Αθήνα 5 Σεπτεμβρίου 2006

Ενόψει της δημοσίευσης της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την σχέση της ΕΕ – Τουρκίας, το ΕΛΙΑΜΕΠ διοργάνωσε δημόσια συζήτηση με θέμα: “Ελλάδα – Τουρκία και Ευρωπαϊκή Ένωση

Τη συζήτηση άνοιξε ο συντονιστής, κ. Παπαχελάς, αναφερόμενος στην ανάγκη για ένα νέο δόγμα στην Ελληνική εξωτερική πολιτική, για τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε περίπτωση σοβαρών προβλημάτων στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών, Καθηγητής Γιάννης Βαληνάκης, ανοίγοντας των κύκλο των εισηγήσεων αναφέρθηκε κατ’ αρχάς στην ευρεία συναίνεση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μεταξύ των μεγαλύτερων πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας ως προς τις σημαντικές προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής, γεγονός που βοηθά στη νηφάλια προσέγγιση των εθνικών μας θεμάτων. Η αλλαγή της γειτονιάς μας, σε συνεργασία με τους Ευρωπαίους εταίρους μας, από πυριτιδαποθήκη του παρελθόντος σε μία ευρωπαϊκή γειτονιά συνεργασίας και ανάπτυξης, αποτελεί τον κεντρικό στόχο της ελληνικής κυβέρνησης, τόνισε ο κ. Βαληνάκης.

Αναφορικά με την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, ο Υφυπουργός Εξωτερικών διευκρίνισε πως η Ελλάδα υποστηρίζει την ευρωπαϊκή προσαρμογή της γείτονος, καθώς έτσι θα υπάρχει ένα πλήρες και σαφές κίνητρο για αλλαγή της ίδιας της Τουρκίας, αλλά και γιατί έτσι τοποθετούνται τα διμερή ζητήματα σε μια νέα διάσταση. Η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας έφερε την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο, στην προνομιούχο θέση του κριτή και αξιολογητή της εσωτερικής και εξωτερικής συμπεριφοράς της Τουρκίας. Υπάρχει πλέον ένα συνολικό και συγκεκριμένο διαπραγματευτικό πλαίσιο προϋποθέσεων και προαπαιτουμένων που καλείται η Τουρκία να εκπληρώσει, για να προχωρήσει στον δρόμο της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η γείτων, λοιπόν, έχει την ευθύνη να αποδείξει ότι μπορεί να προσαρμοστεί στα κριτήρια και προαπαιτούμενα που της έχουν τεθεί. Η πορεία της προς την ένταξη θα είναι δύσκολη, μακρά και επίπονη, και σε κάθε στροφή του δρόμου της θα αξιολογείται, προκειμένου να μπορέσει να προχωρήσει στην επόμενη ευθεία, είπε χαρακτηριστικά ο Υφυπουργός. Η πλήρης συμμόρφωσή της με τον οδικό χάρτη κριτηρίων και προαπαιτούμενων που έχει διαμορφωθεί αποτελεί τον μόνο τρόπο για την πλήρη ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια και βεβαίως η μετάλλαξη της Τουρκίας μαζί με τη μετάλλαξη της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε μία ευρωπαϊκή γειτονιά θα είναι μία ιστορική επιτυχία όχι μόνο για τη χώρα μας, αλλά και για την Ευρώπη συνολικά, κατέληξε ο κ. Βαληνάκης.

Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος θέλησε να θέσει κάποια ερωτήματα, σκιαγραφώντας με αυτό τον τρόπο τα κύρια σημεία της ομιλίας του. Το πρώτο ερώτημα που έθεσε αφορούσε στο κατά πόσο έχει έρεισμα η άποψη πως η Τουρκική επιθετικότητα θα μετριαστεί μετά από ενδεχόμενη ένταξη της χώρας στη Ένωση. Το δεύτερο ερώτημα στόχευε στο να ελεγχθεί ο, κατά τον κ. Πάγκαλο, λανθασμένος συλλογισμός ότι οικονομικός και κοινωνικός εκσυγχρονισμός συνεπάγονται κατ’ ανάγκη εκδημοκρατισμό και μετριοπαθή εξωτερική συμπεριφορά. Συνήθως, οι διαδικασίες του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού δεν συνδέονται άμεσα στις χώρες εκείνες που δεν έχουν σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, όπως είναι η Τουρκία.

