Το ερευνητικό πρόγραμμα «ΙΜΕ: Ταυτότητες και νεωτερικότητες στην Ευρώπη», χρηματοδοτείται από το 7o πρόγραμμα στήριξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διερευνά τις διαφορετικές εκφράσεις των ευρωπαϊκών ταυτοτήτων σε εννέα χώρες ανά την Ευρώπη (Βουλγαρία, Κροατία, Φιλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Τουρκία και Ηνωμένο Βασίλειο). Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, η Άννα Τριανταφυλλίδου και η Ρουμπίνη Γρώπα επιχείρησαν να εμβαθύνουν στο ζήτημα του τρόπου που η ελληνική ταυτότητα επηρεάζεται από τη νεωτερικότητα και την παράδοση καθώς και στο ρόλο που παίζει σε αυτό η Ευρώπη. Για τα αναλυτικά πορίσματα αυτής της έρευνας, δείτε την μελέτη ‘The State of the Art: Various Paths to Modernity: the Greek Case Report’.

Σύνοψη Έρευνας

Ακαδημαϊκοί και μελετητές έχουν επί μακρών συζητήσει τη σχέση της Ελλάδας με τη νεωτερικότητα και της ελληνικής ταυτότητας με έννοιες της Ευρώπης. Είναι η νεωτερικότητα έμφυτη στον πυρήνα της ελληνικής ταυτότητας όπως έλκει από τον κλασσικό οικουμενικό Ελληνισμό; Ή βρίσκεται σε αντίθεση με έναν άλλο δομικό πυλώνα της ελληνικής ταυτότητας, τουτέστιν της θρησκευτικής της ιδιαιτερότητας και των ισχυρών παραδόσεων της Ορθόδοξης Εκκλησίας; Και ενώ φαινομενικά δεν προκύπτει κάποια αντίφαση μεταξύ των θεμελιωδών αρχών και αξιών της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και της ευρωπαϊκής, η Ελλάδα, από το 19οαιώνα, υπόκειται σε  μία αέναη διαδικασία «εξευρωπαϊσμού»/«δυτικοποίησης», διότι υπήρχε μια πιεστική ανάγκη να ‘προλάβει’ την υπόλοιπη Ευρώπη και να καλύψει το χαμένο έδαφος αναφορικά με την εκβιομηχάνισή, τον εκσυγχρονισμό και την εδραίωση της δημοκρατίας της. Ξεκινώντας από αυτές τις διαστάσεις, πώς γίνεται αντιληπτή η Ευρώπη σήμερα, σε σχέση με τη σύγχρονη ελληνική ταυτότητα;

Η Α. Τριανταφυλλίδου και η Ρ. Γρώπα διατυπώνουν την άποψη πως στην Ελλάδα, η αντίληψη για την εθνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα βασίζεται σε ένα πλέγμα αντικρουόμενων έως και αντιφατικών σχέσεων μεταξύ της προσκόλλησης στην παράδοση και τη συνέχιση της, και της επιθυμίας να ακολουθήσει τον εκσυγχρονισμό, την κοινωνική αμφισβήτηση, τον ορθολογισμό και την εκκοσμίκευση. Κατά αυτό τον τρόπο, ενώ η Ελλάδα τοποθετείται στον πυρήνα και θεωρείται πηγή έμπνευσης των σύγχρονων ευρωπαϊκών αξιών και της ευρωπαϊκής ταυτότητας από την εποχή του Διαφωτισμού, την ίδια στιγμή, είναι υποχρεωμένη να περάσει από επαναλαμβανόμενες (και σε πολλές περιπτώσεις δαπανηρές και επίπονες) μεταρρυθμίσεις ώστε να γίνει πιο ‘σύγχρονη’ ή να καταστεί πιο ‘εξευρωπαϊσμένη’.

Προσπαθώντας να ανταποκριθεί σε αυτό το εγχείρημα και στο πλαίσιο της ιστορικής της εμπειρίας του εκσυγχρονισμού, η Ελλάδα σημαδεύεται από δύο ανταγωνιστικά πλαίσια νεωτερικότητας. Το δυτικό πλαίσιο είναι αυτό που συμμορφώνεται στο δυτικό τρόπο κατανόησης της νεωτερικότητας και ουσιαστικά διαπνέει όλες τις προσπάθειες και τις διαδικασίες εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας. Το ανατολικό πλαίσιο, αντίθετα, βρίσκεται πιο κοντά στην Ορθόδοξη παράδοση και προτείνει ένα sui generis, εθνικά αυθεντικό μονοπάτι προς μια (μη-δυτική) νεωτερικότητα. Αυτή η αμφισημία και ο εσωτερικός διχασμός καταστεί την Ελλάδα μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης υπό το πρίσμα της θεωρίας των πολλαπλών νεωτερικοτήτων όπως ορίζεται από τον Eisenstadt (2000).

Από πολλές απόψεις μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε προ-σύγχρονο στάδιο ή οτι είναι ανθεκσυγχρονιστική. Ωστόσο, η Ρ. Γρώπα και η Α. Τριανταφυλλίδου εισηγούνται πως μπορεί να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα προβάλει ένα εναλλακτικό μονοπάτι νεωτερικότητας: αυτό μίας περιφερειακής μετα-βιομηχανικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία από τις παραδοσιακές μορφές οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης (που όμως συνεχίζουν να ορίζουν τη δομή του ελληνικού κράτους, της ελληνικής κοινωνίας, και την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας) έχει προχωρήσει στις μεταμοντέρνες, χωρίς να έχει εκσυγχρονιστεί ή εκβιομηχανιστεί στον ίδιο βαθμό, και χωρίς να έχει αντικαταστήσει τις πολιτισμικές της παραδόσεις με αυτές της δυτικής ευρωπαϊκής νεωτερικότητας.