SOTIROPOULOS D 2Η γενικευμένη αίσθηση ότι, πολύ περισσότερο από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα κάτι δεν πάει καλά με τη δημοκρατία ίσως έχει οδηγήσει τους μεν πολιτικούς σε απονενοημένες κινήσεις αναβάπτισής τους στη λαϊκή επιδοκιμασία, τους δε θεωρητικούς της πολιτικής σε αναστοχασμό για τη δημοκρατία. Μεταξύ των πολιτικών, οι πιο ασυλλόγιστοι ή πιο κυνικοί προχώρησαν σε αχρείαστα δημοψηφίσματα. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έγιναν δημοψηφίσματα στη Βρετανία, στην Ελλάδα, στην Ολλανδία, στην Ουγγαρία και στην Ιταλία, με σύνηθες αποτέλεσμα όχι τόσο την ενδυνάμωση της λαϊκής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων όσο την απαξίωση των ίδιων των εμπνευστών των δημοψηφισμάτων.

Μεταξύ των θεωρητικών, ο Γκάλι είναι ένας αναγνωρίσιμος πολιτικός φιλόσοφος αλλά και πολιτικός της ιταλικής Αριστεράς. Τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του εξιστορούν τους μετασχηματισμούς της δημοκρατίας από την περίοδο της αρχαίας Αθήνας έως τον πρώιμο 20ό αιώνα. Δεν είναι τα σημαντικότερα κεφάλαια του έργου. Εχει κανείς την αίσθηση ότι απλώς αποτελούν μια καλογραμμένη ιστορία των πολιτικών ιδεών, η οποία, παρεμπιπτόντως, έχει αποδοθεί εύγλωττα από τον μεταφραστή και την επιμελήτρια της ελληνικής έκδοσης. Το πέμπτο κεφάλαιο («Οι αντιφάσεις της δημοκρατίας») αποτελεί τον πυρήνα του έργου, ενώ τα δύο τελευταία κεφάλαια, που είναι και τα πιο ενδιαφέροντα, προτείνουν μια διέξοδο από τα δομικά προβλήματα της δημοκρατίας.

Πράγματι, εμπνεόμενος από την κλασική πολιτική θεωρία, αλλά και τη Σχολή της Φραγκφούρτης, ο συγγραφέας προσφέρει μια δομική κριτική της σύγχρονης δημοκρατίας. Κατά διαστήματα υιοθετεί την κριτική ότι η δημοκρατία σήμερα είναι πηγή αλλοτρίωσης για το άτομο, το οποίο είναι «δημιουργός… μιας απολεσθείσης και πάντοτε ελευσόμενης πληρότητας». Αυτό είναι περίπου αναπόφευκτο, αφού «η πολιτική γίνεται μέσω της αποπολιτικοποίησης του λαού». Δηλαδή η δημοκρατική πολιτική λαμβάνει χώρα σε ένα ανοικτό θεσμικό πεδίο, όπου όλοι οι πολίτες είναι τυπικά ίσοι, το ίδιο ακριβώς που είναι και κλειστό πεδίο, όπου επικρατεί η «λογική και λειτουργική πρωτοκαθεδρία του κράτους» έναντι των πολιτών. Επιπλέον, πολιτικό πρόβλημα για τη σύγχρονη δημοκρατία αποτελούν «η διασταύρωσή [της] με το κεφάλαιο και τη δύναμή του».

Πηγές της αμηχανίας

Η αμηχανία της δημοκρατίας προέρχεται από τις αντιφάσεις της, όπως, λ.χ. τον ταυτόχρονα ανοικτό και κλειστό χαρακτήρα της που σημειώσαμε παραπάνω, καθώς και από την τάση «η πρωτοβουλία και η πολιτική ισχύς να μετατοπίζονται από το δημόσιο πεδίο… σε αδιαφανείς οικονομικές και βιοπολιτικές εξουσίες». Εν τούτοις για τον Γκάλι ο καπιταλισμός αρχικά υπήρξε αναγκαία, αν και όχι ικανή, προϋπόθεση για την επικράτηση της δημοκρατίας στη νεωτερική Δύση. Χωρίς τον καπιταλισμό, δεν θα ήταν δυνατές η κινητικότητα, η ανάπτυξη και η χειραφέτηση των μαζών από τις παραδοσιακές, προνεωτερικές δομές και στη συνέχεια η ένταξή τους στις δημοκρατικές δομές υπό την ηγεσία των αστών. Σήμερα όμως ο καπιταλισμός έχει αυτονομηθεί «από την πολιτική, το κράτος και το άτομο» και, ακόμα χειρότερα, «καταγράφεται μια σταδιακή αποσύνδεση κράτους, αγοράς, έθνους και κομμάτων».

