kathΑμέσως  μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και την άτακτη διάλυση του σοβιετικού μπλοκ, ο επιφανής Αμερικανός στοχαστής, Σάμιουελ Χάντινγκτον, προσπάθησε να οικοδομήσει νέα γεωπολιτικά δόγματα που θα κάλυπταν το κενό των ψυχροπολεμικών δογμάτων στρατηγικής, όπως της ανάσχεσης του κομμουνισμού (containment) και της ισορροπίας του πυρηνικού τρόμου (balance of nuclear terror). Πιστός στη ρεαλιστική δοξασία –ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς εχθρούς– ανέπτυξε τη γνωστή του θεωρία (1993) περί της σύγκρουσης των πολιτισμών, τους οποίους προσδιόρισε με βάση τις επικρατούσες θρησκείες κατά περίπτωση. Ενα κεντρικό συμπέρασμά του, που καλά κρατεί μέχρι σήμερα, προέβλεπε μια διαρκή αντιπαράθεση ανάμεσα στη Δύση (καθολικούς και προτεστάντες στον Βορρά του πλανήτη – εδώ εξαιρούσε ενοχλητικά τους ορθόδοξους χριστιανούς) και το Ισλάμ (αραβικές και μη χώρες). Οι πολυετείς αμερικανικοί πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, εύκολα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτό το θεωρητικό κατασκεύασμα.

Καθώς οδεύουμε προς τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2014, αξίζει να αναφερθούμε σ’ ένα προηγούμενο και λιγότερο γνωστό πόνημα του Huntington («America’s Changing Strategic Interests», Survival, London, January/February 1991). Ο συγγραφέας ανέπτυξε στο γνωστό βρετανικό περιοδικό, χωρίς περιστροφές, την εξής προβληματική: Μετά την αυτοχειρία και πολυδιάσπαση του σοβιετικού μπλοκ, καθήκον των ΗΠΑ –της μοναδικής παγκόσμιας υπερδύναμης– ήταν να εμποδίσει την ανάδειξη ενός νέου πόλου ισχύος που δυνητικά θα μπορούσε να ηγεμονεύσει στην Ευρασία. Και κατά τον Χάντινγκτον αυτόν τον ρόλο θα μπορούσε να διεκδικήσει μια Ενωμένη Ευρώπη. Συμβούλευσε επομένως τους Αμερικανούς ιθύνοντες να προχωρήσουν σε δράσεις που θα ανέκοπταν την πραγματοποίηση μιας γεωπολιτικά ανταγωνιστικής ενιαίας και ενωμένης Ευρώπης. Η πρώτη του συμβουλή συνεπαγόταν την καλλιέργεια του φάσματος της «γερμανικής απειλής». Της αναβίωσης, δηλαδή, των εμπειριών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την επακόλουθη αποφυγή της υποταγής των Ευρωπαίων σε μια αναδυόμενη –οικονομική αυτή τη φορά– γερμανική υπερδύναμη. Η δεύτερη συμβουλή του Χάντινγκτον ήταν να υιοθετηθεί μια ραγδαία και άνευ όρων διεύρυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος (ιδίως με την ένταξη της πολυπληθούς ισλαμικής Τουρκίας) που θα νέρωνε το ενοποιητικό κρασί των Ευρωπαίων.

