Van Rompuy 07.11.2014_2O Herman Van Rompuy, πρώτος Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ήλθε στην Αθήνα, λίγες μέρες πριν τη λήξη της θητείας του, για να παρουσιάσει το βιβλίο του “Η Ευρώπη στη θύελλα. Υποσχέσεις και προκαταλήψεις” σε εκδήλωση που διοργανώθηκε από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014, στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Συμμετείχαν ο Λουκάς Τσούκαλης, Καθηγητής Ευρωπαϊκής Οργάνωσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ και ο Διευθυντής της Καθημερινής Αλέξης Παπαχελάς.

Ο κος Τσούκαλης επισήμανε ότι πρόκειται για μια καλογραμμένη και συναρπαστική απεικόνιση της χειρότερης κρίσης που έχει βιώσει η ΕΕ από την ίδρυσή της. Σημείωσε, επίσης, ότι αυτό το βιβλίο δεν αποτελεί μια ακαδημαϊκή ανάλυση ή μια αυτοβιογραφία σχετικά με το πώς η ΕΕ προσπάθησε να επιβιώσει μέσα στη θύελλα, αλλά είναι πολλά περισσότερα. Είναι η ιστορία της ευρωπαϊκής κρίσης αποτυπωμένη από τον άνθρωπο που βρέθηκε τα τελευταία -πιο κρίσιμα- χρόνια στο «τιμόνι» του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο κος Τσούκαλης σημείωσε τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο κος Rompuy στη γεφύρωση των αντιτιθέμενων συμφερόντων και την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών, υπογραμμίζοντας ότι οι ευρωπαίοι πολίτες και κυρίως οι Έλληνες πρέπει να είναι ευγνώμονες για την αποφασιστική συμβολή του στην παραμονή της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης.

Ο κος Rompuy απαντώντας σε ερωτήσεις που του απηύθυνε ο κος Παπαχελάς σημείωσε, κατά αρχάς, ότι είναι δικαιολογημένος ο σκεπτικισμός όσον αφορά την ικανότητα και τον ηγετικό ρόλο της ΕΕ, αλλά όχι απολύτως, επισημαίνοντας ότι βιώνουμε παγκοσμίως μια κρίση ηγεσίας. Ανέφερε ότι το παγκόσμιο σύστημα στηρίζεται στην πολυμερή συνεργασία και όχι σε μονοπώλια ή ολιγοπώλια ηγεσίας, τονίζοντας ότι αυτό δεν απαραίτητα κακό. Ανέφερε δε ότι παρά το γεγονός ότι η ΕΕ αποτελείται από 28 κράτη-μέλη, στα περισσότερα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής έχει επιτευχθεί συναίνεση όπως π.χ. στην Ουκρανική κρίση, και κυρίως σε ζητήματα οικονομικής και εμπορικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι είναι αισιόδοξος, καθώς η ΕΕ βρίσκεται ακόμη υπό εξέλιξη.

Όσον αφορά την γαλλογερμανική συμμαχία, ανέφερε ότι από τον Μάρτιο του 2010 έως τα τέλη του 2012 η Γαλλία και η Γερμανία διαδραμάτισαν καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, γεγονός που είχε συμβεί επανειλημμένως στην ιστορία της ΕΕ. Επισήμανε, όμως, ότι όλες οι αποφάσεις βασίζονται στην αλληλεγγύη και στη συναίνεση όλων των κρατών-μελών, καθώς και ότι μετά το τέλος του 2012 η απουσία αυτής της συμμαχίας δεν εμπόδισε την ΕΕ να λάβει κρίσιμες αποφάσεις όσον αφορά π.χ. την κλιματική αλλαγή και την Ουκρανική κρίση. Τόνισε ότι ο ίδιος επιθυμεί τις στενές σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας, χωρίς απαραίτητα να επιτυγχάνουν συμφωνία εκ των προτέρων, καθώς αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές κουλτούρες και η εγγύτητα των σχέσεων τους ευνοεί την επίτευξη συναίνεσης στην ΕΕ.

Σχετικά με την έκταση που έλαβε η κρίση, σημείωσε ότι στις αρχές του 2010 ήταν πλέον σε όλους εμφανή τα σημαντικά προβλήματα που έπρεπε αντιμετωπίσουν όχι μόνον στην περίπτωση της Ελλάδας αλλά και σε άλλα κράτη, τονίζοντας ότι ήταν πλέον αντιληπτό πως επρόκειτο για συστημική κρίση.  Δήλωσε σαφώς ότι η πλειοψηφία των κρατών δεν είχε τη διάθεση να τιμωρήσει την Ελλάδα και σημείωσε επανειλημμένως ότι σημασία δεν έχουν τα αρχικά κίνητρα, αλλά το αποτέλεσμα, δηλαδή η απόφαση παροχής βοήθειας προς την Ελλάδα.

