SOTIROPOULOS D 2Παρά την προφανή παρακμή των κομμάτων, οι σημερινές δημοκρατίες παραμένουν κομματικές, καθώς τα κόμματα, οι πρωταγωνιστές του πολιτικού παιχνιδιού, εκπληρώνουν τη βασικότερη λειτουργία τους, τη συνάρθρωση και έκφραση κοινωνικών συμφερόντων. Κατά τούτο, τα κόμματα εκφράζουν, αλλά και διαμορφώνουν, διαιρετικές τομές μεταξύ ευρύτερων και διαρκέστερων μορφωμάτων, δηλαδή παρατάξεων.

Βαθιές διαιρέσεις

Με τα λόγια του Σωτήρη Ριζά, διευθυντή Ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, «συχνά οι παρατάξεις σχηματίζονται και παγιώνονται μετά από έναν βαθύ διχασμό ο οποίος δημιουργεί πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές διαιρέσεις. Τα πολιτικά στρατόπεδα μπορούν και επιβιώνουν ακόμα και όταν οι συνθήκες που τα δημιούργησαν μεταβάλλονται. Η παράταξη διαθέτει κοινωνική βάση και ιστορικό βάθος». Σωστά λοιπόν ο καλός συγγραφέας εντάσσει τα κόμματα της μεταπολεμικής Ελλάδας στο πλαίσιο της μελέτης παρατάξεων, όπως, π.χ., η συντηρητική παράταξη, το Κέντρο και η Αριστερά. Εύλογα εντάσσει την κομματική διαμάχη στο πλαίσιο της διεθνούς πολιτικής, της δράσης εξωκοινοβουλευτικών παραγόντων, των διαδοχικών συνταγμάτων και των εκλογικών συστημάτων της περιόδου 1945-2015 την οποία καλύπτει το βιβλίο. Aντίθετα με πολλούς, ο Ριζάς δεν ερμηνεύει τις κομματικές διαμάχες μετά το 1945 περιοριζόμενος στην προσωπικότητα του ενός ή του άλλου κομματικού ηγέτη ή στις εφήμερες κινήσεις τακτικής των κομματικών ελίτ. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλα έργα και με τα σχολικά εγχειρίδια, το βιβλίο του Ριζά ακολουθεί τη θεματική και όχι τη συνήθη χρονολογική προσέγγιση στην Ιστορία. Κάθε θέμα (π.χ., εκλογικά συστήματα) παρουσιάζεται και ερμηνεύεται από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα. Χάρη σε αυτή τη θεματική προσέγγιση ο Ριζάς ερμηνεύει πρόσφατες εξελίξεις, όπως π.χ. τη διαμάχη για τη διαδοχή στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, με αναγωγή σε μακροχρόνιες τάσεις, π.χ. ιδεολογικές εντάσεις στο εσωτερικό της παράταξης από το 1974 έως σήμερα.

Το βιβλίο δεν είναι ακριβώς εισαγωγικό, όπως ίσως θα υπέθετε κανείς από το γεγονός ότι ανήκει στην πολύ ενδιαφέρουσα, πρόσφατη σειρά «Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη», υπό τη διεύθυνση των καθηγητών Νίκου Ε. Καραπιδάκη και Κώστα Κωστή, των εκδόσεων Εστία. Απαιτεί γνώσεις Ιστορίας και θα ωφελούνταν από ένα χρονολόγιο γεγονότων στο τέλος. Είναι όμως «βασικό» χάρη στη θεματική προσέγγιση που προαναφέραμε και στην αναγωγή των κομματικών εξελίξεων σε ευρύτερους μετασχηματισμούς της μεταπολεμικής εποχής.

