Η Κινεζική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών (CASS) είναι ο πιο σημαντικός ακαδημαϊκός και ερευνητικός οργανισμός στον τομέα της στην Κίνα. Αποτελείται από 31 ινστιτούτα, καλύπτει 260 επιστημονικούς τομείς και απασχολεί περίπου 4000 ερευνητές. Με αφορμή την επίσκεψη επταμελούς αντιπροσωπείας της στην Ελλάδα, υπό τoν Εκτελεστικό Αντιπρόεδρό της, καθηγητή κ. WANG Weiguang, το ΕΛΙΑΜΕΠ διοργάνωσε συζήτηση στρογγυλής τραπέζης στις 26 Μαΐου 2011. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης της κινεζικής αντιπροσωπείας με εκπροσώπους του ΕΛΙΑΜΕΠ τονίστηκε η ανάγκη για περαιτέρω επιστημονική συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές με σκοπό την καλύτερη πληροφόρηση για τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Κίνα. Τα θέματα τα οποία αναλύθηκαν αφορούσαν κυρίως to βομδαρδισμό της Λιβύης και την ελληνική οικονομική κρίση.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, η κινεζική πλευρά εξέφρασε τον προβληματισμό της για το κατά πόσο οι βομβαρδισμοί δεν έχουν πλέον μοναδικό σκοπό τους την προστασία των αμάχων όπως προβλεπόταν από τον ΟΗΕ, αλλά και την αλλαγή καθεστώτος. Οι ερευνητές του ΕΛΙΑΜΕΠ σημείωσαν πως η περίπτωση της Λιβύης δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα αλλά σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες εξελίξεις στη Βόρειο Αφρική και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Όσον αφορά το Συνταγματάρχη Μουαμάρ Καντάφι σημειώθηκε πως η αρχική ελπίδα της Ευρώπης ήταν πως το καθεστώς του θα ανατρεπόταν εκ των έσω. Έτσι, το σημερινό δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές χώρες είναι αν χρειάζεται να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ή σε διαφορετική περίπτωση ο ίδιος να παραμείνει στην εξουσία. Παράλληλα, τα στελέχη του ΕΛΙΑΜΕΠ αναγνώρισαν τη σημασία του ρόλου τόσο των ΗΠΑ, όσο και της Κίνας στην παγκόσμια σκηνή, ενώ δεν παρέλειψαν να τονίσουν πως οι Ευρωπαίοι ‘συνελήφθησαν’ απροετοίμαστοι για τις εξελίξεις στον αραβικό κόσμο και τον αντίκτυπό τους. Επίσης, τόσο η ελληνική όσο και η κινεζική πλευρά στάθηκαν στον κυνικό χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ανθρωπιστικού ενδιαφέροντος και συμφώνησαν πως τα προβλήματα στη διεθνή σκηνή χρειάζεται να επιλύονται με πολιτικό και διπλωματικό τρόπο.

Αναφορικά με την ελληνική κρίση, οι ερευνητές του ΕΛΙΑΜΕΠ αναφέρθηκαν στην ευθύνη από τη μία πλευρά των ελληνικών κυβερνήσεων λόγω των ελλειμματικών προϋπολογισμών, αλλά και των αγορών που συνέχιζαν να δανείζουν με χαμηλά επιτόκια. Ταυτόχρονα, εξήγησαν ότι η προσπάθεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης θα διαρκέσει αρκετά χρόνια και πως η μάχη που δίνει σήμερα η ελληνική κυβέρνηση είναι εξαιρετικά δύσκολη λόγω της κοινωνικής αντίδρασης και των συνεχιζόμενων διαμαρτυριών. Παρόλα αυτά, υπογραμμίστηκε ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία για ουσιαστικές αλλαγές στην Ελλάδα και εκτιμήθηκε πως αν υλοποιηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, η οικονομία της θα είναι πολύ πιο υγιής στο μέλλον. Τέλος, ως απαραίτητη η προϋπόθεση για την έξοδο της χώρας από την σημερινή κατάσταση θεωρήθηκε η χάραξη συγκεκριμένης στρατηγικής στην οποία περιλαμβάνεται η προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή ο ρόλος της Κίνας παρουσιάστηκε ως μείζονος σημασίας.