Σε όλο τον κόσμο η διακοπή μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας λόγω κορωνοϊού έφερε πτώση του ΑΕΠ και της απασχόλησης. Αντιστρόφως, το τέλος της πανδημίας συνοδεύτηκε από ανάκαμψη του ΑΕΠ και της απασχόλησης. Όμως η εξέλιξη των δύο αυτών μεγεθών ήταν διαφορετική στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Συγκεκριμένα, στην ΕΕ το ΑΕΠ μειώθηκε περισσότερο αρχικά από ότι στις ΗΠΑ, και ανέκαμψε με βραδύτερο ρυθμό στη συνέχεια. Όμως, η απασχόληση ακολούθησε αντίθετη πορεία. Έτσι, το τρίτο τρίμηνο του 2022 το ποσοστό απασχόλησης (δηλ. ο αριθμός των εργαζομένων ως ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών) στην ΕΕ ήταν 1,8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019, ενώ στις ΗΠΑ παρέμενε ελαφρά κάτω από το προ-Covid επίπεδο. Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, η διαφορά στο ποσοστό απασχόλησης μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ έχει πέσει σε 1,5 ποσοστιαίες μονάδες (από 3,4 το 2019).

Φυσικά, η μικρή αυτή υστέρηση της ΕΕ αφορά το μέσο όρο. Στην Ιταλία, το κράτος μέλος με τη χειρότερη επίδοση, το ποσοστό απασχόλησης ήταν 11,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από ότι στις ΗΠΑ. Αντίθετα, στην Ολλανδία, τη χώρα με την καλύτερη επίδοση στην ΕΕ, το ποσοστό απασχόλησης ήταν 10,4 μονάδες υψηλότερο από ότι στις ΗΠΑ.

(Η Ελλάδα με ποσοστό απασχόλησης 60,6% είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ μετά την Ιταλία το τρίτο τρίμηνο του 2022. Όμως, ήταν ταυτόχρονα η χώρα με τη θεαματικότερη ανάκαμψη μετά την πανδημία, σημειώνοντας αύξηση του ποσοστού απασχόλησης κατά 4,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019.)

Πώς εξηγείται η ταχεία ανάκαμψη της αγοράς εργασίας στην Ευρώπη; Η παράδοση στα προγράμματα διατήρησης της εργασίας, όπως το γερμανικό Kurzarbeit, συνέβαλε πολύ. Ο κύριος στόχος των προγραμμάτων αυτών είναι η διάσωση των θέσεων εργασίας που απειλούνται καθώς η ζήτηση για το προϊόν της επιχείρησης υποχωρεί. Οι εργαζόμενοι τίθενται προσωρινά σε καθεστώς πλήρους ή μερικής διαθεσιμότητας, δηλαδή απασχολούνται με μειωμένο ωράριο ή αποδεσμεύονται εντελώς για μια ορισμένη περίοδο, επιτρέποντας στην επιχείρηση να μειώσει το κόστος μισθοδοσίας για τη διάρκεια της ύφεσης. Σε αντάλλαγμα, οι εργαζόμενοι αποζημιώνονται εν μέρει για την απώλεια εισοδήματος μέσω ενός δημόσιου προγράμματος επιδότησης της μερικής ανεργίας, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν τη θέση εργασίας τους και επιστρέφουν σε αυτή όταν οι συνθήκες βελτιώνονται. Με τον τρόπο αυτό, ο εργαζόμενος δεν επιβαρύνεται από το οικονομικό και ψυχολογικό κόστος της απόλυσης, ενώ η επιχείρηση απαλλάσσεται από το κόστος της απόλυσης (καθώς και της μελλοντικής πρόσληψης και κατάρτισης κάποιου άλλου εργαζομένου).

Στη διάρκεια της πανδημίας, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (και η Βρετανία) εφάρμοσαν κάποια παραλλαγή των προγραμμάτων διατήρησης της εργασίας. Η ΕΕ υποστήριξε τα κράτη μέλη με το πρόγραμμα SURE, το οποίο παρείχε  οικονομική βοήθεια έως και 100 δισεκατομμυρίων ευρώ με τη μορφή δανείων για τη διατήρηση της απασχόλησης. Πρόσφατες μελέτες, όπως της δεξαμενής σκέψης Bruegel και του ερευνητικού ιδρύματος Eurofound, παρέχουν λεπτομέρειες για τις παραμέτρους των προγραμμάτων διατήρησης της εργασίας που εφάρμοσε κάθε κράτος μέλος.

Αντίθετα, στις ΗΠΑ δόθηκε περισσότερη έμφαση στα κίνητρα προς τις επιχειρήσεις να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας (μέσω του paycheck protection program), στην αύξηση των επιδομάτων ανεργίας (τα οποία κανονικά είναι λιγότερο γενναιόδωρα από ό,τι στην Ευρώπη), καθώς και στις εφάπαξ χρηματικές μεταβιβάσεις σε όλους (που ωφέλησαν πολύ τα άτομα και τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος).

Συνοψίζοντας, οι πολιτικές απασχόλησης που εφαρμόστηκαν στην ΕΕ έχουν μέχρι στιγμής αποδειχθεί επιτυχέστερες. Η οικονομική πολιτική του Προέδρου Μπάιντεν ενδέχεται να οδηγήσει σε ανάκαμψη της απασχόλησης τα επόμενα χρόνια και στις ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ και τα κράτη μέλη ανταποκρίθηκαν επιτυχώς στην πρόκληση της πανδημίας, διατηρώντας σε υψηλά επίπεδα την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.

Το In Focus στη μόνιμη στήλη του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 16.03.2023.