Αναλυτικές αδυναμίες

Δεν είναι ωστόσο εξίσου βασικό για τον πολιτικό επιστήμονα, γιατί δεν διαλέγεται με σημαντικές ερμηνευτικές έννοιες που έχουν χρησιμοποιηθεί για τη μελέτη των ελληνικών πολιτικών κομμάτων. Δεν είναι, για παράδειγμα, σαφές αν ο συγγραφέας δέχεται ή όχι την ερμηνεία των κομμάτων ως πελατειακών μηχανισμών, αφού η αναφορά του στις πελατειακές σχέσεις είναι εξαιρετικά σπάνια (σ. 36 και 85). Δεύτερον, στην ανάλυση των κομμάτων ανατρέχουμε, όλο και συχνότερα, σε μια έννοια που δεν χρησιμοποιεί ο Ριζάς παρά μόνο για το ΠαΣοΚ της δεκαετίας του ’80, δηλαδή τον Λαϊκισμό, ο οποίος διαπερνά σήμερα την ιδεολογία πολλών κομμάτων, δεξιών και αριστερών. Τρίτον, η ανάλυση των κομμάτων έχει προχωρήσει με βάση τυπολογίες, που αντανακλούν την οργάνωση των κομμάτων και τη σχέση τους με το κράτος (π.χ., την έννοια των «κομμάτων-καρτέλ», που δεν αναφέρεται στο βιβλίο, αλλά κυριαρχεί στην έρευνα για τα σύγχρονα κόμματα). Τέταρτον, στη διεθνή βιβλιογραφία, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, υπάρχει ριζική αλλαγή στη μονάδα ανάλυσης, καθώς η μελέτη των κομμάτων αφορά πλέον κυρίως το εκάστοτε κομματικό σύστημα, στο οποίο έχουν επικεντρωθεί πολλές αναλύσεις ελλήνων πολιτικών επιστημόνων. Το κομματικό σύστημα, στο οποίο ο συγγραφέας αναφέρεται λίγες φορές (σ. 25, 76), είναι κύριος εξηγητικός παράγων της ανάδειξης, της στρατηγικής, των εκλογικών επιδόσεων και των μετεκλογικών συνεργασιών των κομμάτων. Για παράδειγμα, για να καταλάβει κανείς την Ακροδεξιά στην Ελλάδα, θα πρέπει να την εντάξει στο εκάστοτε κομματικό σύστημα, ξεκινώντας από την πρώτη μεταπολεμική εμφάνισή της στις εκλογές (το 1946, όχι το 1950) με το κόμμα Ενωσις Εθνικοφρόνων (Τουρκοβασίλης) και το Εθνικό Κόμμα Ελλάδας (Ζέρβας). Και πέμπτον, ενώ το βιβλίο, εξαιρετικά εύστοχα, καταγράφει ποια κοινωνικά στρώματα υπεραντιπροσωπεύονται μεταξύ των ψηφοφόρων των κομμάτων, παραθέτοντας τις σχετικές εκλογικές έρευνες, μερικές φορές παρασύρεται από τους ισχυρισμούς των κομμάτων ως προς το ποιον αντιπροσωπεύουν. Ετσι, δεν αρκεί η «βασική διαίρεση», ότι δηλαδή κάποια κόμματα θεωρητικά είναι υπέρ της αναδιανομής, ενώ άλλα υπέρ της επιχειρηματικότητας (σ. 206). Υπάρχει και η κρισιμότατη διαίρεση μεταξύ των ενταγμένων και των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας. Επιπλέον η ανάλυση σήμερα έχει επεκταθεί στο αν, αφού κάποιο κόμμα ανήλθε στην κυβέρνηση, πράγματι διαμόρφωσε κυβερνητικές πολιτικές υπέρ της αναδιανομής ή της επιχειρηματικότητας ή τίποτε από τα δύο. Τέτοιες αναλυτικές παραβλέψεις δεν αποτελούν ιδιοτροπία του πολυγραφότατου συγγραφέα, ο οποίος άλλωστε αναφέρεται επιλεκτικά σε αναλύσεις μερικών πολιτικών επιστημόνων. Αντανακλούν μια μόδα μεταξύ μερικών ιστορικών να προσεγγίζουν πολυσυζητημένα θέματα της σύγχρονης πολιτικής επιστήμης απορρίπτοντας συλλήβδην τα κυριότερα ευρήματά της.

Οι παραπάνω αντιρρήσεις δεν επισκιάζουν το γεγονός ότι ο Ριζάς γράφει με ζυγισμένη κρίση και χωρίς συναισθηματική εμπλοκή με τα γεγονότα ούτε ότι προσφέρει κάτι πολύ σημαντικό. Στη χώρα μας, με την αγαστή συνεργασία διαδοχικών υπουργών Παιδείας, δεξιών και αριστερών, αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων και πολλών δασκάλων και καθηγητών που «δεν θέλουν να μπλέξουν», δεν διδάσκεται η περίοδος που καλύπτει το βιβλίο του Ριζά, παρότι περιλαμβάνεται στο αναλυτικό πρόγραμμα. Στη σχολική τάξη, το μάθημα της Ιστορίας σπάνια προχωρεί μετά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων ή έστω τον πόλεμο του 1940-1941. Την περιγραφή και ερμηνεία του τι συνέβη μετά έχουν αναλάβει τηλεοπτικοί αστέρες περιθωριακών καναλιών, διακινητές θεωριών συνωμοσίας, διαχειριστές φανατικών ιστοσελίδων, ιερείς από του άμβωνος για τους πιο μεγάλους και κομματικοί καθοδηγητές για τους πιο μικρούς – μέλη κομματικών νεολαιών στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Αρα χρειαζόμαστε περισσότερα βιβλία όπως αυτό.

Πηγή: Βήμα της Κυριακής