Χωρίς να υιοθετούμε εδώ θεωρίες συνωμοσίας, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι αυξάνεται στην προεκλογική Ευρώπη –και ιδίως στην Ελλάδα– ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό κλίμα ευρωσκεπτικισμού, με στόχο τη γερμανική εμμονή στη λήψη επώδυνων μέτρων λιτότητας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Στην Ελλάδα η δυσαρέσκεια και η απογοήτευση ενισχύονται από την παρατεταμένη ύφεση, την πρωτιά (28%) στην ανεργία (ιδίως το 60% των νέων) και την απαξίωση του κοινοβουλευτισμού που αναδεικνύεται συστηματικά από πολλαπλές δημοσκοπήσεις. Η αυτοαποκαλούμενη αντιμνημονιακή (και αντισυστημική) αντιπολίτευση καλύπτει ένα διευρυνόμενο φάσμα κομμάτων, από την παραδοσιακή αριστερά (ΚΚΕ) έως τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η αξιωματική αντιπολίτευση, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε πολιτικές υπέρ του ευρώ ή της δραχμής που εκφράζονται από τις δύο μεγάλες συνιστώσες αυτού του κόμματος. Πιο ανησυχητικά, παράγεται από διάφορα περιφερειακά τηλεοπτικά κανάλια ένας ορυμαγδός αντιγερμανικών σχολίων, με πρωταθλητές στη δηκτικότητα γνωστούς δημοσιογράφους. Τα ντεσιμπέλ φτάνουν κυριολεκτικά σε εκκωφαντικά επίπεδα σε ορισμένα μπλογκ του Διαδικτύου που, λόγω ανωνυμίας, απολαμβάνουν την ασυλία από τις συνέπειες του νόμου. Ετσι η Ελλάδα παρουσιάζεται ως μια ανυπεράσπιστη κορασίδα ζωσμένη με συρματοπλέγματα και ταξινομείται ως κατεχόμενη περιοχή και αποικία χρέους, της οποίας οι ιθύνοντες –κυρίως ο πρωθυπουργός και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης– χαρακτηρίζονται δοσίλογοι.

Η σημασία των εκλογών του Μαΐου είναι τεράστια. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι μια (έστω και δικαιολογημένη) ψήφος διαμαρτυρίας υπέρ των αντιμνημονιακών κομμάτων συνεπάγεται σοβαρότατους κινδύνους για την πολιτική και οικονομική σταθερότητα της Ελλάδας. Αρκετοί ψηφοφόροι ενδέχεται να σκεφθούν ότι οι ευρωεκλογές, ασχέτως αποτελέσματος, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε εθνικές εκλογές. Αλλά πρέπει να αντιληφθούν ότι μια πρωτιά της αξιωματικής αντιπολίτευσης –με απόσταση μεγαλύτερη των πέντε και κάτι μονάδων– μπορεί να οδηγήσει σε κλίμα πολιτικής ρευστότητας και επικίνδυνης αστάθειας. Είναι καιρός να αντιληφθούμε, ως απλοί ψηφοφόροι, ότι τον Μάιο μας προσφέρεται μια μοναδική ευκαιρία να εδραιωθούμε ως μια φυσιολογική δυτικοευρωπαϊκή δημοκρατία. Στην εξωτερική μας πολιτική, επιπροσθέτως, η παραμονή μας στους ομόκεντρους θεσμικούς κύκλους (Ευρωζώνη, Ευρωπαϊκή Ενωση, ΝΑΤΟ, ΟΟΣΑ, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΟΗΕ κ.ά.) αυξάνει την αποτρεπτική μας ικανότητα απέναντι στην ανήσυχη, ασταθή και αναθεωρητική Τουρκία, που αντιμετωπίζει στις μέρες μας σοβαρότατες εσωτερικές αναταράξεις.

Το δίλημμα «ευρώ ή εθνικό νόμισμα» δεν απασχολεί εύπορες χώρες όπως η Νορβηγία και η Ελβετία (που βρίσκονται εκτός Ε.Ε.) ή τη Βρετανία (που είναι εκτός Ευρωζώνης). Αλλά εμείς δεν έχουμε αυτήν την πολυτέλεια. Ο περίγυρός μας είναι κυριολεκτικά εκρηκτικός. Η Αραβική Ανοιξη» στα κράτη της Βόρειας Αφρικής, τα αιματηρά γεγονότα στη Συρία και, πρόσφατα, οι αναταράξεις στην Ουκρανία θα μπορούσαν κάλλιστα να επαναληφθούν και στον τόπο μας. Γι’ αυτό στις ευρωεκλογές ψηφίζουμε Ευρωζώνη και Ευρώπη, αντιστεκόμαστε στις σειρήνες του λαϊκισμού και αποφεύγουμε την ταύτιση με τριτοκοσμικές περιοχές του πλανήτη που μαστίζονται από τις πολιτικές του «διαίρει και βασίλευε»!