TSOUKALISΣ​​ε πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή, ο πρωθυπουργός μίλησε για θέατρο του παραλόγου αναφερόμενος στη διαπραγμάτευση της χώρας με τους δανειστές και τις απαιτήσεις που προβάλλουν για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου. Και νομίζω δεν έχει άδικο, αν και θα μπορούσε να προσθέσει κάτι και για τον δικό μας ρόλο σε αυτήν την παράσταση.

Οι Ευρωπαίοι δανειστές, για την ακρίβεια ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Σόιμπλε με τη στήριξη μερικών ακόμη υπουργών στο Eurogroup, θεωρούν τη συμμετοχή του ΔΝΤ απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσουμε στην επόμενη φάση. Είναι όμως ταυτόχρονα κατηγορηματικά αντίθετοι στις προτάσεις του Ταμείου για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στα επόμενα χρόνια, διαφωνώντας με τη λογική που στηρίζει αυτές τις προτάσεις και κυρίως αρνούμενοι να υποστούν το κόστος που θα τους αναλογούσε.

Το ΔΝΤ απαντά ότι η μόνη εναλλακτική που απομένει είναι να νομοθετήσει η Ελλάδα από τώρα πρόσθετα μέτρα για μετά το 2018, ώστε να γίνει το χρέος (θεωρητικά) βιώσιμο. Ξεκινώντας μάλιστα με προβλέψεις για τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας που κρίνονται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως ακραία απαισιόδοξες, ζητάει να πάρει μέτρα η ελληνική πλευρά που είναι αντιστοίχως υπερβολικά. Και οι Ευρωπαίοι εταίροι συναινούν, ή τουλάχιστον αναζητούν έναν ελαφρώς λιγότερο επώδυνο συμβιβασμό, και όλοι μαζί καλούν την Ελλάδα να συμμορφωθεί. Υπάρχει πιθανόν μια λογική στην τρέλα.

Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών και μερικοί ακόμη από τους Ευρωπαίους ομολόγους του κ. Τσακαλώτου έχουν, φαίνεται, πεισθεί εδώ και καιρό ότι η Ελλάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να προσαρμοστεί στους κανόνες της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, τουλάχιστον όπως τους έχουν φτιάξει οι ίδιοι. Αρα, το καλύτερο γι’ αυτούς θα ήταν να αποχωρήσει η χώρα μας, αν και όχι εν μέσω ευρωπαϊκών εκλογών.

Στο ΔΝΤ, εν τω μεταξύ, πολλοί θα ήθελαν να απεμπλακούν από τα ελληνικά μνημόνια το συντομότερο δυνατό. Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ πιστεύουν ότι η συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα μέχρι σήμερα κόστισε ακριβά στο Ταμείο με μέτρο τουλάχιστον την αξιοπιστία. Η πλειονότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου στο οποίο εκπροσωπούνται οι χώρες-μέλη του Ταμείου θεωρούν ότι το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό και θα πρέπει να το λύσουν επιτέλους οι Ευρωπαίοι μόνοι τους. Ο συνδυασμός αυτών των απόψεων είναι εκρηκτικός.
Σε αυτό το θέατρο του παραλόγου, όμως, η Ελλάδα δεν είναι απλώς ένα άμοιρο θύμα. Η συσσωρευμένη αναξιοπιστία χρόνων ενισχύεται από τη συμπεριφορά μιας κυβέρνησης με εμφανή έλλειψη συντονισμού και τεράστια δυσκολία να καταλάβει πώς παράγεται πλούτος και τι πρέπει (ή μάλλον δεν πρέπει) να κάνει η ίδια γι’ αυτό, ενώ αδυνατεί επίσης να εκτιμήσει σωστά τα διεθνή δεδομένα και την ισορροπία δυνάμεων εκτός συνόρων. Ετσι, γινόμαστε και εμείς συμμέτοχοι στον παραλογισμό. Το έχουν πληρώσει μέχρι τώρα πολύ ακριβά η οικονομία και η κοινωνία. Το έχει πληρώσει επίσης η δημοκρατία μας.

Μέσα στη γενικευμένη τρέλα, σηκώνουν ξανά κεφάλι οι δικοί μας νοσταλγοί της δραχμής. Η λειτουργία του ευρώ είναι σίγουρα προβληματική, ακόμη περισσότερο για μας λόγω των δικών μας αδυναμιών. Και η Ευρώπη βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Αλλά αυτές οι διαπιστώσεις δεν οδηγούν αυτόματα στο συμπέρασμα ότι μόνοι μας θα ήμασταν καλύτερα. Κάθε άλλο.

Τι θα σήμαινε για την οικονομία και την ασφάλεια της χώρας αν χρεοκοπήσουμε και αποκοπούμε από τον ευρωπαϊκό κορμό, ιδιαίτερα σε μια εποχή μεγάλης αστάθειας και αβεβαιότητας; Μήπως αρκεί να δούμε ποιοι είναι αυτοί που σηκώνουν το λάβαρο του εθνικού νομίσματος και ποιοι οι σύμμαχοί τους εντός και εκτός συνόρων; Σε αυτούς θα αναθέταμε την ευθύνη για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα; Χώρες με θεσμούς που λειτουργούν αποτελεσματικά τρομάζουν ακόμη και στην ιδέα. Αλλά οι καιροί είναι περίεργοι, η απογοήτευση παρατείνεται και η υπόγεια οργή φουντώνει. Ολα λοιπόν γίνονται πιθανά, ακόμη και τα πιο ακραία σενάρια.

Με αυτά τα δεδομένα, η καλύτερη απάντηση που θα μπορούσαμε να δώσουμε εμείς είναι να κλείσουμε τη δεύτερη αξιολόγηση το ταχύτερο δυνατό, έστω και αν χρειαστεί να νομοθετηθούν μέτρα για μετά το 2018 που κρίνονται –και πιθανόν να είναι– υπερβολικά. Γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να βγει επιτέλους η ελληνική οικονομία από την καραντίνα. Οποια άλλη εναλλακτική λύση θα είχε πολύ μεγαλύτερο κόστος. Αλλωστε, το πιο πιθανό είναι ότι όταν έρθει η ώρα της υλοποίησης, θα υπάρξουν σημαντικά περιθώρια για τη λήψη αντισταθμιστικών μέτρων που θα ελαφρύνουν το βάρος, εφόσον οι προβλέψεις αποδειχθούν υπερβολικά απαισιόδοξες. Και αυτό θα εξαρτηθεί κυρίως από εμάς.

Για να μπορέσει η χώρα να βγει από αυτό το θέατρο του παραλόγου χωρίς εθνική καταστροφή, θα πρέπει εμείς να αποφασίσουμε να γράψουμε την τελευταία πράξη του έργου, την πιο κρίσιμη. Είναι θέμα πατριωτικού καθήκοντος, που υπερβαίνει το στενό κομματικό.

Πηγή: Καθημερινή της Κυριακής