Μία παράμετρος που θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την πορεία προς τον εκδημοκρατισμό θα ήταν ενδεχομένως η εγχώρια κοινή γνώμη. Σε αυτό το σημείο, ο κ. Πάγκαλος διατύπωσε κάποιες ενστάσεις. Σύμφωνα με τον τ. Υπουργό Εξωτερικών, οι Τούρκοι είναι ένας πειθήνιος λαός, ο μοναδικός των Βαλκανίων που δεν έχει επαναστατήσει ποτέ στη διάρκεια της ιστορίας του. Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις διέπονται ακόμη από την Οθωμανική αντίληψη περί Δικαίου και εξουσίας, αποδίδοντας μέγιστη αξία στην ηγεμονία και μηδαμινή στα αιτήματα της κοινής γνώμης. Συμπερασματικά, οι ελληνικές προσπάθειες επηρεασμού της τελευταίας είναι θετικές, αλλά έχουν πεπερασμένες δυνατότητες. Τέλος, ο κ. Πάγκαλος τόνισε πως η ελληνική πλευρά επιδιώκει την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, καθώς η εναλλακτική επιλογή θα ήταν μία αναμέτρηση, στο πλαίσιο ενός γενικότερου κλίματος έντασης.

Ο τ. Ευρωβουλευτής, κ. Μιχάλης Παπαγιαννάκης εξέφρασε την άποψη πως η Τουρκία δεν μπορεί να πιεστεί να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, καθώς αυτή είναι μια διαδικασία που οι ίδιοι οι κυβερνώντες της γείτονος πρέπει να θελήσουν να ακολουθήσουν, προς ίδιον όφελος. Όπως διαφάνηκε και από το πρόσφατο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συνεχίζεται η θετική αντιμετώπιση ενδεχόμενης Τουρκικής ένταξης, επαναλαμβάνονται τα σημεία που πρέπει να διορθωθούν και, συγχρόνως, δεύτερες σκέψεις εξακολουθούν να αναπτύσσονται σε διάφορα κράτη-μέλη. Ο κ. Παπαγιαννάκης επεσήμανε πως ο κίνδυνος για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι η διαδικασία αναμονής, στην οποία αναγκαστικά έχουμε εισέλθει, όσο διαρκεί το διαπραγματευτικό στάδιο. Επίσης, ο ρόλος του Τουρκικού στρατού, που εξακολουθεί να διέπεται από τις βασικές αρχές του κεμαλισμού, ρυθμίζοντας όχι μόνο την πολιτική αλλά και την οικονομία, δυσχεραίνει οποιαδήποτε προσπάθεια εκδημοκρατισμού. Σύμφωνα με τον κ. Παπαγιαννάκη, εκκρεμεί μία εις βάθος συζήτηση με τις ηγετικές ομάδες της γείτονος. Αναφορικά με το μέλλον της ΄Ενωσης, δήλωσε σχετικά απαισιόδοξος, καθώς θεωρεί πως η Ε.Ε. δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τους περιορισμούς εξέλιξης της. Διαφαίνεται πως το σχήμα που θα επικρατήσει θα είναι αυτό του ενός σκληρού πυρήνα, με τα υπόλοιπα κράτη να βρίσκονται στο περιθώριο αυτού – μία λύση που σαφώς συμφέρει την Τουρκία αλλά όχι απαραίτητα και την Ελλάδα.

