Γ. ΓρηγοριάδηςΗ ​​έναρξη των αεροπορικών επιχειρήσεων της Ρωσίας στη Συρία αποτέλεσε ορόσημο για τις εξελίξεις στον συριακό εμφύλιο πόλεμο. Η ρωσική επέμβαση ανατρέπει τους συσχετισμούς δυνάμεων και αποτελεί βήμα στην περαιτέρω διεθνοποίηση του πολέμου. Ενισχύει προφανώς τη διπλωματική και στρατιωτική θέση του καθεστώτος Ασαντ, το οποίο είχε υποστεί σημαντικές απώλειες κατά τους τελευταίους μήνες. Η κατάληψη της Παλμύρας και του Αλ Καριατάιν στην επαρχία της Χομς από το «Ισλαμικό Κράτος», αλλά και όλης σχεδόν της επαρχίας του Ιντλιμπ από τις δυνάμεις του «Μετώπου Νούσρα» και άλλων αντικαθεστωτικών οργανώσεων είχαν καταδείξει τη φθίνουσα πορεία της στρατιωτικής ισχύος του καθεστώτος. Ιδιαιτέρως η κατάληψη της πόλεως του Ζισρ Αλ Σουγούρ τον Απρίλιο είχε θέσει πλέον σε κίνδυνο την κατοικούμενη από συμπαγείς πληθυσμούς Αλεβιτών παραλιακή επαρχία της Λαττάκειας (Λαοδίκειας), τόπο καταγωγής της οικογένειας Ασαντ και προπύργιο του καθεστώτος.

Οι πρώτες ρωσικές αεροπορικές επιθέσεις συμπεριέλαβαν όχι μόνον στόχους του «Ισλαμικού Κράτους», αλλά και του «Μετώπου Νούσρα» και του προσφάτως συγκροτηθέντος από διάφορες αντικαθεστωτικές οργανώσεις «Στρατού της Αλώσεως». Η ρωσική επέμβαση φέρνει σε δύσκολη θέση τους περιφερειακούς ανταγωνιστές του καθεστώτος Ασαντ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, επτά χώρες που εμπλέκονται αμέσως ή εμμέσως στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας καταδίκασαν με κοινή τους δήλωση τις ρωσικές επιχειρήσεις, επειδή αυτές δεν πλήττουν αποκλειστικώς τις δυνάμεις του «Ισλαμικού Κράτους» αλλά και άλλων συριακών αντικαθεστωτικών δυνάμεων. Προσέθεσαν δε ότι οι επιχειρήσεις αυτές θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τον εξτρεμισμό στη Συρία.

Ωστόσο η κριτική αυτή δύσκολα συγκαλύπτει την αποτυχία της δυτικής ανάσχεσης του τζιχαντισμού στη Μέση Ανατολή, κάτι το οποίο αποτελεί θεμελιώδη στρατηγική προτεραιότητα τουλάχιστον για τις τέσσερις πρώτες χώρες. Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι οι δυνάμεις του «Ισλαμικού Κράτους» δεν διαθέτουν το μονοπώλιο του τζιχαντισμού στη Συρία. Η δεύτερη μεγαλύτερη ένοπλη αντικαθεστωτική οργάνωση στη Συρία, το «Μέτωπο Νούσρα», θεωρείται οργανικώς συνδεδεμένη με την «Αλ Κάιντα» και έχει αναγνωρισθεί όχι μόνο από τη Ρωσία, αλλά και από τη Δύση ως τρομοκρατική οργάνωση. Εξτρεμιστικές θεωρούνται και οι περισσότερες –και σίγουρα οι ισχυρότερες– από τις υπόλοιπες ένοπλες αντικαθεστωτικές οργανώσεις στη βορειοδυτική και νότια Συρία. Ανάμεσα σε αυτές οι οργανώσεις οι οποίες υποτίθεται ότι ομνύουν στον κοσμικό και δημοκρατικό χαρακτήρα της μετά Ασαντ Συρίας, όπως ο «Ελεύθερος Συριακός Στρατός», παραμένουν περιθωριακές, χωρίς ισχυρή στρατιωτική και πολιτική παρουσία παρά τη δαψιλή δυτική υποστήριξη.

Σε τι μπορεί να αποβλέπει η ρωσική επέμβαση; Σε συνδυασμό με τη φημολογούμενη άφιξη ιρανικών στρατευμάτων στη Συρία, είναι πιθανόν να επιχειρηθεί η άρση της πολιορκίας των γραμμών εφοδιασμού στον άξονα Χομς-Χάμα-Χαλεπίου και η ανακατάληψη πόλεων στρατηγικής και συμβολικής σημασίας από τις δυνάμεις του καθεστώτος Ασαντ. Η ανακατάληψη του Ζισρ Αλ Σουγούρ στα βορειοδυτικά θα ανακούφιζε την πίεση που υφίστανται οι καθεστωτικές δυνάμεις στη Λαττάκεια, ενώ η ανακατάληψη του συνόλου της πόλεως του Χαλεπίου θα αποτελούσε μείζονα συμβολική και στρατηγική επιτυχία του καθεστώτος. Η πιθανή ανακατάληψη της Παλμύρας θα προσέφερε την ευκαιρία για μια μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία της Ρωσίας, δεδομένου του διεθνούς ενδιαφέροντος για τη σωτηρία του αρχαιολογικού χώρου του οποίου η καταστροφή από τους τζιχαντιστές έχει ήδη ξεκινήσει.

Τα περιθώρια αντιδράσεως των δυτικών και αραβικών κρατών στις ρωσικές επιχειρήσεις είναι μάλλον περιορισμένα. Ίσως στη δυσχερέστερη θέση όλων, όμως, βρίσκεται η Τουρκία, δεδομένων των τακτικών επιλογών της στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, αλλά και των στενών σε βαθμό εξαρτήσεως οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία.

Πηγή: Καθημερινή