thanos dokosΤο εξαιρετικά πολύπλοκο και ασταθές υποσύστημα ασφαλείας της Ανατολικής Μεσογείου έχει εισέλθει σε περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας λόγω της εσωτερικής πολιτικής κρίσης στην Τουρκία. Η κεντρική εστία έντασης, η Συρία, παραμένει σε κατάσταση χάους, με κλιμακούμενες συγκρούσεις καθεστωτικών και αντικαθεστωτικών δυνάμεων στην περιοχή του Χαλεπίου και αυξανόμενη πιθανότητα πρόκλησης νέων προσφυγικών ροών. Η σύγκρουση Τουρκίας-Κούρδων (εντός και εκτός Τουρκίας) συνεχίζεται, υπονομεύοντας τις ούτως ή άλλως αναιμικές προσπάθειες εύρεσης λύσης στη συριακή τραγωδία, ενώ τα προβλήματα σχετικά με τη χρήση της βάσης του Ιντσιρλίκ δυσχεραίνουν τις επιχειρήσεις εναντίον του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους (ΙSIS). Ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί στις προσπάθειες σταθεροποίησης της Λιβύης, ενώ το ISIS φαίνεται να αντιδρά στις απώλειες εδαφών στη Συρία και στο Ιράκ με τρομοκρατικές επιθέσεις, κυρίως εναντίον ευρωπαϊκών χωρών. Οι προσφυγικές ροές προς Ελλάδα και Ιταλία παραμένουν περιορισμένες, αλλά εκφράζονται σοβαρές ανησυχίες για το ενδεχόμενο κατάρρευσης της συμφωνίας Ε.Ε. – Τουρκίας.

Η στρατηγική αβεβαιότητα επιτείνεται λόγω και της αδυναμίας πρόβλεψης των επόμενων κινήσεων του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, ο οποίος φαίνεται να σκληραίνει τη στάση του έναντι ΗΠΑ και Ε.Ε. και να επενδύει στην αναθέρμανση των τουρκορωσικών σχέσεων (κίνηση που προηγήθηκε, πάντως, χρονικά του πραξικοπήματος, ταυτόχρονα με ανοίγματα προς Ισραήλ και Αίγυπτο). Ο Ταγίπ Ερντογάν χαρακτηρίζεται τα τελευταία χρόνια από έλλειψη προβλεψιμότητας και –σε ορισμένες περιπτώσεις– ορθολογικών επιλογών, αλλά παραμένει δεινός τακτικιστής και διαπραγματευτής και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ασκεί κριτική και πιέσεις προς τις ΗΠΑ για να εξασφαλίσει ανταλλάγματα σε ζητήματα υψηλού ενδιαφέροντος για τη χώρα του. Ως πιθανότερο τέτοιο ζήτημα φαντάζει το Κουρδικό, όμως τίθεται και το ερώτημα τι είδους πιέσεις για μια ισορροπημένη λύση στο Κυπριακό θα μπορούσε να ασκήσει μια αμερικανική κυβέρνηση κοντά στη λήξη της δεύτερης θητείας της και υπό την απειλή μιας θεμελιώδους αλλαγής στρατηγικού προσανατολισμού για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Η προσπάθεια αναθέρμανσης των ρωσοτουρκικών σχέσεων δείχνει, κατ’ αρχήν, ως μια λίαν αναμενόμενη και ορθολογική κίνηση με στόχο τη μείωση του υψηλού κόστους αντιπαράθεσης ανάμεσα σε δύο χώρες με διαφορετικά συμφέροντα σε μια σειρά ζητημάτων αλλά με στενή συνεργασία στους τομείς εμπορίου, ενέργειας και τουρισμού. Κοινό στοιχείο αποτελεί και η δύσκολη σχέση και των δύο με τις ΗΠΑ. Το υψηλό κόστος μιας ανοιχτής διαφοροποίησης, πάντως, θα οδηγήσει την Τουρκία σε συνέχιση της πολιτικής στρατηγικής αμφισημίας.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Οι πιθανές στρατηγικές ανακατατάξεις, σε συνδυασμό με την υλοποίηση της Στρατηγικής Παγκόσμιας Ασφάλειας της Ε.Ε. και των αποφάσεων της Βαρσοβίας για τον ρόλο του ΝΑΤΟ στη νότια πτέρυγα αποτελούν προκλήσεις, αλλά και ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας για βελτίωση του ελληνικού περιφερειακού ρόλου. Απαραίτητες προϋποθέσεις αποτελούν η κατανόηση των εξελίξεων, η ύπαρξη στρατηγικής και η ικανοποιητική λειτουργία των αρμόδιων υπηρεσιών. Αν και καμία δεν ήταν δεδομένη στο παρελθόν, οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες σήμερα.

Πηγή: Καθημερινή