Το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Ολλανδίας στην Ελλάδα, διοργάνωσαν στις 14 Φεβρουαρίου 2012 συζήτηση για τις ιστορίες επιτυχημένης ενσωμάτωσης στην ελληνική και ολλανδική κοινωνία, η οποία φιλοξενήθηκε στο γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα. Τη συζήτηση άνοιξε ο ε.τ. Πρέσβης της Ολλανδίας στην Αθήνα, κος Kees Van Rij. Ο κος Van Rij μίλησε για τις αρχικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ξένοι άνθρωποι στην κατανόηση της πραγματικότητας της χώρας υποδοχής, μέρος της οποίας είναι η γλώσσα, παρουσιάζοντας τον ιρανικής καταγωγής Ολλανδό συγγραφέα, Kader Abdolah, ο οποίος έχει γράψει πολλά best seller στην ολλανδική γλώσσα και κέρδισε πολλά λογοτεχνικά βραβεία στην Ολλανδία. Η συντονίστρια της συζήτησης, Καθ. Αντιγόνη Λυμπεράκη (Πάντειο Πανεπιστήμιο, Επιστημονικός Σύμβουλος, ΕΛΙΑΜΕΠ) παρουσίασε τον αλβανικής καταγωγής δημοσιογράφο/συγγραφέα Δρα. Gazmend Kapllani, και μίλησε για το ιδιαίτερα δύσκολο έργο, που θα συζητηθεί παρακάτω, της επίτευξης της διάκρισης  στο χώρο της γραφής σε άλλη γλώσσα από τη μητρική, σε σύγκριση με άλλους τομείς στους οποίους διακρίνονται ξένοι (ζωγράφοι, χορευτές, αθλητές κλπ.). Αρχικά ρώτησε τους δύο συγγραφείς για τα πρώτα τους βήματα στην Ολλανδία και την Ελλάδα αντίστοιχα, δεδομένου ότι και οι δύο μετανάστευσαν ως ενήλικες, και για την ενσωμάτωσή τους, η οποία σε αυτήν την περίπτωση περνά μέσα από πιο δύσκολα στρώματα, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που μεταναστεύουν σε νεαρή ηλικία. Έπειτα τους ζήτησε τις απόψεις τους σχετικά με το ζήτημα της ένταξης κατά τη διάρκεια κρίσεων. Με τα δικά της λόγια. «Πώς αισθάνεται κανείς όταν εργάζεται και ζει σε χώρες υποδοχής μεταναστών όπως αυτές οι δυο, στη διάρκεια καλών και κακών εποχών

Ο λόγος δόθηκε πρώτα στον κ. Abdolah. Ξεκίνησε μιλώντας για τα όνειρά του ως νέος άνθρωπος στην χώρα καταγωγής του, στο Ιράν, και εξήγησε ότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη χώρα του και να μεταναστεύσει: «Είμαι Ιρανός-Ολλανδός συγγραφέας. Δεν ήθελα να αφήσω τη χώρα μου. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να αφήσω το σπίτι μου, ούτε τη γλώσσα μου, διότι είχα δύο όνειρα στη χώρα μου. Το πρώτο μου όνειρο ήταν να γίνω ένας μεγάλος, γνωστός Πέρσης συγγραφέας. Το δεύτερο όνειρό μου ήταν να γίνω πρόεδρος της χώρας μου. Υπήρχε και άλλος λόγος: o πατέρας μου δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε αν διαβάσει. Ως εκ τούτου, έπρεπε να μείνω μαζί του ως διερμηνέας. Ερμήνευσα σε κείνον τον μεγάλο μας κόσμο. Δεν επιτρεπόταν να αφήσω τον πατέρα μου. Αλλά το έκανα. Ανέστειλα τα όνειρά μου και δραπέτευσα από τη χώρα μου». Ο κος Abdolah μίλησε για τις μέγιστες δυσκολίες της ζωής σε διαμετακόμιση στην Κωσταντινούπολη (μια κατάσταση που αντιμετωπίζεται και σήμερα στην Αθήνα) και για τον τρόπο με τον οποίο τον μετέφεραν λαθραία από την Κωσταντινούπολη στην Ολλανδία. Στη συνέχεια μίλησε για την εξαιρετικά δύσκολη εμπειρία του να ζεις στο Άμστερνταμ ως πρόσφυγας, χωρίς καμιά κατανόηση της γλώσσας