Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι αποκλειστικά και μόνο της συγγραφέως Άννας Τριανταφυλλίδου.

Ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 δύο διακεκριμένοι Έλληνες ερευνητές, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος και ο Νίκος Μουζέλης, έγραφαν για τη σύγκρουση μεταξύ δύο επικρατούντων πολιτικών πολιτισμών στην Ελλάδα: της λεγόμενης «κουλτούρας της ψωροκώσταινας» (underdog culture) (δηλαδή ενός προ-δημοκρατικού πολιτισμού που ευνοεί τα πελατειακά δίκτυα εξουσίας, φέροντας τη σφραγίδα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της αντί-δυτικής κοσμοθεωρίας της, με ένα ισχυρό προσανατολισμό προς τον κρατισμό και μία αμφίθυμη στάση απέναντι στον καπιταλισμό και τις δυνάμεις της αγοράς) και την «κουλτούρα του εκσυγχρονισμού» (που προωθεί τον εξορθολογισμό της κοινωνίας και της πολιτικής στα πλαίσια του φιλελευθερισμού, του εκκοσμικισμού, της δημοκρατίας και του καπιταλισμού και πριμοδοτεί την άσκηση εξουσίας μέσω σύγχρονων πολιτικών κομμάτων, αντί των πελατειακών, διαπροσωπικών δικτύων ισχύος). Ο Διαμαντούρος αλλά και ο Μουζέλης σημείωσαν ότι στοιχεία και των δύο πολιτισμών μπορούσε να συναντήσει κανείς και στις αριστερές αλλά και τις δεξιές δυνάμεις του πολιτικού συστήματος.

Ανασκοπώντας την εικοσαετία που πέρασε από τότε που γράφτηκε αυτή η ανάλυση γίνεται ξεκάθαρο ότι ακόμη κι αν η κουλτούρα της ψωροκώσταινας δεν έχει επικρατήσει πλήρως στην Ελληνική κοινωνία και πολιτική, σε γενικές γραμμές έχει καταφέρει να υπονομεύσει τις δυνάμεις που προωθούσαν τον θεσμικό και οικονομικό εξορθολογισμό στα πλαίσια του Δυτικού καπιταλισμού. Παρόλο που οι καπιταλιστικές κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις καθιερώθηκαν στη χώρα, δεν κατάφεραν να προωθήσουν εξίσου σύγχρονους κανόνες συμπεριφοράς σύμφωνα με τους οποίους τα άτομα θα δεσμεύονταν από έννοιες συλλογικής λογικής και αφηρημένους κώδικες συμπεριφοράς πολιτών. Κοινοτικά δίκτυα βασισμένα στην αμοιβαία εξυπηρέτηση και σε μια προσωποποιημένη και εργαλειακή άποψη του ορθολογισμού επιβίωσαν και παρέμειναν ισχυρά οδηγώντας σε συμπεριφορές «τζαμπατζή» (free rider) και υπονομεύοντας την ανάπτυξη οποιουδήποτε συλλογικού κοινωνικού προγράμματος στη χώρα.

Πριν δεκαπέντε χρόνια ο Τσουκαλάς τόνιζε ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα μοντέλο αύξησης χωρίς ανάπτυξη (growth without development). Η περίοδος από το 1974 μέχρι σήμερα έχει σημαδευτεί από ένα αυξανόμενο επίπεδο κατανάλωσης κατά κεφαλήν και ένα αυξανόμενο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ η κύρια κοινωνικοοικονομική δομή της χώρας έχει παραμείνει σε μεγάλο βαθμό προ-νεοτερική σε πολιτισμικούς αλλά και οικονομικούς όρους. Οι πολίτες διατήρησαν τις «τζαμπατζίδικες» οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές τους χωρίς να υιοθετούν ένα εργασιακό ήθος, μία απρόσωπη εντιμότητα της αγοράς, μία προσωπική αξιοπιστία, μία συμμόρφωση προς τους συλλογικούς κανόνες της αποδοτικότητας, της απόδοσης και της αφοσίωσης στην έννοια της υπηκοότητας ως αξίες καθεαυτού. Ο δημόσιος τομέας και κατ’ επέκταση το κράτος θεωρούνταν (και θεωρούνται ακόμη και σήμερα) πόροι διαθέσιμοι για κάθε άτομο ή συντεχνία χωρίς ο πολίτης να χρωστά κάτι στη συλλογικότητα και το κράτος ως αντάλλαγμα. Πράγματι, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών είναι ‘ένοχη’ για τέτοιου είδους συμπεριφορές, όχι μόνο μία μικρή κυβερνητική ελίτ.

Αυτή η κατάσταση βρίσκεται στη ρίζα της σύγχρονης κρίσης και της ανικανότητας της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της ΕΕ για ορθολογική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών.

Το 1995 ο Μουζέλης, αρκετά αισιόδοξα κατά τη γνώμη μου, τόνιζε ότι η προοπτική για την αλλαγή της Ελλάδας στον 21ο αιώνα θα μπορούσε να έρθει από «κάτω» (από την αντί-κομματική διάθεση των ψηφοφόρων κατά τη δεκαετία του 1990 και το φοιτητικό κίνημα), από «μέσα» (με το χαλάρωμα του διαχωρισμού των τάξεων, την ανακατάταξη των κομματικών δομών και την ανάδυση εκσυγχρονιστικών πολιτικών δυνάμεων), ή, από «πάνω» (δηλαδή από τους κανόνες που επιβλήθηκαν από την ΕΚ και αργότερα από την ΕΕ στην ελληνική οικονομία και κοινωνία).

