Η λέξη αβεβαιότητα κυριαρχεί στις αναλύσεις των ειδικών των διεθνών σχέσεων και της γεωπολιτικής καθώς και των διαμορφωτών αποφάσεων της εξωτερικής πολιτικής σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη όσον αφορά στο σημερινό ολοένα και περισσότερο “αλληλοσυνδεόμενο”, “σύνθετο”, “πολυποίκιλο” και κυρίως απρόβλεπτο κόσμο μας. Ειδικότερα η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο ρευστότητας και αστάθειας καθώς στις παραδοσιακές και μακρόχρονες αντιπαραθέσεις που αναπτύσσονται στο χώρο της έχουν προστεθεί –και συνεχίσουν να προστίθενται– η δυνητική αστάθεια που δημιουργεί ο ανταγωνισμός μεταξύ κρατών της περιοχής αναφορικά με τη διαχείριση ενεργειακών πόρων και αποθεμάτων, το ενδεχόμενο επαναχάραξης των συνόρων καθώς μια σειρά από νέες “ασύμμετρες” και υβριδικές απειλές και προσκλήσεις ασφάλειας: η ισλαμιστική τρομοκρατία (τόσο στην περιφέρεια της Ευρώπης μέσω της δράσης του Ισλαμικού Κράτους όσο και στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κοινωνιών) καθώς και η εντεινόμενη αστάθεια που δημιουργούν οι μεταναστευτικές πιέσεις από την καταρρέουσα περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου επιβαρύνεται έτσι συνεχώς με νέες ή/και δυνητικές προκλήσεις ασφάλειας οι οποίες σε ένα “αλληλοσυνδεόμενο κόσμο” (όπου το ατομικό, κρατικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο διασυνδέονται) είναι αναπόφευκτο να λειτουργούν ως “πολλαπλασιαστές απειλών” δημιουργώντας νέες ή ενισχύοντας υπάρχουσες αντιπαραθέσεις ή συγκρούσεις.

Γεωγραφικά, η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ μιας ζώνης σταθερότητας (Ευρωπαϊκή Ένωση) και μιας “διακεκαυμένης ζώνης”, που συνιστά η περισσότερο ασταθής γειτονιά της ευρωπαϊκής περιφέρειας (περιοχή της Μέσης Ανατολή και της Βόρειας Αφρικής). Αποτελεί έτσι έναν από τους βασικούς αποδέκτες των νέων, και δυναμικά συνδεόμενων, απειλών και προκλήσεων (τις διαχεόμενες στα “μεσογειακά σύνορα” της Ελλάδας δραστηριότητες της διεθνούς τρομοκρατίας, την παράνομη μετανάστευση, το κυβερνο-έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα, τη διασπορά των όπλων μαζικής καταστροφής, περιβαλλοντικής φύσεως προβλήματα και διάφορες ανθρωπογενείς καταστροφές). Αυτές οι διαπιστώσεις σημαίνουν ότι η χώρα μας καλείται να διαχειριστεί ένα εξαιρετικά απαιτητικό συνδυασμό νέων «τρωτοτήτων», δυνητικών απειλών, προκλήσεων ή/και κίνδυνων στα σύνορά της ενώ ταυτόχρονα εξακολουθεί να υφίσταται η ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης της παραδοσιακής απειλής για την ελληνική ασφάλεια, που συνιστά μια ολοένα και περισσότερο απρόβλεπτη και αναξιόπιστη Τουρκία.

Δεδομένης μάλιστα της σταθερής επιλογής όλων των κυβερνήσεων σε μια «ευρω-ατλαντική σύνθεση», η αποτελεσματική διαχείριση παλαιών και νέων απειλών και προκλήσεων θα πρέπει επίσης συνδυαστεί με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν για την Ελλάδα απέναντι στους εταίρους της λόγω της συμμετοχής της στους ευρωατλαντικούς θεσμούς ασφαλείας καθώς και σε συγκεκριμένες συμφωνίες (π.χ. η Συνθήκη Schengen). Με τον τρόπο αυτό στην παραδοσιακή αποτρεπτική αποστολή των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, προστίθενται η συμμετοχή σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις και πολυεθνικά σώματα (τόσο στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του ΝΑΤΟ) καθώς και η αντιμετώπιση «ασύμμετρων απειλών». Επίσης, οι παραπάνω διαπιστώσεις έχουν συνέπειες για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, το αμυντικό δόγμα, το είδος και το εύρος των εξοπλισμών, την οργανωτική δομή των Ενόπλων Δυνάμεων, την εκπαίδευση και την επιμόρφωση των στελεχών τους και πολλά ακόμη ζητήματα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αποτελεσματική διαχείριση του παραπάνω εξαιρετικά απαιτητικού συνδυασμού παλαιών και νέων απειλών και προκλήσεων πρέπει να επιτευχθεί από μια «μικρή-μεσαία» χώρα, που χαρακτηρίζεται από ένα ιδιαίτερα ασθενές θεσμικό σύστημα στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων και η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με την μεγαλύτερη (πολυ-επίπεδη) κρίση στην σύγχρονη ιστορία της. Πραγματικότητα η οποία έχει επιπτώσεις στην εικόνα, το κύρος, και την αξιοπιστία της χώρας στην διεθνή σκηνή, και συνακόλουθα στη διαμόρφωση  της ευρωπαϊκής –κυρίως– πολιτικής στο άμεσο περιβάλλον της, δηλαδή την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και στην επιρροή της συμπεριφοράς των άλλων κρατών της περιοχής. Παρατηρείται, με άλλα λόγια, μια –σε μεγάλο βαθμό εύλογη– αρνητική επίδραση των υλικών (απτών) συντελεστών ισχύος επί των άϋλων συντελεστών ισχύος, καθιστώντας την χώρα «καταναλωτή»– αντί για «παραγωγό»– ασφάλειας.

Αναμφίβολα η στρατηγική αξία της Μεσογείου για τη Δύση ενισχύεται λόγω των συνεχώς αναπτυσσόμενων δυναμικών αστάθειας, ενώ πολλοί αναλυτές συμφωνούν ότι ειδικότερα ο χώρος της Ανατολικής Μεσογείου καθίσταται και πάλι  –όπως ακριβώς συνέβη στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου– ο νέος “λόγος ύπαρξης” (raison d’être) της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η δεδομένη, υποχρεωτική και συνεχώς ενισχυόμενη, ειδικά στην “μετά-Brexit εποχή”, συνεργασία του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αποτελεσματική διαχείριση της αστάθειας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου προσφέρει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να διαδραματίσει το ρόλο του αξιόπιστου μεσολαβητή στον σχεδιασμό μεταξύ ΝΑΤΟ και Ε.Ε., συμπληρώνοντας το “κενό αξιοπιστίας” στην περιοχή και κυρίως εκμεταλλευόμενη τις στρατηγικές παλινδρομήσεις της Τουρκίας, την απομάκρυνση της από το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. και την συνεχώς ενισχυόμενη αναξιοπιστία της στη διεθνή σκηνή. Βασική προϋπόθεση για την ανάδειξη του γεωπολιτικού ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή ως “φάρου σταθερότητας” και  κυρίως ως “χώρας-κλειδί” όσον αφορά στον σχεδιασμό και την υλοποίηση στρατηγικών σταθερότητας εκ μέρους της Δύσης είναι η θεσμική αναδιάρθρωση –στη βάση εθνικής διακομματικής συναίνεσης και συνεννόησης– του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου παραγωγής στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης κρίσεων.

Δρ. Παναγιώτης Τσάκωνας, Καθηγητής διεθνών σχέσεων και σπουδών ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α).