Η Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ το 2009 ως το τελικό αποτέλεσμα μίας μεγάλης διαδικασίας που ξεκίνησε οχτώ χρόνια νωρίτερα με τις διαπραγματεύσεις για ένα ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Τρεις είναι οι βασικοί στόχοι: Να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής στο εσωτερικό, να γίνει η ΕΕ πιο αναγνωρίσιμη ως ενιαία δύναμη στην παγκόσμια σκηνή και τέλος να νομιμοποιηθεί η Ένωση στα μάτια των πολιτών της. Η Συνθήκη επιδιώκει να εξυπηρετήσει τους φιλόδοξους αυτούς στόχους με την εισαγωγή ενός αριθμού σημαντικών μέτρων που περιλαμβάνουν την αναμόρφωση του ρόλου του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής, την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης ως το διπλωματικό σώμα της Ένωσης, τον ορισμό ενός μόνιμου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τη σημαντική ενίσχυση των καθηκόντων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ένα χρόνο μετά και υπό τη σκιά μίας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, που το 2010 έγινε «ευρωπαϊκή», τίθεται το ερώτημα πόσο επιτυχημένη είναι η Συνθήκη της Λισαβόνας και σε ποιο βαθμό προσδίδει στην ΕΕ τα εργαλεία για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις επερχόμενες προκλήσεις. Αυτό ήταν το θέμα της συζήτησης που διοργάνωσε το ΕΛΙΑΜΕΠ στις 28 Ιανουαρίου, στο Αμφιθέατρο «Γ. Κρανιδιώτης» του Υπουργείου Εξωτερικών (Ακαδημίας 1), με τη συμμετοχή του κ. Γιάννη Εμμανουηλίδη, Senior Policy Analyst, European Policy Centre (EPC), Βρυξέλλες / Επιστημονικού Συνεργάτη, ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα, του Καθηγ. Παναγιώτη K. Ιωακειμίδη, Πανεπιστήμιο Αθηνών / Μέλους ΔΣ ΕΛΙΑΜΕΠ, Αθήνα και του Δρ. Piotr Maciej Kaczynski, Ερευνητή, Centre for European Policy Studies (CEPS), Βρυξέλλες. Τη συζήτηση συντόνισε ο Καθηγ. Λουκάς Τσούκαλης, Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Το έτος 2010 σηματοδοτήθηκε από τη διάχυση της ελληνικής οικονομικής κρίσης σε ολόκληρο το σύστημα της Νομισματικής Ένωσης. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε κρίσιμη δοκιμασία για τη Συνθήκη της Λισαβόνας και ήταν κοινή παραδοχή όλων των ομιλητών ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν αποτελεί ολοκληρωμένη απάντηση ως πλαίσιο δράσης για την ΕΕ. Αντίθετα με τις προσδοκίες που καλλιέργησαν οι υπέρμαχοι της Συνθήκης, η χρηματοπιστωτική κρίση μεταβλήθηκε σε πολιτικό ντόμινο στην ΕΕ προκαλώντας αυξημένη δυσπιστία μεταξύ των κρατών-μελών,  καθώς και μία υπαναχώρηση προς εθνοκεντρικές πολιτικές. Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν κατάφερε να προβλέψει τις εξελίξεις αυτές και δεν παρέχει στην ΕΕ τα κατάλληλα εργαλεία για να τις αντιμετωπίσει. Παρόλ’αυτά, ένας χρόνος σίγουρα δεν αποτελεί μία αρκετά μεγάλη περίοδο ώστε να επιτρέψει τη διαμόρφωση απόλυτων συμπερασμάτων υπέρ ή κατά της Συνθήκης. Ενώ είναι αναγκαίο να γίνουν τροποποιήσεις, η Συνθήκη της Λισαβόνας θα παραμείνει το κεντρικό ρυθμιστικό εργαλείο της ΕΕ για τα επόμενα χρόνια.

Αναμφισβήτητα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βγήκε κερδισμένο από τη νέα Συνθήκη, έχοντας μετατραπεί σε ισότιμο νομοθέτη μαζί με την Κομισιόν, με την οποία έχει διαμορφώσει μία στενή στρατηγική συνεργασία λειτουργώντας εν τοις πράγμασι ως «ο φύλακας του φύλακα των Συνθηκών». Για την Κομισιόν, που σε κάθε περίπτωση βρισκόταν τα τελευταία χρόνια σε μία πορεία αποδυνάμωσης που οφειλόταν τόσο στη μεγαλύτερη πολυφωνία μέσα στην Ένωση, την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των κρατών-μελών αλλά και την έλλειψη νομιμοποίησης, η συνεργασία αυτή αποτελεί πιθανόν ένα δρόμο προς την εδραίωση της θέσης της στον καινούριο θεσμικό χάρτη. Από την άλλη, δεν είναι ξεκάθαρο το κατά πόσο αυτή η θεσμική ‘αναβάθμιση’ του Κοινοβουλίου έχει ενισχύσει το βαθμό νομιμοποίησής του στα μάτια των Ευρωπαίων ψηφοφόρων. Επιπλέον, η παράλληλη ενίσχυση του Συμβουλίου με τη μόνιμη προεδρεία, η οποία δεν αναφέρεται με κανένα τρόπο στο Ευρωκοινοβούλιο, οδηγεί στην εντύπωση ότι επίκειται ακόμα να διαμορφωθεί μία νέα θεσμική ισορροπία.

Κατά παρόμοιο τρόπο, η θεσμική ενίσχυση του ρόλου του Ύπατου Εκπροσώπου, δεν έχει μέχρι στιγμής οδηγήσει σε μία συνεκτική ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική ή σε μία ενιαία εκπροσώπηση σε διεθνές επίπεδο. Κάτι τέτοιο είναι απίθανο να συμβεί ενόσω ο Ύπατος Εκπρόσωπος δεν πλαισιώνεται τουλάχιστο από μία ομάδα υψηλόβαθμων συνεργατών. Επίσης, η Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, ξεκίνησε τις δραστηριότητές της μόλις στο τέλος του 2010 και δεν μπορεί να αποδώσει ακόμη τα αναμενόμενα. Για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του νέου αυτού θεσμού, είναι απαραίτητο να εναρμονιστεί τόσο με τη λειτουργία των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών, όσο και με την Κομισιόν και το Συμβούλιο. Διαφορετικά, υπόκειται ο κίνδυνος να αντιμετωπιστεί ανταγωνιστικά ως ένα ακόμα ευρωπαϊκό όργανο.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας δημιούργησε και εδραίωσε ένα νέο θεσμικό ‘καρέ’. Το κατά πόσο αυτό θα γείρει την πλάστιγγα προς την υπερεθνική ή τη διακυβερνητική κατεύθυνση δεν εξαρτάται μόνο από τις θεσμικές ρήτρες. Οι πολιτικές επιλογές και τα έργα των ατόμων που βρίσκονται στις θέσεις-κλειδιά είναι καίριες, ιδιαίτερα στη μετά-Λισαβόνα εποχή, όπου οι αρμοδιότητες της ΕΕ και των κρατών-μελών είναι συγκεχυμένες.

Το βέβαιο συμπέρασμα είναι ότι ενώ η Συνθήκη της Λισαβόνας σίγουρα δεν επαρκεί όταν μιλάμε για την ικανότητα ανταπόκρισης της Ένωσης στις τρέχουσες παγκόσμιες προκλήσεις, παραμένει όμως το κύριο εργαλείο δράσης της ΕΕ, που σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει τώρα, απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση για να επιτύχει.