Ο Πρέσβης ε.τ. κ. Χρίστος Ζαχαράκις, τ. Ευρωβουλευτής, άνοιξε την ομιλία του αναφερόμενος στην ανάγκη καθορισμού των ανατολικών γεωγραφικών ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς χαρακτήρισε πρόωρο και υποκριτικό να γίνεται λόγος για περαιτέρω επέκταση της, χωρίς να υπάρχει η εν λόγω οροσήμανση. Επεσήμανε πως, καθώς τόσο πολιτιστικά όσο και γεωγραφικά η Τουρκία δεν ανήκει στην Ευρώπη, θα μπορούσε να υπάρξει ένα είδος περιορισμένης σχέσης, αμοιβαίων συμφερόντων, μεταξύ αυτής και άλλων όμορων χωρών. Στη συνέχεια, ο κ. Ζαχαράκις αναφέρθηκε στα επιμέρους προβλήματα που ενδέχεται να δημιουργήσει η Τουρκική ένταξη. Καταρχήν, επισημάνθηκαν τα οικονομικά. Δευτερευόντως, έμφαση δόθηκε στον κίνδυνο πιθανής σταδιακής εγκατάστασης Τούρκων υπηκόων σε νησιά του Βορειανατολικού Αιγαίου. Έπειτα, υπήρξε αναφορά στην απροθυμία της γείτονος να σεβαστεί τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, ιδίως σε μία δοκιμαστική για αυτήν περίοδο. Σύμφωνα με τον κ. Ζαχαράκι, στα επτά χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από το Ελσίνκι, δεν έχει αλλάξει τίποτα στις διμερείς μας σχέσεις, ενώ δεν έχουμε ωφεληθεί ως κράτος σε τίποτα από την τουρκική υποψηφιότητα. Κλείνοντας την ομιλία του, ο τ. Ευρωβουλευτής επεσήμανε πως πρέπει να κατοχυρώσουμε τα συμφέροντα μας πριν από την Τουρκική ένταξη στην Ε.Ε., τονίζοντας πως θα πρέπει να ταχθούμε καταρχήν εναντίον μιας τέτοιας προοπτικής, εκτός εάν η γείτων μας προσφέρει κατοχυρωμένο δείγμα γραφής για σεβασμό στα δίκαια αιτήματα μας.

Ο Καθηγητής Θεόδωρος Κουλουμπής πήρε το λόγο, δηλώνοντας “μάλλον αισιόδοξος” για το μέλλον και αναφερόμενος στα τέσσερα σημαντικά θέματα που βρίσκονται εν εξελίξει και που δύνανται να επηρεάσουν την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Το πρώτο είναι η αναθέρμανση του Κουρδικού ζητήματος στην Τουρκία, που πλήττει την εικόνα της χώρας και ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας ομόσπονδης Κουρδικής οντότητας στο Βόρειο Ιράκ. Κάτι τέτοιο, συνακόλουθα, καθιστά τόσο μία εισβολή των Τουρκικών στρατευμάτων στην περιοχή όσο και μία ρήξη με τις ΗΠΑ, πιθανές.

Το δεύτερο ζήτημα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η λειτουργία του βαθέος κράτους και η σύγκρουση αυτού με τους Ισλαμιστές. Ιδίως ενόψει των Προεδρικών εκλογών στην Άγκυρα, υπάρχει διάχυτη η εντύπωση πως ο σημερινός Πρωθυπουργός έχει μια κρυφή ισλαμική ατζέντα, που θα μπορούσε να σημαίνει την άνοδο του φονταμενταλισμού στη γείτονα, γεγονός που θα τίναζε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις στον αέρα. Τρίτο και σχετικό ζήτημα είναι η πολιτική ταυτότητα του ιδίου του Πρωθυπουργού (και το θρησκευτικό συναίσθημα της συζύγου του, όπως έξωθεν εκφράζεται με τη μουσουλμανική μαντίλα), η εκλογή του οποίου στην Προεδρία θα έστελνε συγκεχυμένα μηνύματα προς την Ε.Ε.

Τέλος, το όποιο “παράθυρο ευκαιρίας” για διαπραγματεύσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είχε ανοίξει, ενόψει εκλογών φαίνεται να κλείνει. Από την πλευρά των κρατών-μελών της Ένωσης παρουσιάζεται κόπωση που συνδέεται με τις διαδοχικές διευρύνσεις, εντείνοντας τον Τούρκο-σκεπτικισμό. Ο Καθηγ. Θ. Κουλουμπής, από την πλευρά του, υποστήριξε πως ναι μεν στηρίζουμε την Τουρκική ένταξη, αλλά –καθώς φαίνεται- οδεύουμε προς μία ειδική σχέση ή ένα καθεστώς πλήρους μέλους, με μακροχρόνιες/μόνιμες παρεκκλίσεις ως προς το ζήτημα της μετακίνησης πληθυσμών, που είχε θέσει ο κ. Ζαχαράκις.