αλλά με την επιθυμία να γίνεις συγγραφέας. «Δεν μπορούσα να μιλήσω μαζί τους. Ήμουν κάποιος στη χώρα μου. Εκεί ήμουν απλά πρόσφυγας. Προσπάθησα να εξηγηθώ στους γείτονές μου, αλλά δεν μπορούσα. Έγινα επιθετικός. Δεν ήμουν σε θέση να γράψω, να εξηγηθώ. Αλλά θυμήθηκα ένα παλιό περσικό ρητό. Αν πέσεις πολύ βαθιά, τότε έρχεσαι πολύ κοντά σε χρυσό. Και άρχισα να γράφω στα ολλανδικά, κάνοντας χιλιάδες λάθη. Ξαφνικά έγραφα στα ολλανδικά. Ήμουν ελεύθερος, πήγαινα πάνω-κάτω, περνώντας από πολιτιστικά και θρησκευτικά θεμέλια. Κάθε φορά που προσπαθούσα να διορθωθώ, δημιουργούσα ένα νέο μάτι, δίνοντας στον εαυτό μου μια νέα ταυτότητα και έπειτα από 20 χρόνια, έχω γράψει 17 βιβλία στα ολλανδικά, στην ολλανδική γλώσσα… Την έχω κάνει ακόμα πιο όμορφη από ότι ήταν.»

Ο Gazi Kapplani αρχικά συσχέτισε την ομιλία του με τα πρόσφατα γεγονότα, όντας μάρτυρας της επίθεσης προς το αστικό πρόσωπο της Αθήνας. Προερχόμενος από μια μικρή πόλη της Αλβανίας, την Lushjna, είπε πως ήθελε να εγκαταλείψει τη χώρα του και πως η ταυτότητά του διαμορφώθηκε στην προσπάθειά του να ανακαλύψει τι βρίσκεται πέρα από τα Αλβανικά σύνορα. Για την ακρίβεια: « η αστική μου ταυτότητα έχει δημιουργηθεί στην Αθήνα, και το Αττικόν (που πρόσφατα κάηκε κατά τη διάρκεια επεισοδίων) ήταν ο κινηματογράφος όπου είδα την πρώτη ταινία στην Αθήνα.» Στη συνέχεια είπε πως αυτό που διακυβεύεται όσον αφορά αυτά τα γεγονότα και την παρούσα συζήτηση είναι η ένταξη στην κοινωνία. Πως δηλαδή ορισμένες φορές η ένταξη αντικατοπτρίζεται στην ελευθερία που έχει κανείς να «μην είναι ενταγμένος επιτυχώς» και πως το ζήτημα της ένταξης αφορά τόσο τους έλληνες όσο και τους ξένους. « Πολλές φορές αισθάνομαι πως δεν έχω ενταχθεί επιτυχώς. Δεν έχω αυτοκίνητο, συνεπώς δεν σταθμεύω παράνομα. Δεν ανήκω σε καμιά θρησκεία. Δεν ήλπιζα να βρω εργασία στο δημόσιο τομέα. Δεν πιστεύω ότι γεννιόμαστε Έλληνες ή Αλβανοί αλλά ότι γινόμαστε.» Αναφερόμενος στο θέμα του να γίνεται κανείς συγγραφέας γράφοντας σε ξένη γλώσσα, ο Δρ. Kapplani είπε πως δεν το είχε φανταστεί εκ των προτέρων. « Έφυγα από το κέντρο κράτησης και μέσα σε 12 ώρες βρέθηκα μπροστά από μια τεράστια βιβλιοθήκη, όπου υπήρχε ένας μεγάλος πίνακας του Μαρξ. Αυτή ήταν μια μεγάλη ειρωνεία για τη χώρα μου. Από την άλλη πλευρά είπα «Εδώ είσαι, αυτό ήθελες». Έπειτα, ύστερα από πολλαπλές δυσκολίες και πολλά χρόνια πήγα στο Πανεπιστήμιο. Έγραφα ποίηση στα αλβανικά μέχρι τα 29 μου χρόνια. Σταμάτησα να γράφω ποίηση και άρχισα να γράφω μερικά μικρά άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες. Πάντοτε χωρίς να πληρώνομαι αρχικά. Ήμουν μάλλον μία εξωτική παρουσία στην αρχή. Έπειτα είχα μια στήλη σε μια μεγάλη ελληνική εφημερίδα και στη συνέχεια δύο στήλες. Ώσπου μια μέρα έλαβα ένα τηλεφώνημα από έναν ελληνικό εκδοτικό οίκο και μου ζήτησαν να τους γράψω ένα δοκίμιο. Κάθισα, άρχισα να γράφω και ύστερα από δυο μέρες συνειδητοποίησα πως έγραφα ένα μυθιστόρημα. Τους το είπα και απάντησαν πως εκείνοι ζήτησαν δοκίμιο, όχι μυθιστόρημα. Τελικά πήραν το βιβλίο, το δημοσίευσαν και είχε επιτυχία.»