Ο Γκάλι απορρίπτει τις δύο δημοφιλείς σήμερα διεξόδους από τα ανωτέρω προβλήματα, δηλαδή τη «δημοκρατία της ταυτότητας, εθνικής και πολιτισμικής» και τη «λαϊκιστική δημοκρατία». Η μεν πρώτη δεν αντιμετωπίζει την ισχύ του κεφαλαίου και επιπλέον σε αυτόν τον κίνδυνο προσθέτει και «τη δύναμη της προκατάληψης». Η δε δεύτερη δυστυχώς ευνοεί την αντίληψη ότι η αντιπροσώπευση στη δημοκρατία είναι ανώφελη και ότι πρέπει να αντικατασταθεί από μια αδιαμεσολάβητη πολιτική, «στους αντίποδες της τεχνοκρατικής διοίκησης». «Ο λαός του λαϊκισμού είναι τόσο ελάχιστα πραγματικός όσο και ο λαός της θεσμοποιημένης δημοκρατίας». Γι’ αυτό, άλλωστε, στον λαϊκισμό καταφεύγουν «οι ιδιαίτερα χαρισματικοί ηγέτες, αρχηγοί ενός δικού τους κινήματος που παρουσιάζονται ως μέσοι άνθρωποι, ως παιδιά του λαού», επικεφαλής «μιας ψευδοκοινότητας που επαγγέλλεται ισότητα και δικαιοσύνη».

Διέξοδος στην αμηχανία

Στο έβδομο και το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ο συγγραφέας απογειώνεται από το επίπεδο και το ύφος των προηγούμενων κεφαλαίων, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Αφενός νιώθει την υποχρέωση να παραθέσει με υπερβολική συντομία και δύσβατη ελλειπτικότητα τι έχουν υποστηρίξει για τη δημοκρατία σύγχρονοί μας στοχαστές, προερχόμενοι ή από τον πολιτικό φιλελευθερισμό ή από τον μεταμαρξιστικό ριζοσπαστισμό. Το αποτέλεσμα δεν είναι καλό, γιατί ο αναγνώστης δεν κερδίζει τίποτε από τον καταιγισμό ονομάτων και πυκνών φράσεων. Αφετέρου και ευτυχέστερα ο Γκάλι σκιαγραφεί τη δική του διέξοδο από την αμηχανία της δημοκρατίας. Ξεκινά με μια δυνατή εικόνα για την απογοητευτική κατάσταση της δημοκρατίας σήμερα: «Είναι σαν να βρισκόταν κάποιος σε ένα σουπερμάρκετ δικαιωμάτων και να ανακάλυπτε ότι τα προϊόντα (τα δικαιώματα) εξαντλήθηκαν, ότι έχουν αντικατασταθεί από σλόγκαν που ενώ προαναγγέλλουν τη δημοκρατία, την κηρύττουν ήδη παρούσα». Θεωρεί ωστόσο ότι αν η δημοκρατία σήμερα μας απογοητεύει, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει μέλλον.

Η δημοκρατία είναι μια διαρκής δυνατότητα η οποία στο μέλλον απαιτεί τη «μετακίνηση του κέντρου βάρους της… από τους θεσμούς στην κοινωνία». Το αντεπιχείρημα εδώ θα ήταν ότι χωρίς τους θεσμούς δεν θα αποφύγουμε την επέλαση όσων πιστεύουν ότι οι ίδιοι αυθεντικά εκπροσωπούν τον λαό. Σπεύδει, παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας να υπερασπισθεί το Σύνταγμα του νεωτερικού κράτους και κάπως αργοπορημένα (σελ. 111) αναφέρεται στην Ευρωπαϊκή Ενωση, τις αντιφατικές επιπτώσεις οικοδόμησης της οποίας δεν περιλαμβάνει καθόλου στην ανάλυσή του. Δύσκολα πάντως θα διαφωνήσει κανείς με το ακροτελεύτιο μήνυμα του βιβλίου: «Ο σκοπός της δημοκρατίας… είναι η ανάπτυξη σε ένα περιβάλλον ανθρωπισμού ελεύθερων προσωπικοτήτων στον δημόσιο χώρο».

Πηγή: Βήμα της Κυριακής