «είναι η ισότητα ενσφηνωμένη στο σώμα της κυριαρχίας». Πρόκειται για μια δυνατότητα, όχι για ιστορική αναγκαιότητα. Οπως το θέτει, η δημοκρατία ως ισότητα είναι μια «αναζήτηση προκειμένου να δημιουργηθούν μορφές κοινής συνύπαρξης που δεν είναι εκείνες του κράτους, της συναίνεσης».

Λειψές γραφικότητες

Με οξύ, πολεμικό ύφος, η Ρος πιστεύει ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι «μια παρωχημένη τελετουργία», ενώ δημοκρατία θα έπρεπε να είναι «η ικανότητα να διαμορφώνουμε τα πράγματα». Στηριζόμενη μόνο στο πόσο ανεπαρκώς λειτουργούσε η δημοκρατία στη Γαλλία τον 19ο αιώνα και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς στη δεκαετία του 2000, η Ρος ισχυρίζεται ότι «δημοκρατία είναι το λάβαρο υπό το οποίο στοιχίζεται μια δραστήρια ιμπεριαλιστική αστική τάξη». Λειψή εμπειρική τεκμηρίωση, κοινότοπο συμπέρασμα.

Ομως τον διαγωνισμό παραδοξολογίας τον κερδίζει ο Ζίζεκ, ο οποίος ως γνωστόν είναι απρόβλεπτος. Στο κείμενό του επιδοκιμάζει τη «βίαιη λαϊκή αυτοάμυνα» ως απάντηση στη «συστηματική κοινωνική βία». Είναι υπέρ της «εκδικητικής βίας», γιατί αυτή, «αντίθετα από την καταπιεστική βία, δημιουργεί μια αρνητική ισότητα, μια ισότητα της οδύνης» μεταξύ των πρώην καταπιεστών και των νυν εξεγερμένων. Αυτό προφανώς θα ήθελε να ακούσει  οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αληθινότερο εκφραστή του λαού από όλους τους άλλους και αναζητεί δικαιολογία για κάθε είδους ωμότητες.

Συνοπτικά, οι συγγραφείς του επίκαιρου αυτού βιβλίου, με εξαίρεση την Μπράουν και ίσως τον Νανσί, δεν επιδιώκουν την αλλαγή αλλά την κατάργηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό ανταποκρίνεται στο ερώτημα που τους είχε τεθεί αρχικά, γιατί στο γαλλικό πρωτότυπο του βιβλίου ο τίτλος είναι «Σε ποια κατάσταση βρίσκεται η δημοκρατία;». Το βιβλίο είναι καλομεταφρασμένο, αλλά η ελληνική απόδοση του τίτλου δημιουργεί προσδοκίες ότι οι συγγραφείς θα σχολιάσουν το μέλλον της δημοκρατίας. Οπως είδαμε όμως, μερικοί, αν όχι οι περισσότεροι από τους συγγραφείς θα εύχονταν η δημοκρατία, όπως λειτουργεί σήμερα, να μην έχει κανένα μέλλον.

 

Πηγή: Το Βήμα της Κυριακής