Οι παραπάνω εξελίξεις οδηγούν την Τουρκία σε μία εναλλακτική επιλογή, ο άξονας της οποίας είναι η ανάπτυξη επιμέρους σχέσεων με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, το Ισραήλ και, παραδόξως, τις αραβικές χώρες. Επίσης, χάνοντας τις προοπτικές ένταξης, αναμένεται να αυξηθεί η αδιαλλαξία του στρατού/βαθέος κράτους, να επιβραδυνθεί η διαδικασία εκδημοκρατισμού και οι διμερείς μας σχέσεις να επηρεαστούν μάλλον αρνητικά. Οι Έλληνες κυβερνώντες, θα πρέπει να φροντίσουν ώστε να διαφυλαχθεί διακομματική συναίνεση επί των στρατηγικών στόχων της χώρας, ήτοι ότι η χώρα οφείλει να παραμείνει στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε., να επιτευχθεί ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων για αποτροπή, με ταυτόχρονη, σταδιακή μείωση των επιθετικών όπλων. Επίσης, να εξακολουθήσουμε να υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, υπό αυστηρούς όρους (λήξη στρατιωτικής κατοχής στην Κύπρο και άρση του casus belli) και να διατηρούμε καλές Ευρώ-ατλαντικές σχέσεις, καθώς το αντίθετο μπορεί να διαταράξει τις ευαίσθητες ισορροπίες στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Τέλος, ο κ. Κουλουμπής αναφέρθηκε στην ανάγκη να επιδείξει η Κυπριακή πλευρά διάθεση επίλυσης του μείζονος αυτού ζητήματος της νήσου, πραγματοποιώντας ανοίγματα προς την απέναντι πλευρά.

Ακολούθησαν μία σειρά ερωτήσεων από το κοινό, που αναφέρονταν στην πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, σε θέματα μετανάστευσης, τη διδασκαλία της Τουρκικής γλώσσας στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης, τη δυνατότητα εκμετάλλευσης πετρελαϊκών αποθεμάτων που βρίσκονται στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ 6 και 12 ν.μ., καθώς και την ενδεχόμενη χρησιμότητα της “στρατιωτικής διπλωματίας”.

Ο Υφυπουργός Εξωτερικών, κ. Γιάννης Βαληνάκης, συνόψισε τις τρεις βασικές αρχές που διέπουν την προσέγγιση της χώρας μας στο θέμα της ευρωπαϊκής πορείας της γείτονος. Πρώτον, η Τουρκία πρέπει να εκπληρώσει τις δεσμευτικές υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, δεύτερον, δεν μπορεί να αψηφά αυτά που της ζητά η Ευρωπαϊκή Ένωση, υιοθετώντας μία λογική “ανατολίτικου παζαριού”, ενώ τρίτη βασική αρχή αποτελεί η αλλαγή της ίδιας της συμπεριφοράς της Τουρκίας και ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτή, όπως επισήμανε ο κ. Βαληνάκης, είναι μέσα από τη διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και των συγκεκριμένων υποχρεώσεων που της έχουν επιβληθεί. Η ΕΕ πρέπει να ακολουθήσει με αξιοπιστία την πολιτική της, αξιώνοντας από την Άγκυρα να εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει.

Ο Καθηγ. Θ. Κουλουμπής, με τη σειρά του, τόνισε πως, ακόμα και αν η ένταξη της Τουρκίας δεν προχωρήσει, συμφέρει την Ελλάδα να διατηρήσει σχέση οικονομικής αλληλεξάρτησης με την γείτονα, στο βαθμό που αυτή η σχέση καθιστά μία σύγκρουση ασύμφορη και για τις δύο πλευρές.

Η εκδήλωση έκλεισε με το σχόλιο του κ. Παπαχελά, ο οποίος δήλωσε πως δύο παράγοντες που του γεννούν απαισιοδοξία για το μέλλον είναι η αντίδραση της Τουρκίας, όταν θα διαφανεί πως δεν προορίζεται για πλήρες κράτος-μέλος, και ο λαϊκισμός, με τον οποίο τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν τα θέματα που σχετίζονται με τη Τουρκική ένταξη και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.