Σε ερώτηση σχετικά με το κατά πόσο η ΕΕ ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μιας ελληνικής χρεοκοπίας, τόνισε ότι οι ιδρυτές της ΟΝΕ είχαν συμπεριλάβει τη ρήτρα «μη διάσωσης», καθώς τότε ήταν αδιανόητο το ενδεχόμενο μιας τέτοιας κρίσης. Πρόσθεσε ότι το κοινό νόμισμα ήταν περισσότερο ένα πολιτικό εγχείρημα, που συμβόλιζε την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπογράμμισε την απουσία θεσμικού πλαισίου ικανού να υποστηρίξει το κοινό νόμισμα, σημειώνοντας ότι είχαμε κοινό νόμισμα, χωρίς κοινή πολιτική και αναφέροντας ότι τα προβλήματα ήταν ορατά από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της ευρωζώνης, καθώς πολλά κράτη σημείωναν υψηλά ελλείματα και δεν υπήρχε η απαιτούμενη αντίδραση σε πολιτικό επίπεδο.

Όσον αφορά το μείγμα πολιτικών που εφαρμόζονται στην Ελλάδα, τόνισε ότι σε πολιτικό επίπεδο είναι δύσκολη η παράλληλη εφαρμογή μέτρων λιτότητας και δομικών μεταρρυθμίσεων, αλλά οι τελευταίες είναι καθοριστικής σημασίας για τη δημοσιονομική εξυγίανση και στις περιπτώσεις κρατών που δεν είχαν πλέον πρόσβαση στην αγορά, όπως η Ελλάδα, δεν υπήρχε η πολυτέλεια του χρόνου.  Σημείωσε δε ότι κανένας σε υψηλό επίπεδο δεν επιθυμούσε την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του αν δεν έκανε οτιδήποτε μπορούσε προκειμένου να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη.

Επιπλέον, ανέφερε ότι η δημοσιονομική εξυγίανση είναι προαπαιτούμενο πρωτίστως για να διασφαλιστεί ότι οι μελλοντικές γενεές θα επωφεληθούν από το κράτος πρόνοιας.  Πρόσθεσε δε ότι οι χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που σημειώνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα τελευταία χρόνια δεν συνδέονται κατά ανάγκη με τις πολιτικές λιτότητας, υπογραμμίζοντας ότι η οικονομική ανάκαμψη προϋποθέτει την ανάληψη των κατάλληλων πολιτικών για την ενίσχυση των επενδύσεων. Όσον αφορά την άνοδο του λαϊκισμού και του εθνικισμού, ανέφερε ότι ήδη πριν το 2002 σημειώνονταν τέτοια φαινόμενα σε πολλά κράτη της ΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται απαραιτήτως σε όλες τις περιπτώσεις σύνδεση με την οικονομική κρίση. Επιπλέον, επισήμανε ότι η «υπαρξιακή» κρίση της Ευρωζώνη έχει ξεπεραστεί και, με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, δεν αναμένεται η αναβίωση της. Ωστόσο, επισήμανε ότι η οικονομική κρίση δεν έχει πλήρως ξεπεραστεί.

Σε ερωτήσεις που του απεύθυνε το ακροατήριο ανέφερε ότι η πιο δύσκολη στιγμή κατά την πενταετή θητεία του ήταν τον Νοέμβριο του 2011 εξ αιτίας της κρίσιμης κατάστασης στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα, της αλλαγής κυβέρνησης στην Ιταλίας και κυρίως λόγω του γεγονός ότι το παγκόσμιο ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στην ΕΕ, σημειώνοντας το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που είχε δείξει ο Πρόεδρος Obama και αναφέροντας πως η επανεκλογή του συνδεόταν με την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την ευρωπαϊκή οικονομία. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων για τη μεταρρύθμιση της Συνθήκης της Λισαβόνας δεν είναι αυτή τη στιγμή προτεραιότητα, καθώς υπάρχουν άλλα κρίσιμα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Σχετικά δε με το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ην. Βασιλείου, ενόψει του επικείμενου δημοψηφίσματος, υπερτόνισε ότι το Ην. Βασίλειο είναι αναπόσπαστο μέρος της ΕΕ. Πρόσθεσε ότι πρέπει να γίνει διάλογος και διαπραγματεύσεις για να επιτευχθεί η παραμονή του Ην. Βασιλείου στην ΕΕ, με σεβασμό, όμως, στις θεμελιώδεις αρχές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.