Ύστερα η Καθ. Λυμπεράκη ρώτησε τους δύο ομιλητές πώς αισθάνονται σχετικά με την ευρωπαϊκή ταυτότητα. «Είστε αντιμέτωποι με μια διττή ταυτότητα, εργάζεστε σε μία γλώσσα που δεν είναι η μητρική σας. Πώς συμβάλλει σε αυτήν την ισορροπία η ευρωπαϊκή ταυτότητα ως τρίτος παράγοντας; Υπάρχει εκεί;»

Ο κος Abdolah είπε ότι για εκείνον η γραφή σε μια νέα γλώσσα σήμαινε τον οραματισμό μιας νέας Ολλανδίας, και μιας νέας Ευρώπης. «Δεν ήμουν μόνος. Ήταν ένα καλό σημάδι ότι η Ευρώπη αλλάζει και η Ευρώπη χρειάζεται μία νέα φωνή, η Ευρώπη χρειάζεται νέους καλλιτέχνες να αναδείξουν την ομορφιά της στους Ευρωπαίους.» Για εκείνον τα μεταναστευτικά κύματα των τελευταίων 20 ετών γέννησαν έναν νέο πολιτισμό και κατά συνέπεια μία νέα λογοτεχνία στην Ολλανδία. Αντικρούοντας τη θεωρία της σύγκρουσης των πολιτισμών του Huntington, ο Δρ Kapplani υποστήριξε πως η ταυτότητά του δεν αποτελεί κολάζ ταυτοτήτων αλλά μία μοναδική ταυτότητα. «Εγώ λέω πως είναι μία, φτιαγμένη από τα διαφορετικά κομμάτια της ζωής μου, από τον πολιτισμό και τη γλώσσα της Αλβανίας και της Ελλάδας. Δεν είμαστε κατακερματισμένα άτομα που προσπαθούν να συμφιλιώσουν τα επιμέρους κομμάτια μας. Τα διαφορετικά κομμάτια μου με κάνουν πιο πλούσιο. Με ρωτάνε, δεν έχεις ανακαλύψει κάτι νέο από το πέρασμα από τη μία ταυτότητα στην άλλη; Λέω ναι… την αβάσταχτη ομοιότητα του άλλου. Αυτό το σύνδρομο των Βαλκανίων είναι παγκοσμιοποιημένο. Θα ανατρέψω τη θεωρία του Huntington και θα υποστηρίξω ότι η σύγκρουση προκαλείται λόγω ομοιότητας και ότι εμείς οι ίδιοι εφευρίσκουμε τρόπους να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας.» Στη συνέχεια έθεσε το ερώτημα της σημασίας της εθνικής ταυτότητας σε μία νέα Ευρώπη μετανάστευσης. Ισχυρίστηκε πως η μετανάστευση έχει σημάνει δύο πράγματα σε Ελλάδα και Ευρώπη: φθηνό εργατικό δυναμικό και νομική κατωτερότητα από τη μία πλευρά, την ευκαιρία να κοιταχτεί με διαφορετικό μάτι ο κόσμος από την άλλη. Ωστόσο, το να επιτραπεί στους μετανάστες να αποτελούν μια πηγή πλούτου απαιτεί την αλλαγή της οπτικής γωνίας από τους  ντόπιους κατοίκους. «Στην περίπτωση ενός άντρα με γονείς από την Αφρική, του οποίου το όνομα είναι Οδυσσέας, ο οποίος αισθάνεται Έλληνας και γεννήθηκε στην Ελλάδα, μπορείτε να του διδάξετε πως γεννιέται κανείς Έλληνας και δεν γίνεται; Πρέπει να αλλάξετε όλη την αντίληψή σας ώστε να μην τον κάνετε παρανοϊκό.» Ο κος Abdolah προσέθεσε πως τόσο οι Ολλανδοί όσο και οι μετανάστες έχουν αλλάξει κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων. «Τώρα κάθε εφημερίδα έχει 10-20 διαφορετικούς αρθρογράφους επειδή βλέπουν τα προβλήματα με άλλο τρόπο.»