Πιστεύω ότι καμία από τις τρείς αυτές προοπτικές δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα. Η αντί-κομματική διάθεση ή το φοιτητικό κίνημα των δεκαετιών του 1990 και του 2000 δεν έχουν οδηγήσει ακόμη σε οποιαδήποτε ριζική αλλαγή του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, οι όποιες ανανεωτικές δυνάμεις του φοιτητικού πληθυσμού προσχώρησαν στις κομματικές πελατειακές σχέσεις.

Τα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα και οι ελίτ τους δεν έχουν αμφισβητηθεί ούτε μπροστά στη μαζική μετανάστευση που σημάδεψε τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 (με τον πληθυσμό των μεταναστών να φτάνει σήμερα περίπου το 10% του συνολικού πληθυσμού). Η ανικανότητα ανάδειξης νέων πολιτικών σχηματισμών αποδεικνύεται από την αποτυχία των τριών νέων πολιτικών σχηματισμών που αναδύθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια (της Πολιτικής Άνοιξης του Αντώνη Σαμαρά, του ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα ή και του πιο πρόσφατου κόμματος που ιδρύθηκε και διαλύθηκε σύντομα από τον Δημήτρη Αβραμόπουλο). Μάλιστα, δεν αποτελεί καν έκπληξη το γεγονός ότι ο Σαμαράς και ο Αβραμόπουλος είναι σήμερα οι ηγέτες του παλιού συντηρητικού κόμματος της Νέας Δημοκρατίας.

Επιπλέον, όπως δείχνουν τα σημερινά προβλήματα, η συμμόρφωση προς τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τις ευρωπαϊκές οδηγίες είχε μονάχα περιορισμένο αντίκτυπο στην κοινωνική και οικονομική μεταρρύθμιση. Τα μέτρα που πάρθηκαν είτε από την κυβέρνηση Σημίτη στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είτε από την κυβέρνηση Καραμανλή κατά την περίοδο 2004-2007 κατάφεραν μόνο να ευθυγραμμίσουν του δείκτες με τις απαιτήσεις της ΕΕ χωρίς να δημιουργήσουν τις συνθήκες για μία ουσιαστική αλλαγή στις οικονομικές και κοινωνικές δομές της χώρας και για μία αύξηση με ανάπτυξη.

Η προσδοκία ότι περιορισμοί που επιβάλλονται εξωτερικά θα έχουν αντίκτυπο σε δομικές αλλαγές στην κοινωνία και την οικονομία το μόνο που καταδεικνύει είναι την ανικανότητα ή την έλλειψη θέλησης των εγχώριων δυνάμεων να επιβάλουν οικονομική και κοινωνική μεταρρύθμιση. Περισσότερα από 25 χρόνια άμεσης επιβολής σύγχρονων οικονομικών και κοινωνικών κανόνων από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και αργότερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφεραν να κρατήσουν την ελληνική οικονομία λίγο πολύ σε τροχιά και έδωσαν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να συμμετέχει στην Ευρωζώνη όμως δεν οδήγησαν σε ουσιαστικές αλλαγές στην οικονομία ή την κοινωνία. Αντίθετα, παρατηρούμε εν μέρει την παράκαμψη ορισμένων κανόνων και απαιτήσεων εκ μέρους των λαϊκιστικών και πελατειακών δικτύων εξουσίας.

Ούτε η εργατική, ούτε η μεσαία τάξη, ούτε οι διανοούμενοι της Ελλάδας μπόρεσαν να οδηγήσουν τη χώρα σε ένα αποδοτικό αν και επίπονο μονοπάτι προς τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό. Δεν κατάφεραν να υποστηρίξουν τις κυβερνήσεις ούτως ώστε αυτές να αναδιατάξουν την οικονομία, να περιορίσουν την αύξηση του δημόσιου τομέα, να προωθήσουν τις φυσιολογικές λειτουργίες των δυνάμεων της αγοράς, να επιτρέψουν την ανάπτυξη του γνήσιου ανταγωνισμού, να διαλύσουν τις προσωποποιημένες πελατειακές μορφές διακυβέρνησης και να προωθήσουν απρόσωπες αρχές όπως αυτή της εμπιστοσύνης, της υπακοής στο νόμο, της πίστης στη συλλογικότητα και το κράτος.

Αυτές είναι οι ρίζες της σύγχρονης κρίσης και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προσπάθεια της τωρινής ελληνικής κυβέρνησης δεν θα πρέπει να σταματήσει σε μέτρα που έχουν ως μόνο στόχο τη βελτίωση της εικόνας της χώρας παρέχοντας τα αναγκαία χρήματα στο κράτος και αυξάνοντας την αξιοπιστία απέναντι στους ξένους επενδυτές. Η αλλαγή θα πρέπει να είναι μακροχρόνια και βαθειά περνώντας τελικά στους έλληνες πολίτες και τις ελληνικές ελίτ το μήνυμα ότι χρειάζεται να αναπτύξουμε μία ισχυρή αίσθηση πολιτειακής ευθύνης η οποία συγχρόνως θα απελευθερώνει και θα δαμάζει τόσο την αγορά όσο και τις πολιτικές ελίτ. Μονάχα με αυτή την προοπτική, κατά τη γνώμη μου, είναι δικαιολογημένη η οικονομική θυσία που απαιτείται σήμερα από όλους τους έλληνες.

Το άρθρο αυτό είχε δημοσιευτεί στο Blog του ΕΛΙΑΜΕΠ.