Η Καθ. Λυμπεράκη κάλεσε το κοινό να θέσει ερωτήσεις στους συγγραφείς. Ο κος Abdolah ρωτήθηκε σχετικά με την απειλή που αντιμετωπίζει το ολλανδικό μοντέλο ενσωμάτωσης από τον αυξανόμενο αριθμό μεταναστών. Απάντησε ότι υπάρχουν βεβαίως προβλήματα, αλλά ότι τα καλά νέα είναι πως η ολλανδική κοινωνία στο σύνολό της, αγωνίζεται για την επίλυσή τους. «Η πρώτη αντίδραση ήταν σοκ. Και η άλλη αντίδραση ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι αξίζουν κάτι. Και νομίζω πως η ολλανδική κοινωνία προσπαθεί να κερδίσει από τον «χρυσό» που διαθέτουν αυτοί οι άνθρωποι.» Ο Δρ. Kapplani χρησιμοποίησε τις λέξεις του έλληνα φιλοσόφου Καστοριάδη «τα ανθρώπινα όντα είναι περισσότερο στη φυσική τους μορφή όταν είναι ξενοφοβικοί» και εξέφρασε τη βαθιά του ανησυχία για τη δημοκρατία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Τα λόγια ενός φύλακα συνόρων στις ΗΠΑ, που χρησιμοποίησε ο Δρ. Kapplani, πιθανότατα απεικονίζουν καλύτερα τι σημαίνει μετανάστευση για την Ελλάδα και για την Ευρώπη στο σύνολό της. «Φοβάμαι που αυτοί οι άνθρωποι έρχονται εδώ. Αλλά είναι καλό που έρχονται. Είναι ένα καλό σημάδι. Δεν θα ήταν καλό σημάδι εάν δεν έρχονταν». Ο κος Abdolah συμφωνώντας  με τον Δρ. Kapplani προσέθεσε ότι «Οι Έλληνες λένε, είμαστε όμορφοι, δεν σας χρειαζόμαστε, σας κλείνω την πόρτα. Εάν επιθυμείτε να παραμείνετε όμορφοι, πρέπει να ανοίγετε τις πόρτες.»

Ως τελική παρατήρηση, σας παραθέτουμε την παρέμβαση στο τέλος της συζήτησης, ενός Αφγανού πρόσφυγα χωρίς χαρτιά. «Είμαι από το Αφγανιστάν. Έχω τα ίδια προβλήματα που είχε ο Kader. Το ίδιο πρόβλημα που είχε ο Kader στην Τουρκία, το έχω τώρα εγώ στην Ελλάδα. Έχω σπουδάσει μουσική και η σύζυγός μου βρίσκεται τώρα στην Γερμανία και προσπαθώ κάθε μέρα να πάω εκεί αλλά δεν είναι εφικτό να γίνει αυτό. Αυτή εδώ η συνάντηση είναι θαυμάσια για μένα και το να βλέπω πως οι μετανάστες μπορούν να είναι πετυχημένοι σε μια άλλη χώρα. Και είναι καλή είδηση αυτά που ακούω τώρα. Έχω όνειρα, ήθελα να γίνω ο καλύτερος πιανίστας στο Αφγανιστάν και στον κόσμο ολόκληρο. Είμαι πολύ αισιόδοξος και ελπίζω να μπορέσω να φτάσω στη γυναίκα μου, να ξεκινήσω μία νέα ζωή ως μουσικός και ως Αφγανός στο εξωτερικό».